Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

ΞΕΝΙΤΙΑ

Καλοκαίρι και ο τουρισμός είναι στις δόξες του. Άνθρωποι από όλο τον κόσμο ταξιδεύουν να γνωρίσουν κι’ άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους.
Ταξιδεύουν για διασκέδαση, αλλά όχι όλοι. Αυτό ισχύει εκεί που υπάρχει οικονομική άνεση, εκεί που χορτάσανε ψωμί τα παιδιά, και έχουνε δεύτερο ζευγάρι παπούτσια να φορέσουν. Σε άλλους τόπους δεν ισχύουν οι ίδιοι κανόνες, εδώ υπάρχουν πόλεμοι, ακαταστασίες, φτώχεια, πείνα και προσφυγιά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ταξιδεύουν για διασκέδαση, όμως κάνουν τα μεγαλύτερα και πλέον επικίνδυνα ταξίδια, αφήνοντας πίσω πρόσωπα αγαπημένα, με την ελπίδα πως κάποτε θα ξανανταμώσουν.
Η πατρίδα μας γέμισε τα τελευταία χρόνια από τέτοιους ανθρώπους, που από ανάγκη για επιβίωση φτάσανε έως εδώ. Είναι διαφόρων εθνοτήτων και προσπαθούν να ενσωματωθούν στην δική μας κοινωνία. Βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εδώ, διότι, πριν από αρκετά χρόνια, έφυγαν δικοί μας μετανάστες στα πέρατα του κόσμου, αναζητώντας καλλίτερη τύχη.
Στις δεκαετίες το 50-60 αλλά και του 70 λιγότερο, σε κάθε ελληνικό σπίτι υπήρχε τουλάχιστον ένας ξενιτεμένος, δεν έχει σημασία που. Άλλος Αμερική, άλλος Αυστραλία, άλλος Γερμανία, άλλος Σουηδία άλλος Βέλγιο και πάει λέγοντας.

Μετανάστης λεγότανε τότε, για να μην τους λένε σκλάβους. Δουλέψανε σκληρά και πολλές φορές υπεράνθρωπα, για να φτιαχτούν οι χώρες που τους δέχτηκαν. Προσπάθησαν να ενσωματωθούν στις κοινωνίες αυτές, δεν τα κατάφεραν όλοι, πολλοί γύρισαν πίσω σακατεμένοι, εξαντλημένοι και άρρωστοι σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από αυτή πού είχαν φεύγοντας.
Όταν γύριζαν άρχιζε το μεγαλύτερο δράμα. Ενώ στην Αμερική ή στην Αυστραλία τον φωνάζανε (Τζων δε Γκρήκ) ο Έλληνας ας πούμε, εδώ είναι Τζων ή Γιάννης ο Αυστραλός ή Σουηδός ανάλογα που είχε πάει. Και εκεί ξένος, και εδώ το ίδιο. Δεν έχει δυο πατρίδες όπως ονειρευόταν, δεν έχει καμία. Η σύνταξη, αν υπάρχει, του εξωτερικού, και η περίθαλψη, του εσωτερικού.
Οι άλλοι που κατάφεραν να επιβιώσουν σε ξένο τόπο, προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις του. Κάνανε οικογένειες. Στείλανε τα παιδιά τους σε σχολείο, μάθανε τα παιδιά την γλώσσα του τόπου. Αν οι δυο γονείς είναι Έλληνες στο σπίτι μιλούν Ελληνικά, όμως πολλές φορές διευκρινίζουν ότι δεν καταλαβαίνουν στην τοπική γλώσσα. Τα εγγόνια πλέον γνωρίζουν μόνο λέξεις ελληνικές. Είναι Ελληνικής καταγωγής, είναι μετανάστες τρίτης γενεάς, στην ουσία δεν είναι μετανάστες. Είναι μέλη της πολυπολιτισμικής κοινωνίας μας.
Είναι άραγε μπορετό να καταλάβει κανείς το καημό του μετανάστη αν δεν τον έχει ζήση; Να καταλάβει την λαχτάρα της Κυριακής, να βρεθεί με άλλους Έλληνες στην Εκκλησία όπου υπήρχε, να μιλήσει την γλώσσα του, να μάθει νέα από την πατρίδα, να τραγουδήσει με τον Καζαντζίδη «το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό».
Η οργάνωση εορτών στις εθνικές επετείους, είναι άλλη μια ευκαιρία να σμίξουν οι πατριώτες, ντύνοντας τα παιδιά τους τσολιάδες και βλαχοπούλες και τραγουδώντας δημοτικά άσματα, να αναπαρασταίνουν την Πατρίδα.Ο χρόνος ωραιοποιεί τις καταστάσεις. Αυτοί οι πρώτοι μετανάστες είναι οι ένθερμοι νοσταλγοί της χώρας μας. Όταν έρχονται τουρίστες στον τόπος τους, τότε απογοητεύονται, κανείς δεν τους θυμάται, διότι δεν έχουν όνομα, είναι ο Αμερικάνος, ο Αυστραλός, ο Γερμανός και πάει λέγοντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: