Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Τα καράβια στην θάλασσα














Τρείς διαφορετικές περιπτώσεις, όμως και τα τρία είναι καράβια. Πόσο μοιάζουν με την ανθρώπινη κοινωνία, ένας κουβαλητής (φορτηγό) άλλος περιηγητής (επιβατηγό) και άλλος παροπλισμένος. Υπάρχουν και άλλα καράβια, ρυμουλκά, ποντοπόρα, δεξαμενόπλοια, ταχύπλοα, κότερα και άλλα. Όλα αυτά στην γαλάζια θάλασσα ταξιδεύουν, κινδυνεύουν, ναυαγούν ή αράζουν. Στην άκρη της απέραντης θάλασσας υπάρχουν και τα λιμάνια, εκεί δρουν τα ρυμουλκά και οι πλοηγοί. Όσο μεγάλο και αν είναι το πλοίο, με όσα κύματα και να πάλεψε, όσα μίλια και να διέσχισε, για να αράξει στο λιμάνι χρειάζεται πλοηγό. Σε αυτόν το αφήνει με εμπιστοσύνη ο καπετάνιος.

ΒΙΒΛΟΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ

Ἐὰν πταίση ἄφρων ἐν λόγῳ, συγγνώμην ἔχει παρὰ πάντων, ἄφρων γάρ ἐστι καὶ εἴτι λαλεῖ οὐκ οἶδεν, ἐὰν δὲ σοφὸς πταίση, συγγνώμην οὐκ ἔχει. σοφὸς γάρ ἐστι καὶ ἐν τῇ γνώμῃ ἔπταισεν.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Τα σπουργίτια

Πρωί και έκατσα σε μια αυλή για έναν καφέ. Κάτω από την μουριά ο τόπος ειδυλλιακός, οι οικοδεσπότες περιποιητικοί και η θέα μπροστά μου χάρμα οφθαλμών. Δένδρα λογιών-λογιών, και λίγα ζαρζαβατικά, με μεράκι φυτεμένα. Οι γάτες του σπιτιού με τα μικρά τους αναπαύονταν και τα σπουργίτια είχαν την τιμητική τους.
Χάζευα τον αγώνα τους, όλα στο χώμα και ένα από αυτά είχε στο στόμα ένα κομμάτι ψωμί, μόλις το πλησίαζαν τα άλλα, το άρπαζε και πηδούσε λίγο παρακάτω, να το αφήσει στη γη να τσιμπήσει λιγουλάκι στα γρήγορα, διότι έρχονταν τα υπόλοιπα, να το ξαναπιάσει και να πάει λίγο παρακάτω. Αυτό γινότανε περίπου για ένα πεντάλεπτο. Μια φορά από τις πολλές, μόλις το άφησε κάτω, για να κοιτάξει γύρω του, ένα άλλο πιο έξυπνο ίσως, παραφύλαγε στο δέντρο, κατέβηκε του άρπαξε το ψωμί και έφυγε μακριά. Ο καημένος ο σπουργίτης κοίταζε γύρω-γύρω χωρίς να βλέπει το φαγητό που αρνήθηκε να μοιραστεί με τους άλλους σπουργίτες. Με σκυμμένο το κεφάλι κόλλησε στην ομάδα με τα άλλα πουλάκια ψάχνοντας κάτι να φάει.
Ο νούς μου πήγε στον Ψαλμωδό:
Ψλ48:21 ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς.
Πόσοι άνθρωποι έχουμε αγαθά, έχομε ψωμί να φάμε, και δεν αφήνουμε κανέναν να μας πλησιάσει; Δεν δεχόμαστε να μοιραστούμε τίποτα, αλλά καχύποπτα ερευνούμε γύρω-γύρω για να εξασφαλίσουμε την αποκλειστικότητα του αγαθού, ώσπου κάποιος άλλος θα μας το αρπάξει, και μετά ταπεινωμένοι γυρίζουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε;

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Σύλλογοι και πανηγύρια

Τα τελευταία χρόνια πλήθυναν οι σύλλογοι κάθε είδους ενδιαφερόντων. Την μεγάλη τους ακμή ήταν η εποχή που υπουργός ήταν η Μελίνα. Εκείνη την εποχή κάπου στην δεκαετία του 1980 οι πολιτιστικοί σύλλογοι, γνώρισαν πραγματικές δόξες. Χρηματοδοτούμενοι στις περισσότερες περιπτώσεις, διοργανώνανε διάφορες εκδηλώσεις ποικίλου ενδιαφέροντος. Σήμερα ενώ στις πόλεις έχει ατονήσει το φαινόμενο στα χωριά καλά κρατεί. Πολύ περισσότερο στα νησιά μας, τώρα το καλοκαίρι που έρχονται οι παραθεριστές, και δείχνουμε με αυτόν τον τρόπο την δραστηριότητα μας.
Η πιο συνηθισμένη εκδήλωση μετά το κόψιμο της πίτας, είναι το γλέντι που οργανώνεται στο πανηγύρι του χωριού. Απλώνονται τραπέζια στην πλατεία, οι νοικοκυράδες εκτελούν χρέη σερβιτόρων, προωθώντας τα εδέσματα που οι ίδιες έφτιαξαν. Και πριν καλά, καλά, απολύσει ο εσπερινός αρχίζουν τα όργανα. Το πρωί βέβαια δικαιολογούνται να μην πάνε στην εκκλησία, τιμήσανε την ημέρα στο νυχτερινό πανηγύρι, το πρωί να εκκλησιαστούν οι γριές και τα παιδάκια. Και οι γιαγιάδες καρτερικά πάνε τα εγγόνια να τα κοινωνήσουν, αναρωτώμενες πότε άραγε θα τα ξανακοινωνήσουν.
Ως εδώ είναι καλά, τι γίνεται αν θέλουμε πανηγύρια και γλέντια και στα εξωκκλήσια. Κάθε σύλλογος έχει υιοθετήσει θα λέγαμε και από ένα ξωκλήσι. Με την έλλειψη Ιερέων που παρατηρείτε τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στα νησιά, έχομε το εξής παράδοξο. Μετατίθενται οι μνήμες των Αγίων, για την ημέρα που βρήκε καινό στις υποχρεώσεις του ο Παπάς. Διότι όσα τραπέζια και να στρωθούν, αν δεν γίνει η λειτουργία, πανηγύρι δεν λογίζεται, ενώ και μόνη της, η κάθε λειτουργία είναι πανηγύρι. Αυτό είναι βαθιά ριζωμένο στην συνείδηση μας , άσχετα αν δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία. Έτσι οι ύμνοι ας πούμε για παράδειγμα, της Αγίας Κυριακής ακούγονται στην μνήμη της Αγίας Χριστίνας, ή του προφήτη Ηλία να μελωδούνται της Αγίας Παρασκευής, χώρια που την Αγία Ειρήνη την Χρυσοβαλάντου την εορτάζουμε με το παλαιό ημερολόγιο και πάει λέγοντας.
Ο Ιούλιος μήνας είναι γεμάτος από πανηγύρια, πρέπει να τα εκτελέσουμε γιατί είναι καθήκον μας. Τον Αύγουστο τον έχουμε μόνο για τις παρακλήσεις προς την Παναγία, που επεκτείνονται και μέχρι της απόδοση της εορτής. Έτσι τελειώνουν οι διακοπές, φεύγουν οι μουσαφίρηδες, (παιδιά και εγγόνια), και ο σύλλογος λαβωμένος προγραμματίζει την επόμενη εκδήλωση του, συνήθως την κοπή της Πίτας, που θα είναι πάλι, μαζεμένοι με την ευκαιρία των εορτών οι μουσαφίρηδες.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Ο εχθρός

Πυθαγόρα, Ποιός δεν έχει εχθρούς; πες μου.
Ρητορικό το ερώτημα που τέθηκε είναι κανείς άνθρωπος χωρίς εχθρούς. Πως θα προσωποποιήσουμε τον εχθρό; Να αναφέρω μερικά παραδείγματα της έχθρας. Ο διαβητικός το πρωί που θα μετρηθεί αν το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιεί εχθρεύεται το αλεύρι την ζάχαρη και τα παράγωγα τους. Ο υπερτασικός εχθρεύεται το αλάτι. Ο τεμπέλης θεωρεί εχθρό το ξυπνητήρι. Ο οδηγός τον Τροχονόμο και πάει λέγοντας, θα μπορούσα να αναφέρω πολλές παρόμοιες έχθρες. Θυμάμαι με νοσταλγία, τον καιρό που υπηρετούσα στο στρατό, σε ασκήσεις ολόκληρος ο λόχος έκανε προέλαση και επίθεση στον εχθρό, που ήταν ένα βαρέλι που έβγαζε καπνό.
Η έχθρα είναι ένα συναίσθημα που βγαίνει από μέσα μας. Ο καλός Χριστιανός δεν έχει εχθρούς. Μπορεί κάποιοι να τον εχθρεύονται, να τον επιβουλεύονται ή να τον συκοφαντούν. Αυτός τους αγαπά, προσεύχεται στον Θεό για αυτούς, δεν τους έχει εχθρούς, θεωρεί πως είναι πλανεμένοι από τον πραγματικό εχθρό του ανθρώπου το διάβολο. Μισεί την αμαρτία όχι όμως τον αμαρτωλό, μισεί την κλοπή όχι τον κλέφτη. Άνθρωπος είναι κι αυτός, με δυνατότητα μετανοίας.
Το συναίσθημα αυτό της έχθρας, αν μένει ανεξέλεγκτο μας οδηγεί σε θλιβερές καταστάσεις, πρέπει να το κατευθύνουμε ενάντια στον εγωισμό μας. Πίσω από οτιδήποτε κακό κρύβεται ο εγωισμός μας, και λένε οι πατέρες πως ο εγωισμός είναι η προσωποποίηση του διαβόλου.
Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή,
Ιω Α Δ-8 ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν. ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν.
Αν δεν έχουμε αγάπη άδικα ζούμε. Ο χριστιανός έχει μόνο αγάπη, επομένως δεν μπορεί να έχει εχθρούς άλλους ανθρώπους, αλλιώς, για χριστιανός δεν λογαριάζεται.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Δεν είναι αυτό που νομίζεις.

Συνηθισμένη φράση, που σε πρώτη ευκαιρία λέγεται, προκειμένου να καταποντίσουμε τον συνομιλητή μας. Λες και μπορώ εγώ να ξέρω τι νομίζει, ή τι έχει στο μυαλό του εκείνη την στιγμή αυτός που είναι απέναντι μου. Κι όμως αυτό νομίζω εγώ, χωρίς να λογαριάζω πως το δικό μου νόμισμα είναι το κάλπικο.
Ο κάθε άνθρωπος είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα, με δικές της αντιδράσεις που είναι μοναδικές. Η επιστήμη της ψυχολογίας βασισμένη στην παρατήρηση των ανθρωπίνων συμπεριφορών, τις ομαδοποιεί και κατατάσσει σε κατηγορίες τους ανθρώπους. Γνωρίζει ο ψυχολόγος τι περίπου προσδοκά στην συνεδρία να ακούσει ο επισκέπτης του, για να δικαιωθεί και να ικανοποιηθεί ο εγωισμός του. Κρατά σημειώσεις για να υπάρχει και συνέχεια. Αυτός την δουλειά του κάνει, διότι ζούμε σε μια καταναλωτική κοινωνία που περισσεύει το χρήμα, και δημιουργηθήκαν νέα επαγγέλματα.
Άγνωστη η ειδικότητα του συμβούλου γάμου μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ήρθε και στην Ελλάδα αυτή η συνήθεια μαζί με άλλες. Καταφεύγουν τα ζευγάρια για να σώσουν τον γάμο τους υποτίθεται, και επειδή δεν είναι δυνατόν να δικαιωθούν και οι δύο ο χωρισμός είναι αναπόφευκτος
Δεν αναφέρομαι σε άτομα απρόβλεπτα, διότι αυτά χρήζουν ψυχιατρικής περιθάλψεως και ενδεχομένως εγκλεισμού σε θεραπευτήρια. Αναφέρομαι στην πλειονότητα εκείνη, που ενώ, ο Ναός είναι δίπλα τους, γυρεύουν αλλού ηρεμία.
Είναι πολύ sic να έχεις ψυχολόγο και πολύ banal αν έχεις πνευματικό. Ο πρώτος έχει γραφείο, σαλόνια και γραμματεία που κλείνει τα ραντεβού Είναι δείγμα της κοινωνικής μου καταξίωσης, που τον πληρώνω και αν δεν με ικανοποιήσει βρίσκω άλλον. Ο δεύτερος σε ταπεινό εξομολογητήριο, με επιτιμά συνέχεια και μου σπάει τον «τσαμπουκά», αυτόν τον έρημο τον εγωισμό μου. Δεν υπολογίζει, ούτε την κοινωνική μου θέση, ούτε την οικονομική μου ευρωστία και δεν μου κλείνει το ραντεβού, αλλά με βάζει να περιμένω την σειρά μου.
Το δίλημμα δεν είναι δύσκολο, από την μία περιμένει η δικαίωση και η ικανοποίηση του, εγώ είμαι, το καλαμοκαβαλίκεμα και από την άλλη η σωτηρία της ψυχής μου και η αιώνια ζωή. Τι να διαλέξω;

Αχ αυτό το μελτεμάκι.

Ιούλιος μήνας είναι κατακαλόκαιρο, με τις θερμοκρασίες στα ύψη. Εδώ στο Αιγαίο στα νησιά μας, βρίσκουν δροσιά και ανάπαυλα πολλοί άνθρωποι, από όλα τα μέρη του κόσμου. Τι γίνεται όμως όταν αρχίσουν τα μελτέμια; Από όσα διαβάζουμε, τα περιμένουμε συνήθως τον Αύγουστο, αν έρθουν νωρίτερα χαλάνε τις διακοπές μας.
Ένα τέτοιο μελτέμι είχαμε και χθες. Ο αέρας δυνάμωσε, η θάλασσα φούσκωσε και μας έστειλε το κύμα της. Τι κουβαλούσε όμως αυτό το κύμα; Και η καταγάλανη μέχρι χθες παραλία, γέμισε από φύκια σκουπίδια και άλλες σαβούρες. Εμείς που ζούμε δίπλα της, ξέρουμε πως το φαινόμενο είναι παροδικό, αύριο θα ξαναφυσήσει και θα τα πάρει πίσω.
Ο παραθεριστής όμως χάνει την διάθεση του, θέλει οπωσδήποτε να κολυμπήσει, μελαγχολεί και καταφεύγει στις πισίνες, που έχουν κατακτήσει ακόμα και τα νησιά. Βλέπομε παραθαλάσσια ξενοδοχεία να διαθέτουν πισίνα με νερό χλωριωμένο.Κάπως έτσι λοιπόν είναι και οι λογισμοί μας, πάνε και έρχονται, και μια στιγμή είμαστε κατακάθαροι και ευτυχισμένοι, και με ένα μελτεμάκι αναπάντεχο μας φέρνει την κατήφεια και τον μαρασμό. Με λίγη υπομονή είναι σίγουρο πως θα ξαναφτιάξει η διάθεση μας, αλλά με βιασύνη, από τον εγωισμό μας, καταφεύγουμε σε αλλότριες σκέψεις, και ζητάμε την ηρεμία και την ευτυχία σε υποκατάστατα.
Η θάλασσα με την απεραντοσύνη της χωνεύει πάρα πολλά απορρίμματα και απόβλητα, με τον αργό και διαρκή κυματισμό της και αυτό-καθαρίζεται. Έτσι και ο νους του ανθρώπου, έχει την δυνατότητα να μένει νηφάλιος, αν μελετά και δεν βιάζεται.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Παροικία

Συνέχεια από το προηγούμενο θέμα την ξενιτιάς, είναι το κείμενο αυτό που ακολουθεί, δεν θα υπήρχε αν στο μεταξύ και εντελώς τυχαία δεν έβρισκα ένα βιντεάκι με την Αμπέτειο Σχολή του Καΐρου.
Σύμφωνα με το λεξικό του Φυτράκη η λέξη παροικία σημαίνει (κοινότητα ομοεθνών σε ξένη χώρα). Τέτοιες παροικίες οι Έλληνες έχουν σε πολλά μέρη του κόσμου, δεν είναι δε υπερβολή, να πούμε ότι στο εξωτερικό υπάρχει μια άλλη Ελλάδα. Δημιουργικοί και δραστήριοι από την φύση τους οι Έλληνες, όπου βρεθήκαν από τις πρώτες φροντίδες τους ήταν η οικοδόμηση Ναού και σχολείου.
Για να μην μακρηγορώ, θα σταθώ μόνο στην Ελληνικά παροικία του Καΐρου όπως την θυμάμαι από τα παιδικά χρόνια.
Στα μισά της δεκαετίας του 1960, ο επαναπατρισμός των Ελλήνων συνεχίζονταν, μετά τους Εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των γηγενών, η Αμπέτειος Σχολή είχε περίπου 550 μαθητές, διέθετε 4 λεωφορεία, που μάζευαν τα παιδιά με δύο δρομολόγια κάθε πρωί, και το μεσημέρι τα επέστρεφαν μετά το συσσίτιο. Διευθυντής ο Θεοδόσιος Κονάς. Λυπήθηκα όταν έμαθα πως τώρα στεγάζεται στο Σπετσαροπούλειο με ελάχιστους μαθητές. Τότε ήταν ορφανοτροφείο, που φιλοξένησε και μένα. Λειτουργούσαν ακόμα η Αχιλοπούλειος σχολή παρθεναγωγείο (μόνο κορίτσια) και η Ξενάκειος Επαγγελματική Σχολή με ημερήσια και νυχτερινά τμήματα.
Ο προσκοπισμός ανθούσε με τρείς τοπικές Εφορίες, Μέμφιδος, Νείλου για ναυτοπροσκόπους, και Ηλιουπόλεως, για αεροπροσκόπους. Ανιχνευτές για μεγαλύτερα παιδιά, και λυκόπουλα για μικρότερα. Και Σώμα Ελλήνων Οδηγών για τα κορίτσια και για τα μικρά, τα πουλάκια. Όλα αυτά υπό την Περιφερειακή Εφορία με αρχηγό τον Ιωάννη Λιούφη.
Ημερήσια εφημερίδα ήταν το ΦΩΣ και η Αλεξανδρινή ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ.
Ο Άγιος Νικόλαος πατριαρχικός ναός, ο Άγιος Κωνσταντίνος κοινοτικός Ναός, οι Άγιοι Ανάργυροι, αλλά και ο Άγιος Γεώργιος μοναστήρι στο παλαιό Κάϊρο, με το κοιμητήριο των ορθοδόξων, μάζευαν κάθε Κυριακή και σχόλη, τους αποδήμους Έλληνες. Υπήρχαν και άλλοι ναοί, αλλά υπολειτουργούσαν.
Ναυτικός όμιλος, ΟΧΑΝ Ορθόδοξος Χριστιανική Αδελφότης Νέων, ποδοσφαιρική ομάδα, ομάδες Μπάσκετ και πρωτάθλημα. Τουρνουά και συναγωνισμός με την Αρμένικη παροικία. Και άλλα που στο βάθος του χρόνου χάνονται.
Συγκίνηση και νοσταλγία ένοιωσα με αυτό το βίντεο, γι αυτό και το ανάρτησα. Θα βάλω εδώ και τις διευθύνσεις που ίσως θα ήθελε κανείς από τους αναγνώστες να επισκεφτεί.
http://www.ambetios.gr/
http://www.syllogosellinonkairoy.blogspot.com/
http://www.suezpt.gr/
Είναι σελίδες που αφορούν του Αγυπτιώτες, αλλά όχι μόνο και αποκλειστικά.
Τα αυτονόητα τελικά δεν είναι αυτονόητα.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

ΞΕΝΙΤΙΑ

Καλοκαίρι και ο τουρισμός είναι στις δόξες του. Άνθρωποι από όλο τον κόσμο ταξιδεύουν να γνωρίσουν κι’ άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους.
Ταξιδεύουν για διασκέδαση, αλλά όχι όλοι. Αυτό ισχύει εκεί που υπάρχει οικονομική άνεση, εκεί που χορτάσανε ψωμί τα παιδιά, και έχουνε δεύτερο ζευγάρι παπούτσια να φορέσουν. Σε άλλους τόπους δεν ισχύουν οι ίδιοι κανόνες, εδώ υπάρχουν πόλεμοι, ακαταστασίες, φτώχεια, πείνα και προσφυγιά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ταξιδεύουν για διασκέδαση, όμως κάνουν τα μεγαλύτερα και πλέον επικίνδυνα ταξίδια, αφήνοντας πίσω πρόσωπα αγαπημένα, με την ελπίδα πως κάποτε θα ξανανταμώσουν.
Η πατρίδα μας γέμισε τα τελευταία χρόνια από τέτοιους ανθρώπους, που από ανάγκη για επιβίωση φτάσανε έως εδώ. Είναι διαφόρων εθνοτήτων και προσπαθούν να ενσωματωθούν στην δική μας κοινωνία. Βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εδώ, διότι, πριν από αρκετά χρόνια, έφυγαν δικοί μας μετανάστες στα πέρατα του κόσμου, αναζητώντας καλλίτερη τύχη.
Στις δεκαετίες το 50-60 αλλά και του 70 λιγότερο, σε κάθε ελληνικό σπίτι υπήρχε τουλάχιστον ένας ξενιτεμένος, δεν έχει σημασία που. Άλλος Αμερική, άλλος Αυστραλία, άλλος Γερμανία, άλλος Σουηδία άλλος Βέλγιο και πάει λέγοντας.

Μετανάστης λεγότανε τότε, για να μην τους λένε σκλάβους. Δουλέψανε σκληρά και πολλές φορές υπεράνθρωπα, για να φτιαχτούν οι χώρες που τους δέχτηκαν. Προσπάθησαν να ενσωματωθούν στις κοινωνίες αυτές, δεν τα κατάφεραν όλοι, πολλοί γύρισαν πίσω σακατεμένοι, εξαντλημένοι και άρρωστοι σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από αυτή πού είχαν φεύγοντας.
Όταν γύριζαν άρχιζε το μεγαλύτερο δράμα. Ενώ στην Αμερική ή στην Αυστραλία τον φωνάζανε (Τζων δε Γκρήκ) ο Έλληνας ας πούμε, εδώ είναι Τζων ή Γιάννης ο Αυστραλός ή Σουηδός ανάλογα που είχε πάει. Και εκεί ξένος, και εδώ το ίδιο. Δεν έχει δυο πατρίδες όπως ονειρευόταν, δεν έχει καμία. Η σύνταξη, αν υπάρχει, του εξωτερικού, και η περίθαλψη, του εσωτερικού.
Οι άλλοι που κατάφεραν να επιβιώσουν σε ξένο τόπο, προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις του. Κάνανε οικογένειες. Στείλανε τα παιδιά τους σε σχολείο, μάθανε τα παιδιά την γλώσσα του τόπου. Αν οι δυο γονείς είναι Έλληνες στο σπίτι μιλούν Ελληνικά, όμως πολλές φορές διευκρινίζουν ότι δεν καταλαβαίνουν στην τοπική γλώσσα. Τα εγγόνια πλέον γνωρίζουν μόνο λέξεις ελληνικές. Είναι Ελληνικής καταγωγής, είναι μετανάστες τρίτης γενεάς, στην ουσία δεν είναι μετανάστες. Είναι μέλη της πολυπολιτισμικής κοινωνίας μας.
Είναι άραγε μπορετό να καταλάβει κανείς το καημό του μετανάστη αν δεν τον έχει ζήση; Να καταλάβει την λαχτάρα της Κυριακής, να βρεθεί με άλλους Έλληνες στην Εκκλησία όπου υπήρχε, να μιλήσει την γλώσσα του, να μάθει νέα από την πατρίδα, να τραγουδήσει με τον Καζαντζίδη «το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό».
Η οργάνωση εορτών στις εθνικές επετείους, είναι άλλη μια ευκαιρία να σμίξουν οι πατριώτες, ντύνοντας τα παιδιά τους τσολιάδες και βλαχοπούλες και τραγουδώντας δημοτικά άσματα, να αναπαρασταίνουν την Πατρίδα.Ο χρόνος ωραιοποιεί τις καταστάσεις. Αυτοί οι πρώτοι μετανάστες είναι οι ένθερμοι νοσταλγοί της χώρας μας. Όταν έρχονται τουρίστες στον τόπος τους, τότε απογοητεύονται, κανείς δεν τους θυμάται, διότι δεν έχουν όνομα, είναι ο Αμερικάνος, ο Αυστραλός, ο Γερμανός και πάει λέγοντας.

Ο Κανέλος




Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

ΤΟΠΟ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

Η αφορμή:
«Πόσο σωστό και δίκαιο, όταν λες το "τόπο στους Νέους".
Πόσο άδικο, πόσο απάνθρωπο, όταν έρθει η ώρα να τ' ακούσεις.»

Το παραπάνω σχόλιο ενός εκλεκτού φίλου του παπά Γιάννη από την Κρήτη, με έβαλε σε συλλογισμό. Θυμήθηκα μια μαντινάδα,
τα νιάτα έχουν την ορμή
τα γηρατειά την πήρα
ίντα το κάμεις το καρφί
όντε σου λείπει η σφύρα.

Τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον στα ¨ανεπτυγμένα¨ κράτη οι γενιές αλλάζουν ανά δύο. Αιτία το ανεβασμένο βιοτικό επίπεδο που προκαλεί την μακροζωία. Πριν το τελευταίο πόλεμο, ένας πενηντάρης ήτανε γέρος και ανήμπορος. Στην δεκαετία του 70 ήταν το θέμα της ειρωνείας όταν ο πενηντάρης νεάνιζε. Θυμηθείτε το τραγούδι του Ζαμπέτα, ο πενηντάρης, και τον Κωσταντάρα, χαρακτηριστικό τύπο στις ταινίες της εποχής. Σήμερα όμως είναι ακμαίος, ψάχνει ακόμα το ταίρι του, γιατί την πρώτη ή την δεύτερη φορά ατύχησε. Ακόμα είναι, δυνατός, φιλόδοξος, δημιουργικός με προσδοκώμενο όριο ζωής τα 80 χρόνια. Τα παιδιά του είναι πάντα παιδιά επειδή αυτός είναι πάντα νέος. Και συνηθίζουν και τα παιδιά να μένουν για πάντα παιδιά να μην ωριμάζουν, να μην σοβαρεύουν και συνέχεια να σπουδάζουν, μαζεύοντας χαρτιά και διπλώματα. Και τα παιδιά αυτά κάνουν οικογένεια και δεν μπορούν να την συντηρήσουν γιατί είναι ανώριμα. Τους συντηρούν οι γονείς από αγάπη και διπλή στα εγγόνια, (του παιδιού μου το παιδί δυό φορές παιδί μου). Τα οποία θεωρούν συνήθως εαυτούς αναγεννημένους. Άμα τα εγγόνια προσκολληθούν στους παππούδες, που είναι βιολογικά αδύναμοι αλλά οικονομικά εύρωστοι, απορρίπτοντας τους γονείς τους ως ανώριμους και αδημιούργητους, τότε κάνουν «Τόπο στους νέους» παρακάμπτοντας μια γενιά.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής τη λογικής, θα το δούμε στη Βασιλική οικογένεια της Αγγλίας. Η Βασίλισσα γριά ο Διάδοχος έχει περάσει τα 60 και είναι ακόμα διάδοχος, δεν ξέρει να κάνει τον Βασιλιά γιατί μια ζωή είναι Διάδοχος. Και ο εγγονός προαλείφεται για Βασιλιάς. Και αυτό μπορεί να μην γίνει γιατί υπερισχύουν πρωτόκολλα και παραδόσεις. Στο λαό όμως πόσες επιχειρήσεις, πόσες περιουσίες, πόσες εξουσίες, πόσες δουλειές και πόσα σπίτια, δεν μεταφέρονται στα εγγόνια, παρακάμπτοντας μια γενιά;
Το συμπέρασμα είναι, πως πρέπει εγκαίρως να κάνουμε, τόπο στα νιάτα, αν θέλουμε να απολαύσουμε την ευγνωμοσύνη και την αγάπη τους. Να είμαστε δίπλα τους, λέγοντας τη γνώμη μας, εάν και όταν την ζητήσουν, χωρίς να απαιτούμε να την ακολουθήσουν.
Η αχαριστία ή η ευγνωμοσύνη του παιδιού, ξεκινά από την συμπεριφορά του γονιού.Τόπο λοιπόν στους Νέους.
Στο μπαλκονάκι του Πυθαγόρα

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Άνθρωποι και ζώα

Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών έχει οπαδούς σε πολλά και διαφορετικά πνευματικά επίπεδα. Η κοινή συνισταμένη είναι η άρνηση της ύπαρξης του Θεού. Την αποδέχονται κάποιοι επιστήμονες, την απορρίπτουν άλλοι και πάει λέγοντας. Την υποστηρίζουν όμως και απλοί αφελείς ίσως άνθρωποι, απλά για να διαφέρουν από τους πολλούς, ικανοποιώντας έτσι τον εγωισμό τους.
Ένα από αυτούς είναι και ο κυρ Μανόλης, βοσκός στο επάγγελμα. Ζει όλη την μέρα έξω στην φύση και παρατηρώντας τα ζωντανά του, έχει μάθει όσα δεν έχουν μάθει όλοι οι σπουδαγμένοι μαζί. Είναι καλός νοικοκύρης, πιστεύει στον Θεό με τον δικό του τρόπο, και τον έχει φέρει στα δικά του μέτρα. Γι’ αυτόν άνθρωποι και ζώα είναι το ίδιο πράγμα, και ας λέει ο παπάς, πως ο Θεός έκανε τον άνθρωπο με τα χέρια του, και πως του φύσηξε πνοή, ενώ τα ζώα είπε και έγιναν. Πασίχαρος ένα βράδυ, γυρίζει στο σπιτικό του από το καφενείο, είχε δει στην τηλεόραση επιστήμονες που υποστήριζαν τις απόψεις του, μιλούσαν για τα πρωτογενή θηλαστικά και την εξέλιξη τους και άλλα που δεν τα καταλάβαινε αλλά δεν είχε σημασία. Αυτό που μετρούσε ήταν η δικαίωση του και μάλιστα από την τηλεόραση. -Γυναίκα άμα μιλάω εγώ, έχω πάντα δίκιο, το είπε και η τηλεόραση για τα πρωτόγονα θηλυκά. (Δεν μπορεί καν να μεταφέρει ούτε ότι έχει ακούσει, αλλά αυτό δεν πειράζει.) Άνθρωποι και ζώα είναι ίδια. Και η κερά Μαρία η γυναίκα του από πολλά χρόνια συνηθισμένη δεν δίνει σημασία. Εκείνος επιμένει, -αυτά που ξέρω εγώ τόσα χρόνια τώρα το βρήκανε στην τηλεόραση. Η κερά Μαρία λύνει την σιωπή της με μια ερώτηση. -Δεν μου λες Μανόλη, έχεις δει κανένα ζώο αχάριστο, λίγο φαγητό του δίνεις και αυτό στο επιστρέφει με χίλιους τρόπους, ένα χάδι του κάνεις και αυτό σκλαβώνεται, είδες άντρα μου, κανέναν άνθρωπο να είναι έτσι ευγνώμων; Να του δώσεις κάτι και να πάρεις ένα ευχαριστώ; Αν μπορεί θα σου αρπάξει κι’ άλλα.
Ο κυρ Μανόλης δεν μιλά, έχει δίκιο η γυναίκα, η αχαριστία είναι ανθρώπινο γνώρισμα, άρα άνθρωποι και ζώα δεν είναι το ίδιο. Πηγαίνει για ύπνο και συλλογίζεται, πως όμως δεν το σκέφτηκα εγώ αλλά η γυναίκα, μήπως άντρας και γυναίκα είναι ίδιοι; Που θα πάει θα το βρω προτού το πουν στην τηλεόραση.

Μοναχικός

Κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού, και αργά αργά παίρνει το δρομάκι που οδηγεί στην πλατεία του χωριού, στο καφενείο. Περπατώντας ψάχνει τις τσέπες του, έχει τα τσιγάρα του; το πορτοφόλι είναι στη θέση του; ο αναπτήρας; Κάθεται στο γωνιακό, το μοναχικό τραπεζάκι και περιμένει, ξέρει πως θα ο καφετζής θα του φέρει τον καφέ όταν ευκαιρήσει, δεν βιάζεται. Έμαθε να μην βιάζεται.
Ξένος είναι εδώ ο Ξενοφών και είναι συνταξιούχος. Ζει με αναμνήσεις και θυμάται πως πάντα ξένος ήταν. Γόνος προσφυγικής οικογένειας, που μετά την καταστροφή αναζήτησε αλλού καλλίτερη μοίρα και όχι στην πατρίδα. Μετά από περιπέτειες κατάληξε η οικογένεια κάπου στην Μέση Ανατολή, και ήρθε ο άλλος πόλεμος, και όταν τέλειωσε, πάλι εμείνανε μακριά από την πατρίδα, γιατί η Ελλάδα ήτανε φτωχή και δεν έδινε ευκαιρίες.
Νεαρός ο Ξενοφών έμαθε ξένες γλώσσες, και όταν διαλύονταν οι αποικίες, κάπου στην δεκαετία του 1960, και βρέθηκε στην Αθήνα πρόσφυγας και μόνος.
Στην Αθήνα τότε υπήρχαν ακόμα αυλές, νοίκιασε μια κάμαρα σε μια συνοικιακή αυλή, και άρχισε να δουλεύει εδώ και εκεί τίμια πάντα. Έκανε αιτήσεις σε πολλές υπηρεσίες, και περίμενε πως θα ερχόταν το καλλίτερο αύριο. Κάποια μέρα προσελήφθηκε στο κάποιο υπουργείο να κάνει μεταφράσεις. Η διαγωγή του στην υπηρεσία υπήρξε υποδειγματική, δεν παραπονέθηκε ποτέ για τον φόρτο της εργασίας, ούτε για τον πενιχρό μισθό του, του αρκούσε που ήταν δημόσιος υπάλληλος με εξασφαλισμένο μέλλον. Για συνδικαλισμό ποτέ δεν έκαμε την παραμικρά νύξη, μην τυχόν και το φακελώσουν. Του άρεσε η μελέτη και όποτε μπορούσε πήγαινε στην δημόσια βιβλιοθήκη. Δεν ξόδευε παρά μόνο για τα απαραίτητα.
Κλειστός τύπος, χωρίς παρέες, όταν η νοικοκυρά του έκανε κάνα δυο φορές προξενιά, τα απέρριψε ασυζήτητη, περίμενε τον μεγάλο έρωτα που δεν ήρθε ποτέ. Η διασκέδαση άγνωστη κατάσταση γι’ αυτόν, τα χρήματα που θα κόστιζε αποταμιευόντουσαν, για την μεγάλη επένδυση, που δεν έγινε ποτέ. Περνώντας τα χρόνια η Αθήνα γεμίζει πολυκατοικίες, και ο Ξενοφών βολεύεται σε ένα ημιυπόγειο, μέχρι να αποκτήσει το ανάκτορο που δεν επήρε ποτέ.
Έφτασε η σύνταξη, επήρε το εφ’ άπαξ, και τότε συνειδητοποίησε πως η ζωή του πέρασε χωρίς να κάνει τίποτα. Απλά ήτανε ένας καλός υπάλληλος και νομοταγής πολίτης.
Κάπου διάβασε πως ποτέ δεν είναι αργά και αποφάσισε να γίνει αγρότης. Όχι για να ζήσει, έχει την σύνταξη του, απλά, για να μην τεμπελιάζει όλη μέρα, για να μαγειρεύει με αγνά χωριάτικα προϊόντα. Έκανε το μεγάλο άλμα,, και ξόδεψε το εφ’ άπαξ και όλες τις οικονομίες του, για να πάρει ένα σπίτι στο χωριό με αυλή, και έβαλε ντομάτες και κολοκύθια και άλλα ζαρζαβατικά. Έτσι βρέθηκε στο καφενείο σήμερα, που θα φέρει τις συντάξεις ο ταχυδρόμος, να πληρωθεί και να πάρει καφέ να ψήνει, μέχρι τον άλλο μήνα πάλι, που θα του τον φτιάξει πάλι ο καφετζής.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Εάν και εφ’όσον.

Μετά από πολλά χρόνια ξαναείδα χθες μια ταινία, από εκείνες που στην εποχή τους χαρακτηριζόντουσαν υπερπαραγωγές. Τότε υπήρχαν αίθουσες κινηματογραφικές, που προγραμματιζόμασταν για να παραβρεθούμε στην προβολή, φορούσαμε το κουστούμι μας, γυαλίζαμε τα παπούτσια μας, και ομαδικά παρακολουθούσαμε τα τεκταινόμενα στην οθόνη. Σήμερα αυτή η αίσθηση χάθηκε, υποβαθμίστηκε αυτή η διασκέδαση, αφού μπορείς να βλέπεις τέτοιες παραγωγές, στο καναπέ με τις παντόφλες ή ακόμα και στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, εργαλείο υποτίθεται του γραφείου για παραγωγική εργασία. Έτος 1971 και τίτλος ο Παπαφλέσσας. Γνωστή η ιστορία του ήρωα, δεν θα ασχοληθώ με αυτή καθαυτή, αλλά με την διαχρονικά ίδια αντίδραση του Έλληνα πολιτικού.
Στην σύναξη λοιπόν, που γίνεται για να πείσουν το πρίγκιπα Υψηλάντη, να αναλάβει την ηγεσία, αυτός αγορεύει και λέει: αν μεν αυτό ….. αν δε εκείνο… και ξανά αν μεν και αν δε, και πάει λέγοντας, ο ήρωας μας αντιδρά οργισμένα, όχι πια αν δε και αν μεν καιρός για δράση καιρός για αποφάσεις, είναι βλέπεις αυτός που δεν αποφασίζει θα έλεγα με τα σημερινά δεδομένα αντιπολίτευση.
Κατά την διάρκεια του αγώνα, σε ένα σπίτι που συνεδριάζουν οι επικεφαλείς, μπαίνει ο Τούρκος και όλοι μαζί υποκρίνονται πως τάχα θα γίνει βάπτιση και μαζευτήκαν. Η εκμετάλλευση και η κοροϊδία της πίστης, για λόγους εθνικού συμφέροντος.
Περνά ο καιρός, κάνει ο Ρωμιός κράτος, γεμίζουν οι φυλακές αγωνιστές, και ο Παπαφλέσσας είναι Μινήστρος, (υπουργός). Επιπλήττει τον γραμματέα του για μια απάντηση σε επιστολή, Όχι, Όχι, έτσι διαόλου καλαμαρά, θα προτάξεις, εάν και εφ’ όσον, διότι το εάν και εφ’ όσον αύριο το γυρίζεις, και σημαίνει τα ανάποδα. Ο γραμματέας απλώνει το χέρι να πάρει πίσω τη επιστολή, και ο Μινήστρος τον βλέπει καχύποπτα. –Είσαι μαζί μου άραγε- και ο καλαμαράς φοβισμένα –Εσύ θα πρέπει να το ξέρεις Μινήστρο- με το σαρδόνιο χαμόγελο που πάντα χαρακτηρίζει τους πολιτικούς αποφαίνεται –τ’άμαθες τα υπουργικά τερτίπια διαόλου καλαμαρά-.
Πόσο καλλίτερος θα ήταν ο κόσμος αν δεν ξέραμε τα υπουργικά τερτίπια, αν δεν λέγαμε ΕΑΝ και ΕΦ’ ΟΣΟΝ. Αν ήμασταν ειλικρινείς στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, από όποιο πόστο και να βρισκόμαστε, και ήμασταν αυθεντικοί στην συμπεριφορά μας και κρατούσαμε τη εντολή:
Μτ Ε-37 ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Το μελτέμι

Το σημερινό μελτέμι με έκαμε να παρατηρήσω πιο επισταμένα την θάλασσα, την οποία κάθε μέρα χαιρετάω πρωί και βράδυ επειδή είμαστε γείτονες. Πάνω από τα βραχάκια που είναι κτισμένο το κατάλυμα μου, βλέπω κάθε πρωί τον ήλιο να βγαίνει από την μια άκρη, και το βράδυ να φεύγει από την άλλη. Την απεραντοσύνη της θαυμάζω, και δοξάζω τον Δημιουργό.
Σήμερα όμως το μελτέμι με έβαλε σε σκέψη, παρατήρησα πως στα εκατομμύρια κύματα, κανένα δεν μοιάζει με το άλλο. Καθένα έχει τον δικό του παλμό, το δικό του ύψος, την δική του χάρη και όλα μαζί με την σειρά χτυπάνε τα βραχάκια σβήνονται, χάνονται και νέα δημιουργούνται. Ασυναίσθητα ο νους μου πήγε στον μεγάλο ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που με οίστρο περιέγραψε το κύμα και το βράχο, στο πασίγνωστο ποίημα του «μέριασε βράχε να διαβώ», μια αλληγορία με τον έλληνα ραγιά και τον τούρκο αφέντη.
Θάλασσα ο Έλληνας, πήγαινε και ερχόταν, μέχρι που έφαγε τα σωθικά του βράχου, Τούρκου και ελευθερώθηκε. Πραγματική θάλασσα ο Έλληνας, ο καθένας με το δικό του παλμό, με την δική του χάρη, με την δική μοναδική προσωπικότητα που δεν αντιγράφεται και δεν επαναλαμβάνεται. Επιτυχημένη στο έπακρο η αλληγορία, διότι ο καθένας προσπαθεί με τις δυνάμεις του, να γκρεμίσει τον βράχο, και να επικρατήσει η θάλασσα.
Ως εδώ καλά. Μετά όμως, τα κάνε θάλασσα. Την ελευθερία την διαδέχθηκε η φιλοδοξία και αντιπαράθεση και γέμισαν οι φυλακές αγωνιστές, σαν το νερό κάθισε που στα λακκάκια του βράχου και εξατμίστηκε ή γίνηκε αλάτι.
Τα χρόνια πέρασαν έγινε η Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Ως εδώ καλά. Μετά όμως, τα κάνε θάλασσα και την μεγάλη Ελλάδα διαδέχθηκε ο διχασμός και η καταστροφή.
Ήρθε και ο άλλος μεγάλος πόλεμος, και όσο υπήρχε βράχος, η Γερμανική κατοχή, τον κτυπούσανε τα κύματα να πέσει, και όταν έπεσε ο βράχος και τελείωσε ο πόλεμος, τα ξανά κάνε θάλασσα και άρχισε ο διαχωρισμός ανάμεσα στους Έλληνες, και γέμισαν τα ξερονήσια.

Που με πήγε σήμερα ο λογισμός; Γιατί ο Έλληνας να μην ομονοεί ποτέ; Γιατί να είναι τόσο ισχυρογνώμον; Γιατί να μοιάζει τόσο με την θάλασσα ο ρωμιός;

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

ΔΕΞΙΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

Στην Εκκλησία του μικρού χωριού, η κηδεία μόλις είχε τελείωσε, σηκώσανε την νεκρή και την πηγαίνουν στο κοιμητήριο να την θάψουν, και το σούσουρο εκείνων που ακολουθούν το φέρετρο θεριεύει. Μια απορία κοινή για όλους, τι θα γίνει τ’ ορφανό; Είναι δεν είναι δώδεκα χρονών, αλάνι, ανυπάκουο, ατίθασο, αλητάκι, γιατί είναι μπάσταρδο. Κανένας δεν το θέλει στο σπιτικό του μήπως χαλάσει τα δικά του παιδιά.
Μετά την ταφή αντί για λόγια παρηγοριάς εκφράζουν την συμπάθια τους προσφέροντας στο παιδί ελεημοσύνη, την οποία εκείνο δεν την αποδέχεται.
Ο Εφημέριος του χωριού εκτελώντας και αυτός το καθήκον του, το συμβουλεύει να κατέβει στην θάλασσα στο Μοναστήρι, να μένει εκεί για να βοηθά τον Γέροντα στις δουλείες και ο Γέροντας να του μάθει γράμματα. Τα μάτια του παιδιού αστράφτουν, και τι θα κερδίσω αν μάθω γράμματα αφού δούλος θα είμαι. Ο παπάς επιμένει, δεν θέλει να φορτωθεί αυτός το ορφανό, γιατί αν δεν το κάνει θα έχει την κατακραυγή των χωριανών, και του υπόσχεται πως αν μάθει να διαβάζει θα τον πάρει δεξιό ψάλτη να το σέβονται όλοι στο χωριό και να τον υπολογίζουν.
Ο μικρός τρέχει την ίδια μέρα στο Μοναστήρι. Ο Γέροντας μόλις τον αντιλαμβάνεται σταματά την δουλειά, και με αγάπη τον υποδέχεται, το κερνάει το συνηθισμένο λουκούμι, και περιμένει να αρχίσει το ορφανό να μιλά. Εκείνο όρθιο με το κεφάλι ψηλά και με δυνατή φωνή αρχίζει να κάνει την συμφωνία. Άκου Γέροντα εγώ θα έρθω να σου δουλεύω για να με μάθεις να διαβάζω και να γίνω δεξιός ψάλτης να με σέβονται όλοι στο χωριό. Και ο Γέροντας σκύβει το κεφάλι, παιδί μου Κωνσταντή, ο μικρός εκπλήσσεται που ξέρει το όνομα του, όλοι τον φωνάζανε μπάσταρδο, άκου την δική μου συμφωνία. Η ζωή όσο σκληρή και αν είναι πρέπει να την γνωρίσεις να την παλέψεις και να την κερδίσεις, θα σου δώσω ότι έχω, θα πάς στο λιμάνι, να πάρεις ένα τελάρο με κουλούρια, και πουλώντας τα, θα ζεις και γράμματα θα μάθεις μονάχος σου όσα σου χρειάζονται.
Ο Κωνσταντής με το τελάρο τα κουλούρια γρήγορα γίνεται η μασκότ του λιμανιού, κοντά στα κουλούρια μπήκε το τυρί, αργότερα το μαντολάτο και οι σοκολάτες, και οικονομούσε και έκανε γνωριμίες με ναύτες και καπεταναίους. Κάποια μέρα του κάμαμε πρόταση ένας καπετάνιος, βλέποντας την εξυπνάδα του, και την προθυμία του να τον πάρει στο καράβι καμαρότο και αυτός αμέσως δέχτηκε και μπάρκαρε.
Η πατρίδα καλεί τον Κωνσταντή να υπηρετήσει, και όταν τελειώνει η θητεία του, θέλει να πάει πίσω στο νησί του στο χωριό, να δήξει πως το μπάσταρδο δεν χάθηκε. Όταν αποβιβάστηκε όμως, δεν είχε που να πάει και έτσι τράβηξε πάλι για το Μοναστήρι. Ο Γέροντας καθόταν στην απλωταριά, με το κομποσκοίνι στο χέρι, μόλις τον είδε σηκώθηκε να τον υποδεχθεί, εκείνος με ευγνωμοσύνη του φύλησε τα χέρια. Γέροντα τώρα μπορώ και διαβάζω, θα με κάνεις δεξιό ψάλτη; Ο Γέροντας δάκρυσε, τα χρόνια ήταν περασμένα είχε ανάγκη από υποτακτικό, όμως σηκώθηκε και με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση, Κωνσταντή κάτω είναι δεμένη η βάρκα μου με τα σύνεργα της ψαρικής, πάρε τα άντε να βγάλεις το μεροκάματο και έτσι θα σε σέβονται.
Παίρνει ο Κωνσταντής την βάρκα, και ο Γέροντας μονολογεί, τι να του μάθω, μήπως εγώ γνωρίζω γραφή και ανάγνωση, ας είναι καλά το κομποσκοίνι.
Ο Κωνσταντής την βάρκα σε λίγο καιρό την κάνει τρεχαντήρι, με τις γνωριμίες τις παλιές επεκτείνεται στις ψαραγορές, όπου με το φιλότιμο και την εργατικότητα του, γίνεται μεγάλος και τρανός, κάνει δικά του καράβια. Το χρήμα είναι άφθονο
Ξεκινά να επιστρέψει στο νησί, θέλει να δει τον Γέροντα προτού πεθάνει. Στο αεροδρόμιο πλήθος οι δημοσιογράφοι ντόπιοι και ξένοι, προσδοκούν κάτι να δηλώσει κάτι να τους πει. Εκείνος σιωπηλά προχωρεί και ακούει, οι ερωτήσεις πολλές, οι απορίες περισσότερες, από πού ξεφύτρωσε ο μπάσταρδος πως κατάφερε στην ζωή ο αγράμματος, αν είχε σπουδάσει άραγε τι θα ήτανε; Ο Κωνσταντής ξέρει την απάντηση, θα ήτανε δεξιός ψάλτης του χωριού, να τον σέβονται όλοι.

Από τον φίλο μου τον παπά Γιάννη στην Κρήτη

Όταν κάποιος σου πει, με ύφος του ΔΑΣΚΑΛΟΥ που απευθύνεται στο ΜΑΘΗΤΗ :
πως "Στον άνθρωπο η μεγαλύτερη Αρετή είναι η Υπομονή"
προσπάθησε να θυμηθέις πόσα σου χρωστάει.

πως "Στον άνθρωπο η μεγαλύτερη Αρετή είναι η Συγγνώμη"
δε θα χρειαστεί προσπάθεια για να θυμηθείς πως είναι αυτός που σε αδίκησε.

πως "Στη ζωή όλοι έχουμε Καθήκον να Δείχνουμε Κατανόηση"
άρχισε να προετοιμάζεσαι για ειδήσεις ευχάριστες γι' αυτόν και δυσάρεστες για σένα.

πως "Στη ζωή όλοι έχουμε Καθήκον να δείχνουμε Συνέπεια"
τις ειδήσεις ασφαλώς τις ξέρεις ήδη. Τώρα θα μάθεις και τις συνέπειες, αν δε δείξεις Συνέπεια.

πως "Ο καλός Χριστιανός Πρέπει να είναι Γενναιόδωρος"
προσπάθησε να μαντέψεις τι δικό σου εποφθαλμιά.

πως "Ο καλός Χριστιανός Πρέπει να είναι Ολιγαρκής"
μην προσπαθήσεις να μαντέψεις τίποτα: είναι ο εργοδότης σου.

πως "Στη ζωή, αν θες να πας μπροστά, Πρέπει να μάθεις να κάνεις συμβιβασμούς
το μάντεψες: είναι ο εφοριακός, που χρειάζεται ο Δικός σου συμβιβασμός για να πάει μπροστά Αυτός.

πως "Εγώ δε φοβάμαι τίποτα γιατί έχω μαζί μου το Θεό"
μην τον στείλεις ξέρεις πού. Θα φροντίσει γι' αυτό ο ίδιος ο Θεός.

πως "Εγώ πάντοτε προσπαθώ να βοηθώ το Συνάνθρωπό μου"
ρώτησέ τον, με πόσα τοις εκατό την Εβδομάδα "βοηθάει" το Συνάνθρωπό του;

πως "Εγώ με την Τιμιότητα έφτιαξα αυτή την τεράστια περιουσία" θυμήσου να ρωτήσεις :
με την Τιμιότητα Πόσων;;

πως "Στη ζωή Μόνο οι Τίμιοι πάνε μπροστά"
Αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από τον πατέρα σου. προσπάθησε να κάνεις πως δε βλέπεις το πικρό (ή το σαρδόνιο) χαμόγελο της Μάνας σου.
Όταν όμως, βρεθεί και κάποιος να σου πει, χωρίς Καθόλου ύφος, μόνο με Απέραντη πικρία πως "Στη ζωή ΜΟΝΟ οι Τίμιοι ΔΕΝ πάνε μπροστά"μην ξεχάσεις να βγάλεις το καπέλο σου πριν διαφωνήσεις.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟΝ

Νέος με όρεξη και ζήλο μόλις έχει πάρει το πτυχίο του. Σπούδασε κουράστηκε, ξενύχτισε, μελέτησε, αγωνίστηκε, εξετάστηκε, κρίθηκε και τώρα είναι επιστήμων της θεολογίας. Γνώστης τώρα των δογμάτων, των πατερικών και όχι μόνο απόψεων, δηλώνει θεολόγος.
Ξεχνά πως η εκκλησία τον τίτλο αυτόν τον έδωσε σε τρείς μονάχα αγίους, το Ιωάννη, τον Γρηγόριο και τον Συμεών τον νέο Θεολόγο. Του ξεφεύγει μία λεπτομέρεια, η θεολογία δεν είναι επιστήμη είναι εμπειρία και βίωση.
Με το ζήλο του αρχαρίου είναι έτοιμος για τους μεγάλους και δύσκολους αγώνες, να κηρύξει, να διδάξει, να διαφωτίσει, να σώσει από την πλάνη όσους μπορεί και τελικά να βρει μια θέση στον παράδεισο. Γρήγορα απογοητεύεται διότι διαπιστώνει πως την συμπάθια από τους γύρω γίνεται ανοχή και αργότερα ειρωνεία για την εμμονή του. Η σκέψη του, τον βασανίζει «μα καλά κανένας δεν θέλει να σωθεί;» και αναρωτιέται πως άραγε θα σωθώ εγώ;
Το μοναστήρι είναι η επόμενη επιλογή, εκεί θα επιδιώξει τον απώτερο σκοπό την Θέωση όπως λέει και ο Κλίμης ο Αλεξανδρεύς. Άλλη απογοήτευση εδώ, κανείς δεν του κάνει υπακοή κανείς δεν τον παραδέχεται. Αυτόν που ξέρει την φιλοκαλία και τα γεροντικά απέξω και ανακατωτά, δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά. Με αγάπη και φρόνηση οι γέροντες τον ετοιμάζουν, εκείνος δεν καταλαβαίνει και βιάζεται. Αυτός με το λογισμό του ξέχασε την Θέωση και έφτασε στην αποθέωση του εγωισμού του.
Ο καιρός περνά, το μοναστήρι δεν τον χωρά, οι Αδελφοί, του φαίνονται ράθυμοι, κάτι πρέπει να κάνει. Στη έρημο, με τους ασκητές, εκεί είναι η θέση μου, εκεί θα ρωτήσω, θα μάθω και θα εφαρμόσω. Στο δρόμο συνειδητοποιεί για πρώτη φορά πως θα ρωτήσει, άρα δεν θα είναι αυτός ο δάσκαλος, πως πρέπει να ταπεινωθεί για να μάθει.
Στην έρημο όμως οι γεροντάδες δεν παίρνουν εύκολα υποτακτικούς, ο μόνος που τον δέχεται είναι ένας γέρος ανήμπορος κοντά στον θάνατο. Εκεί υποτάσσεται και κάνει υπακοή, δεν διδάσκει πλέον, άλλωστε ποιος θα τον ακούσει; Ταπεινώνεται και ρωτά Γέροντα πως θα φθάσω στη Θέωση και η απάντηση του Γέροντα είναι δύο λέξεις, «φύλαξε το παραμικρόν». Μετά λίγες μέρες κοιμήθηκε ο Γέροντας και του έμεινε παρακαταθήκη εκείνη η ρύση «φύλαξε το παραμικρόν». Τα χρόνια πέρασαν, αυτός εκεί στο κελί συνεχίζει να ασκείται και να ρωτάει όσους γεροντάδες περνούσαν να τον δούνε, τι σημαίνει «φύλαξε το παραμικρόν».
Κάποτε απογοητεύεται και αποφασίζει να γυρίσει πίσω στον κόσμο, να ψάξει στις βιβλιοθήκες, να βρει την απάντηση, θυμάται πως είναι θεολόγος, δεν μπορεί, δεν γίνεται να μην ξέρει. Ετοίμασε τα λιγοστά πράγματα του, ήρθε ο αγωγιάτης με το μουλάρι να τα φορτώσει, και με περιέργεια τον ρωτάει που θα πάει; Ο θεολόγος απαντά, πρέπει να βρω μιαν απάντηση για το τι σημαίνει «φύλαξε το παραμικρόν».Και ο απλός ανθρωπάκος του λέει, σημαίνει τα εξής: φάγε τόσο που μην χορτάσεις, πιες τόσο που να μην ξεδιψάσεις, κοιμήσου τόσο που να μην αναπαυθείς. Και ο θεολόγος συνέχισε δεν μπορείς να φτάσεις την Θέωση, με τον εγωισμό σου, χάρη στην δίνει ο Θεός όταν Εκείνος κρίνει, και όταν φτάσεις «φύλαξε το παραμικρόν» μην τυχόν και φθάσεις την ύβρη και την οίηση, και σε καταλάβει ο διάβολος. Ξεφόρτωσε ξανά τα πράγματα, και συνέχισε με στο κελί του να φυλάει το παραμικρόν.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Βίβλος Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου

Περὶ δὲ τῶν παθῶν, δουλαγωγῆσαι ὀφείλει τὶς τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐν τῇ ἐνδείᾳ καὶ θλίψει κατὰ τὸ δυνατόν. Τὸ ἐπισκέπτεσθαι τὸν ἀδελφόν, καλόν ἐστι, τὸ δὲ ἀργολογῆσε , σαπρόν ἐστι, εἰς δοκιμὴν φέρει σὲ τὸ πράγμα.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Είμαι και φαίνομαι στο πάζλ

Αυτός που είμαι, είμαι, και πρέπει να προσπαθώ να βελτιωθώ προς όφελος δικό μου.
Όμως νομίζω πως είμαι το κάτι άλλο, είμαι σπουδαιότερος από ότι μου αναγνωρίζουν οι άλλοι, ξέρω ποιο πολλά και από τους ειδικούς σε κάθε θέμα, είμαι δικαιότερος ευσπλαχνικότερος από τους δικάζοντες. Ξέρω να διοικώ και να κυβερνώ σοφότερα από αυτούς που ψηφίζονται από τους πολλούς για αυτήν τη διακονία. Διδάσκω και νουθετώ τους πάντες, ακόμα και όταν αυτοί δεν το θέλουν, επειδή εγώ γνωρίζω τα πάντα και τελικά είμαι αυτός που δεν επιδέχεται βελτίωση διότι αγγίζω την τελειότητα.
Μου διαφεύγει μια λεπτομέρεια. Η κοινωνία είναι ένα πάζλ, και εγώ ένα κομματάκι αυτής της κοινωνίας που η θέση είναι καθορισμένη μέσα στο σύνολο, ακόμα και γωνία να είμαι, συνολικά υπάρχουν τέσσαρες.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Ανασυστάθηκε η παράδοση, ήρθε το έθιμο, χάθηκε το ήθος

Ήθη και έθιμα δύο λέξεις που σπάνια αποχωρίζονται η μία της άλλης μας δίνουν κατά κάποιο τρόπο την έννοια της παράδοσης. Η παράδοση τώρα λέξη παρεξηγημένη ταυτίζεται με την προσκόλληση σε κάποιες συμπεριφορές. Όμως δεν είναι έτσι, η παράδοση εξελίσσεται και αυτή, μαζί με την πάροδο του χρόνου, έχοντας σταθερά κάποια σημεία αναφοράς της εκκίνησης της, χωρίς να αποκόπτετε από τα ήθη και τα έθιμα.
Αυτήν την παράδοση λοιπόν, κάνανε σημαία στην εποχή μας κάποιοι πολιτιστικοί σύλλογοι, κυρίως των ξενιτεμένων, ωραιοποιώντας τις αναμνήσεις των μελών τους, για να έχουνε λόγο ύπαρξης και γέφυρα με τον τόπο καταγωγής τους. Και επανέρχονται κάθε καλοκαίρι, στα νησιά και στα χωριά τους, για να αναβιώσουν και να διδάξουν ήθη, έθιμα και παράδοση, σε αυτούς που δεν πάψανε να τα βιώνουν.
Θα σταθώ σε μία παράδοση μόνο, αυτή της γιορτής. Τα πανηγύρια στο νησί είναι πολλά, όχι μόνο τα καλοκαιρινά μα και τα χειμερινά. Πως μετριέται η επιτυχία ενός πανηγυριού; Η απάντηση είναι με την ποσότητα της γιορτής που μοιράστηκε. Δυστυχώς.
Γιορτή είναι ένα έδεσμα που παρασκευάζεται από κρέας και σιτάρι, κυρίως, και με διάφορες άλλες παραλλαγές, προσφέρεται δε, στους πανηγυρίζοντας δωρεάν. Είναι απότοκος της λεγόμενης αγάπης των πρώτων Χριστιανικών χρόνων.
Το τελευταίο αιώνα και μετά την καταστροφή, γέμισε ο τόπος πρόσφυγες κυνηγημένους, ταλαιπωρημένους και πεινασμένους. Θέλοντας κλήρος και λαός να βοηθήσουν χωρίς να ταπεινώσουν τους καταπονημένους πρόσφεραν ένα πιάτο φαΐ μετά την λειτουργία. Αυτός είναι ο λόγος που το συγκεκριμένο έδεσμα, δεν έχει όνομα, λέγεται απλά γιορτή, διότι όπου υπήρχε εορτή και πανηγύρι προσφέρονταν δωρεάν και πήγαινε ο λαός να φάει.
Σήμερα, διαφημίζεται το τάδε πανηγύρι πως θα υπάρχει γιορτή, για να πάει ο «κόσμος». Ποιός όμως «κόσμος»; Εκείνος που δεν ξέρει καν τι είναι το ορθρινό Ευαγγέλιο, περιμένει όμως την τρίτη καμπάνα της δοξολογίας για να ξεκινήσει από το σπίτι να προλάβει την γιορτή. Το αποτέλεσμα είναι μπροστά στο καζάνι να γίνεται χαμός, το σπρώξιμο και ο καυγάς γίνανε και αυτά παράδοση μπροστά στο καζάνι. Άνθρωποι κάθε ηλικίας φεύγοντας, έχουν πάρει πολλαπλάσια ποσότητα, από ότι τους χρειάζεται, και στο τέλος την πετάνε στα σκυλιά και τις κότες.
Εδώ εντοπίζεται το ατόπημα, αφού δεν πεινάς γιατί τρέχεις έτσι; Αυτό το πιάτο φαγητού δεν είναι δικό σου, είναι του άπορου, είναι του άστεγου, είναι του άνεργου, είναι του ανήμπορου, είναι του οικονομικού πρόσφυγα, που αν το είχε στην πατρίδα δεν θα ήταν εδώ.
Ανασυστάθηκε η παράδοση, ήρθε το έθιμο, χάθηκε το ήθος.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Ταπεινοί και περήφανοι

Γεράνια και πικροδάφνες δυο ταπεινά λουλούδια, απαξιωμένα, και χλευασμένα. Τα πρώτα τα λένε πολλές φορές βρωμοσαρδέλες και τα δεύτερα περιπαικτικά σφάκες, διότι εξ αιτίας της πίκρας τους ούτε τα κατσίκια δεν τις τρώνε. Κι όμως από κανένα κήπο δεν λείπουν; Παντού υπάρχουν διότι είναι ευκολόφυτα, και γρήγορα αποδίδουν τα άνθη τους που μπορεί να μην έχουν άρωμα, έχουν όμως χάρη και ζωντάνια όλο τον χρόνο. Στο αντίθετο στρατόπεδο θα βρούμε τα τριαντάφυλλα και τα καλάμια αρωματικά τα πρώτα και περήφανα τα δεύτερα, απαιτητικά τα πρώτα ψηλά και άχαρος φράχτης τα δεύτερα.
Σε μοιάζουν με τους ανθρώπους άραγε, μήπως το πρώτο ζευγάρι είναι οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι μεροκαματιάρηδες, που μέσα από την πίκρα της ζωής ανθίζουν και πολλαπλασιάζονται, και γενικά ομορφαίνουν και δίνουν νόημα στην ύπαρξη τους. Σε αντίθεση με τους άλλους τους λίγους περήφανους, αυτάρεσκους και γεμάτους αγκάθια εγωιστές, ή με την άχαρη και άκαμπτη παρουσία τους μας εμποδίζουν να δούμε το εσωτερικό του κήπου.

Βίβλος Βαρσανουφρίου καὶ Ἰωάννου

Περὶ δὲ τῆς λαλιᾶς ὅταν βλέπης σεαυτὸν θεολογοῦντα, μάθε ὅτι ἡ σιωπὴ θαυμαστοτέρα καὶ ἐνδοξοτέρα ἐστὶν αὐτῆς.