Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Ο Φεβράρης κι αν φλεβίσει….

Ο Φεβράρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, λέει η παροιμία, τώρα μάλιστα φτάνει και στο τέλος του, και φέτος φλέβισε καλά. Το φλέβισε έχει να κάνει με τις φλέβες του νερού που ανοίγουν και κυλάνε προς την θάλασσα.
Τα τελευταία τρία χρόνια, άνοιξε ακόμα και το Κουρουντερέ, (Τοποθεσία που σημαίνει στα τούρκικα Ξεροπόταμος). Εφέτος ξεχείλισε και το πηγάδι, σημάδι τρανό πως όλο το καλοκαίρι θα έχουμε νερό. Δώξα τω Θεώ για όλα.
Είναι όμως η περίοδος της ετοιμασίας, για το Πάσχα. Περίοδος περισυλλογής και προσευχής. Βοηθάει η φύση με το παράδειγμα της, τον άνθρωπο να αναγεννηθεί, να μαζεύει σιγά σιγά τις οποίες ζημιές, του προκαλεί ο χειμώνας, να σηκώνει το κεφάλι, και να δοξολογεί τον Δημιουργό του.
Σε αυτό το κλίμα κινούμενος κι εγώ, προσπαθώ να συνεφέρω την αυλή του Πυθαγόρα, να είναι έτοιμη να δεχθεί εκείνους που θα θελήσουν να κατεβούνε τα σκαλάκια αναζητώντας ο κάθε ένας και κάτι.
Οι τακτικοί επισκέπτες της αυλής, ίσως τρομάξουν, δεν θα την αναγνωρίσουν. Ο δύσκολος φετινός χειμώνας, με τους ισχυρούς νοτιάδες, επέβαλε σημαντικές αλλαγές. Τα δένδρα κοπήκανε και άλλαξε τελείως η όψη, βλέπεις δηλαδή από το μπαλκονάκι την θάλασσα χωρίς καμία παρεμβολή. Μόλις μπορέσω θα αναρτήσω φωτογραφίες, (πριν και μετά για σύγκριση).
Σήμερα παρά το γεγονός πως έδειχνε ο καιρός για βροχή, θέλησα να συνεχίσω την χθεσινή προσπάθεια να κόψω τα χόρτα της αυλής. Πάγια τακτική είναι να μην ραντίζω με δηλητήρια.
Η πρόοδος έχει από καιρό φτάσει και στον αγρότη. Διαθέτω έτσι ένα χορτοκοπτικό μηχάνημα. Μην φαντάζεστε κάτι σπουδαίο, είναι ηλεκτρικό του μισού ίππου. Αυτό είναι και το μοναδικό μηχάνημα που με κάνει αγρότη, τα υπόλοιπα είναι εργαλεία, για χειρώνακτες.
Με το χορτοκοπτικό λοιπόν, επεχείρησα δύο μέρες τώρα, να ξεχορταριάσω τον κήπο, σήμερα με διαλλείματα λόγω βροχής. Απλώνω λοιπόν μπαλαντέζα, προσέχω που την απλώνω, μην την πάρω σβάρνα, και έχουμε καμιά ηλεκτροπληξία, μόλις βρέξει την μαζεύω για τον ίδιο λόγο. Αυτό το μηχανάκι του μισού ίππου, με ταρακουνά ολόκληρο. Από τα μπράτσα που καταβάλουν δύναμη, να το κουμαντάρουν, μέχρι τα πόδια που κλωτσάω τα όσα μαζεύονται χώματα και χόρτα. Δεν αναφέρω την μέση για μην το παρακάνω.
Γιατί τα γράφω αυτά; Μα για έναν απλούστατο λόγο. Εάν εγώ ταλαιπωρούμαι, τόσο και αγανακτώ για έναν κήπο, μικρών διαστάσεων, με το ηλεκτρικό μηχάνημα, τι θα πρέπει να πεί εκείνος ο αγρότης που ξεχορταριάζει με το βενζινοκίνητο, εκτός τα προαναφερόμενα, να εισπνέει και το καυσαέριο που εκπέμπει, να σηκώνει το όχι ευκαταφρόνητο βάρος του, και προφυλάγετε από τις πέτρες που πετά.
Την περασμένη εβδομάδα που με συνδρομή φίλων κόπηκαν τα δένδρα, με το αλυσοπρίονο, είχα πάλι τους ίδιους συλλογισμούς. Η δουλειά αυτή πάνω στο δέντρο, πολλές φορές αιωρούμενος, να παλεύει να κόψει το δέντρο και παράλληλα να αναπνέει το καυσαέριο του εκπέμπει το αλυσοπρίονο ανακατεμένο με το πριονίδι, πόσο είναι επικίνδυνη;
Η πρόοδος που φέρανε τα μηχανήματα στον αγρότη, τον βοήθησαν μεν, αλλά του κάνανε την ζωή επισφαλή.
Πληρώνεται άραγε όσο αξίζει αυτή η ζωή; Πέρα από την καθαρά αγροτική δουλειά, πρέπει να είναι ταυτόχρονα και μηχανικός επιδιορθώνοντας τα μηχανήματα του. Αφήνω απέξω τελείως την χρήση των φυτοφαρμάκων, τα οποία πρώτα από όλους δηλητηριάζουν τον καλλιεργητή και ακολούθως εκείνους που θα καταναλώσουν το προϊόν.
Φαντάζει εύκολα να κάψεις κλαδιά, ακόμα και αυτή η δουλειά έχει τα μυστικά της, και θέλει την τεχνική της.
Πόσα ξέρει ένας αγρότης, που δεν τα φαντάζεται ο άνθρωπος της πολιτείας; Και το αντίθετο βέβαια.

Παρακαλώ πολύ τους αναγνώστες του Πυθαγόρα, που κάνουν τους αγρότες στην φάρμα του Facebook, να αρχίσουν στο μπαλκόνι τους με ένα λουλούδι σε γλάστρα την αγροτική τους ζωή.

Χρήση και κατάχρηση

Έγραφε πριν από λίγες ημέρες, ένας φίλος από τα παλιά, από τα παιδικά μας χρόνια, σχολιάζοντας την επαφή μέσω της σημερινής τεχνολογίας, το εξής χαριτωμένο. «Δώξα τω Θεώ, την εποχή μας δεν υπήρχε Internet και έτσι έκανα παιδιά και εγγόνια».
Το εκ πρώτης όψεως απλοϊκό σκεπτικό, δεν είναι καθόλου απλοϊκό. Είναι γεγονός πως η υπογεννητικότητα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα και στην πατρίδα μας. Ενώ σε άλλες χώρες ο πληθυσμός αυξάνει, στην Ευρώπη μειώνεται. Αυτός είναι και ένας λόγος που έρχονται καραβιές οι οικονομικοί μετανάστες αναζητώντας ψωμί να φάνε και κρεβάτι να κοιμηθούν.
Για την υπογεννητικότητα κατηγορούσαμε την τηλεόραση, μπροστά στη οποία χαζεύουν με τις ώρες κάποιοι συνάνθρωποι μας.
Ψάχνοντας το αντίδοτο της παθητικής τηλεθέασης, φθάσαμε στην δημιουργική ενασχόληση με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Και σχεδόν όλοι, (γράφω σχεδόν, διότι υπάρχουν ακόμα ηλικιωμένοι κυρίως ή στενόμυαλοι, που απορρίπτουν από την ζωή τους τον υπολογιστή,) ασχολούνται με το πληκτρολόγιο. Δημιουργούν όμως κάτι ή απλά σπαταλούν τον χρόνο τους;
Μια μικρή παρένθεση εδώ, πόσοι από μας γνωρίζουν, πως η μεγαλύτερη εστία μικροβίων, μετά το ακουστικό του τηλεφώνου, είναι το πληκτρολόγιο του υπολογιστή; Κλείνει η παρένθεση.
Προτείνει ο φίλος αυτός, φυτεύεστε λουλούδια αληθινά. Πόσο δίκιο έχει. Από Facebook, έχουν σταλεί χιλιάδες λουλούδια, έχουν κεραστεί εκατομμύρια ποτά, και έχουν προσφερθεί δισεκατομμύρια γλυκά, όλα ήταν άοσμα και άγευστα, ήταν εικονικά. Ζούμε σε εικονική πραγματικότητα και δεν το πήραμε χαμπάρι;
Πόσες ώρες την ημέρα, μπροστά στον υπολογιστή μας, φτιάχνουμε ενυδρεία, φάρμες, χώρες, σπίτια, και ένα σωρό άλλα πράγματα που τα ονομάσαμε ηλεκτρονικά παιχνίδια. Το παιχνίδι που παίζει κανείς μόνος του είναι χάσιμο χρόνου. Παίζοντας μπρός στην οθόνη, απομονώνεσαι τελείως από τον περίγυρο, και αυτό είναι αρρώστια. Στην τηλεόραση τουλάχιστον, έχεις μια απόσταση από την οθόνη που σου προφυλάσσει τα μάτια, και την δυνατότητα να σχολιάζεις αυτά που βλέπεις, πίνοντας και τον καφέ σου που λέει ο λόγος.
Όταν λοιπόν σε ένα σπίτι, έχει ο καθένας τον δικό του υπολογιστή, στην ουσία έχει τον δικό του κόσμο. Απρόσιτος και αμίλητος καταντάει ο άνθρωπος από την κατάχρηση αυτού του πολύ χρήσιμου εργαλείου.
Αποτέλεσμα, να μην έχουμε πλέον ανθρώπινη επαφή, να μην υπάρχουν φυσιολογικές ανθρώπινες σχέσεις. Αφού ζούμε σαν άτομα, σε μια εικονική πραγματικότητα, τέτοια είναι και οικονομία μας και η οικογένεια μας και η πατρίδα μας. Αφήνουμε αυτά τα πανανθρώπινα αγαθά για να κρυφτούμε στο καβούκι μας, έτσι ο χώρος περισσεύει, για όποιον έχει ανάγκη. Να μην διαμαρτυρόμαστε.

καθε λιμάνι και καημός

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Ο ΝΕΙΛΟΣ: Κάιρο: Η καρδιά της Αιγύπτου .

Ο ΝΕΙΛΟΣ: Κάιρο: Η καρδιά της Αιγύπτου .

Αποφθέγματα της πλάκας

Έχω την χαρά να γνωρίζω πολλούς ανθρώπους, και την ευτυχία να κάνω παρέα με μια μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων και ηλικιών. Πολλές φορές η μνήμη με προδίδει, αλλά δεν είναι η μόνη, και τα μάτια και τα πόδια πολλές φορές και πάει λέγοντας.
Άρχισα διάλογο με ένα παιδί, και μου έθεσε το ερώτημα
-αν σου κόψω τα αυτιά τι θα πάθεις;
-θα τρέξει αίμα και θα πονέσω
-άλλο, άλλο, επέμενε
-θα κουφαθώ, απήντησα με βεβαιότητα
-κουφός είσαι και τώρα, άλλο, άλλο, επέμενε πάλι
-δεν ξέρω
-δεν θα βλέπεις
-λάθος, άρπαξα την ευκαιρία, τα μάτια βλέπουν όχι τα αυτιά
-άμα σου κόψω τα αυτιά, που θα στηρίζεις τα γυαλιά, άρα δεν θα βλέπεις.
Αυτό το παιδάκι 9 με 10 χρόνων, το σκέφτηκε μόνο του; στο σχολείο το έμαθε; στην τηλεόραση το είδε; Νόμιζε πως ήταν εξαιρετικά έξυπνο, και για αυτήν την ηλικία σίγουρα είναι.
Οι μεγάλοι τώρα άνθρωποι, δεν λένε τέτοια; (ας τα πούμε λογοπαίγνια). π.χ «άκου να δείς,» να ακούσω ή να ειδώ. Άλλο παράδειγμα, είναι εκείνο που αντιμετωπίζω πολλά χρόνια, με την στέγη, στάζει. Λέμε λοιπόν «η ταράτσα τρέχει» και που έφτασε; Η ακόμα ιδιαίτερα στην Κρήτη «ακούς μια μυρουδιά», όσες φορές κι αν το προσπάθησα δεν το κατάφερα, η μυρουδιά δεν ακουγότανε.
Αυτές οι εκφράσεις όσο λάθος κι αν είναι, είναι ακίνδυνες, μπορεί μεταφορικά να βγάζουν μάτι, αλλά κακό κάνουν μόνο στην Ελληνική γλώσσα. Υπάρχουν όμως και άλλα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούνται από τέτοιους είδους εκφράσεις, όταν αυτά γίνονται απόψεις.
Λέει λοιπόν ο ασθενής, «ξέρει ο γιατρός τίποτα, αν δεν του πω, που πονάω και τι νοιώθω, δεν μου δίνει φάρμακα». Το λέει και το πιστεύει, απειθαρχεί στον γιατρό και θέλει να γιάνει, γίνεται;
Γνώρισα μια φορά, έναν γέροντα στον οποίον ο γιατρός ήταν απόλυτος, «να κρεμάσεις το τηγάνι», επιστρέφοντας στη βάση του, έλεγε και ξανάλεγε, «μωρέ ο γιατρός θέλει κρέμασμα».
Μοιάζει αυτή η κατάσταση με εκείνον τον μαθητή, που όταν τον ρώτησε ο δάσκαλος κάτι, του απάντησε «εσείς ξέρετε;» «ασφαλώς», «ε τότε τι με ρωτάτε;».
Πολλά τέτοια παραδείγματα υπάρχουν, είναι φαιδρά. Δεν είναι ακίνδυνα σε βάθος χρόνου. Φτωχαίνει η γλώσσα μας και δυσκολεύει η δυνατότητα έκφρασης. Διάβασα αυτές τις ημέρες, πως τα παιδάκια δυσκολεύονται να χρησιμοποιούν το μολύβι, ή κάνουν άσχημα και ασύμμετρα γράμματα, αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλος δεν ελέγχει απόλυτα τα μέλη του σώματος, και αυτό είναι επικίνδυνο.

Μην ανησυχείς υπάρχει το πληκτρολόγιο, ίσα ίσα γι αυτό ανησυχώ.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Κύριε, καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου

Η Μεγάλη Σαρακοστή που άρχισε από την καθαρά Δευτέρα, είναι η περίοδος κατανύξεως και προσευχής, περιμένοντας το Πάσχα. Επέλεξα την ευχή του οσίου Εφραίμ του Σύρου, που επαναλαμβάνεται πολλάκις αυτές τις ημέρες, για να προβληματιστούμε.


Κύριε, καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῶς.
Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοὶ τῶ σῶ δούλω.
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Σε ένα στοίχο περιεκτικό και συνοπτικό, αναφέρονται εκείνα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να αποβάλουμε, αργία, περιέργεια, φιλαρχία, αργολογία. Ακόμα και χαλαροί στη πίστη, αλλά νοήμονες θα πρέπει να το επιδιώκουν.
Εάν κάποιος ισχυριστεί πως δεν τον χαρακτηρίζει τίποτα από αυτά, θα πρέπει να είναι πολύ εγωιστής, και μάταια θα πάει να διαβάσει τον δεύτερο στοίχο, που ζητά να αποκτήσει σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και αγάπη. Ακόμα περισσότερο δύσκολο θα του είναι να κοιτάξει τα δικά του σφάλματα, και όχι των άλλων.
Ο εγωισμός είναι αρρώστια αθεράπευτη, με τα ανθρώπινα δεδομένα, γι’ αυτό και μας διακρίνει όλους. Ο αγώνας για να τον νικήσουμε, πρέπει να είναι αδιάκοπος, και ο Θεός βοηθός.
Εμβαθύνετε στο τρίστιχο αυτό, θα ωφεληθείτε σίγουρα.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Ο συμβιβαστής- Δυο κούτες τσιγάρα Α΄.

Για χάρη του φίλου μου Νικόλα, επειδή του άρεσαν (τα ναυάγια) θέλησα να αναπτύξω λίγο τον συμβιβαστή, εκείνον δηλαδή που μπορούσε και συμβίβαζε πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ ίδιος έμενε πάντα ασυμβίβαστος, χωρίς να τολμήσει να κάνει τον μεγάλο συμβιβασμό (να παντρευτεί). Παρεκτράπηκα και το θέμα πήγε αλλού, αλλά δεν πειράζει, άλλαξα τίτλο, το έγραψα (δυο κούτες τσιγάρα) και του το αφιερώνω.
Όπως και το προηγούμενο φαντασίες και ψέματα είναι τα γραφόμενα. Επειδή επεκτάθηκε παραπάνω από ότι υπολόγιζα (οι διάλογοι) το χώρισα σε έξι μέρη για να μην είναι κουραστικό στη ανάγνωση.

Συμβιβαστής- Δυο κούτες τσιγάρα Α

Η χρονιά που ακολούθησε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ήταν η χρονιά της μεταπολιτεύσεως το 1974. Τότε στην πρώτη ΕΣΣΟ, διακόπτοντας υποχρεωτικά την αναβολή τους, στρατεύτηκαν πολλοί νέοι. Ήταν εκείνη η σειρά, η 109 με την περισσότερη προσέλευση ανομοιογενών νέων οπλιτών.
Μια μέρα του Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, αγκομαχώντας το τραίνο ανέβαινε από την Καλαμάτα προς την Αθήνα, φορτωμένο φαντάρους που μετά τη βασική εκπαίδευση, κατευθυνόντουσαν στις μονάδες για τις οποίες είχαν επιλεγεί. Γεμάτο νέους ανθρώπους το τρένο κι’ όμως επικρατούσε μια ησυχία τρομαχτική. Αφού πέρασε και από Τρίπολη όπου φόρτωσε και άλλους, το σούρουπο έφτασε στην Αθήνα. Εκεί έγινε άλλος διαχωρισμός, ποιοι θα συνέχιζαν από τον διπλανό σταθμό Λαρίσης με το τραίνο, και ποιοι πηγαίνανε στα αυτοκίνητα για τις μονάδες της Αττικής. Λίγο αργότερα ξεκινούσε μια φάλαγγα πέντε οχημάτων με φορτίο στο καθένα 20 φαντάρους για την μονάδα των επίλεκτων, που έδρευε κοντά στην Αθήνα.
Ενώ τα αυτοκίνητα μπορούσαν να μπουν στην πλατεία του στρατοπέδου, σταμάτησαν στην πύλη. Εκεί τους περίμεναν μία αρκετά μεγάλη ομάδα από παλαιότερους φαντάρους, μαζί με υπαξιωματικούς, για την υποδοχή. Φωνές, γιουχαΐσματα, βρισιές, καρπαζιές που δεν ήξεραν από έρχονται, ήταν το καλωσόρισμα. Ο σάκος στην ανάταση, (ψηλά τα χέρια), και τρέχοντας στην ανηφόρα για την πλατεία, φωνάζοντας <ζήτω-ζήτω η επανάσταση>. Προτού καν φτάσου στην πλατεία, απόσταση περίπου 150 μέτρα σωριάστηκε κάτω ένας από τους νεοφερμένους.
Οι παλαιότεροι ούρλιαζαν Ντακότες, θα πεθάνετε, θα πήξετε, θα λιώστε. Σηκωτό τον πήγανε στο αναρρωτήριο, και μετά φάνηκε ο αξιωματικός υπηρεσίας. Μόλις εμφανίστηκε επεκράτησε σιγή. Παραταχθήκανε και άρχισε ο διαχωρισμός κατά λόχους, αμέσως μετά τους παρέδωσε κάθε ομάδα σε έναν λοχία του λόχου που ανήκαν, με την διαταγή να οδηγηθούν στο ΤΟΛ, να φάνε και να κοιμηθούν οι νέοι, αρκούσε για σήμερα ο κόπος τους.
Μετά κατευθύνθηκε στο αναρρωτήριο, με την εμφάνιση του στη πόρτα ο νοσοκόμος στάθηκε προσοχή, σπρώχνοντας τον τραυματία, ανάφερε μαλ… ο τραυματίας προσπάθησε να σταθεί προσοχή, αλλά δεν τα κατάφερνε, ξεκίνησε να αναφέρει στρατιώτης Παρασκευάς Αγησιλάου, πριν τελειώσει ξανασωριάστηκε, ειδοποίησε να έρθει ο γιατρός, διέταξε και κίνησε να φύγει, όταν είδε τα αίματα στο πόδι του Παρασκευά, πλησίασε και ξανά διέταξε, Ξάπλωσε. Ο νέος αναστενάζοντας ξάπλωσε στο κρεβάτι,
-από πού είσαι;
-από την Άμφισσα
-Είσαι ντακότα ρε;
-όχι άνθρωπος
-κάνεις πνεύμα ρε; Θα λες κύριε λοχαγέ, κατάλαβες ρε;
-μάλιστα
-μάλιστα τι, ρε μαλ….
-μάλιστα κύριε λοχαγέ.
-εδώ είμαστε μάχιμοι, αν δεν αντέχεις θα σε διώξουμε
-μάλιστα κύριε λοχαγέ
Ο γιατρός εκείνη την ώρα ήρθε, στρατεύσιμος ήταν, που έκανε το αγροτικό του και την θητεία του ταυτόχρονα, χαιρέτισε το λοχαγό και πήγε στον Παρασκευά, -για να ειδώ τι συμβαίνει; Έκοψε το παντελόνι με ψαλίδι και φάνηκε η πληγή, ένα αρκετά βαθύ τραύμα, έμοιαζε μαχαιριά ή κατσαβιδιά όπως γνωμάτευσε. Ο λοχαγός δαγκώθηκε και έφυγε.
Την επομένη μέρα στην αναφορά του τάγματος, υπήρχε ένας επιπλέον λόχος των υποψηφίων μαχητών της συγκεκριμένης μονάδας. Ο διοικητής τους καλωσόρισε λέγοντας πως οι από του 89 υποψηφίους αν κατορθώσουν να περατώσουν την εκπαίδευση τους οι 30 θα είναι ευχαριστημένος, οι άλλοι θα φεύγανε. Παράλληλα ανάφερε και το γεγονός του τραυματισμού, και ζήτησε από το δράστη να παρουσιαστεί, και επειδή δεν έβγαινε κανείς, ζήτησε όποιος τον γνωρίζει να τον αναφέρει μέχρι αύριο.
Η πρώτη ημέρα των υποψηφίων πέρασε με προσαρμογή στο περιβάλλον, να εντοπίσουν δηλαδή, που είναι τα αφοδευτήρια, τα μαγειρεία, οι σκοπιές, οι βρύσες, να μάθουν πως ποτέ δεν περπατάνε μόνο τρέχουν, πως το ΚΨΜ είναι μόνο για τους παλιούς, ένας τηλεφωνικός θάλαμος στην πλατεία είναι αποκλεισμένος γι’αυτούς, μέχρι να ονομασθούν μαχητές και να ενταχθούν κανονικά στην μονάδα, καθώς και άλλα πολλά που μοναδικό σκοπό είχαν να τους κάμψουν το ηθικό, (να ψαρώσουν).
Την επόμενη ημέρα στην αναφορά του τάγματος, στην γραμμή των αναφερόμενων, στεκότανε ένας μαχητής παλιοσειρά. Ο διοικητής μετά την καθιερωμένη ομιλία περί σωτηρίου επαναστάσεως και κουμουνιστικού κινδύνου, ήρθε στο γεγονός του τραυματισμού. -Εχθές είχαμε ένα θλιβερό επεισόδιο, διελευκάνθη με την βοήθεια του Αποστόλου, ο οποίος τιμωρείται με 20 ημέρες αυστηράς φυλακίσεως, διότι πρόδωσε τον συνάδελφο του, τρείς μήνες στέρηση εξόδου και μετά αποπομπή από την μονάδα μας, η μονάδα αυτή δεν σηκώνει τους χαφιέδες. Ο δράστης του επεισοδίου να παρουσιαστεί στο γραφείο μου μέχρι το μεσημέρι.
Πράγματι ο δράστης παρουσιάστηκε στο γραφείο του διοικητή, ανάφερε -μαχητής Γεώργιος Τζαχρήστος, δέχθηκε κάμποσες σφαλιάρες, και την εντολή να πάει στο αναρρωτήριο να βρει το τραυματία και να του ζητήσει συγχώρεση. Ο λόγος που ο διοικητής το έκανε, ήταν για να ελέγξει την αντίδραση του Παρασκευά. Όντως ο Τζαχρήστος πήγε στο αναρρωτήριο, βρήκε το τραυματία, του είπε πως εκείνος το πλήγωσε με κατσαβίδι, και πως τιμωρήθηκε αρκούντως από τον διοικητή, για να εισπράξει μια μη αναμενόμενη αντίδραση. <δεν φταις εσύ καημένε, φταίνε εκείνοι που κατάντησαν έτσι τον στρατό μας>. Με το επεισόδιο αυτό θεμελιώθηκε μια φιλία και άρχισε να δημιουργείται μια παρέα, που άντεξε αρκετά χρόνια.
Το Πάσχα πέρασε πολύ σύντομα και ήρθαν οι νέοι υπαξιωματικοί της σειρά στην μονάδα. Αυτή η υποδοχή ήταν αλλιώτικη. Χωρίς γιουχαΐσματα, ήρθαν πρωί, και παραταχθήκαν αμέσως στη πλατεία. Τους υποδέχθηκε ο υποδιοικητής, τους μίλησε για την εθνοσωτήριο επανάσταση, και τους παρέδωσε στους διμοιρίτες ΔΕΑ, να τους πάνε στους λόχους.
Σε αυτό το μπουλούκι, υπήρχε και ο Σταμάτης Κορινθίου, που είχε ονοματιστεί λοχίας. Ένας μικροκαμωμένος λεπτός νέος, έδειχνε ασθενικό άτομο, με γυαλιά, πράγμα ασυνήθιστο για την μονάδα. Αυτός στο Κέντρο της Καλαμάτας ήταν στο ίδιο διώροφο κρεβάτι με τον Παρασκευά, και είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν φιλία, είχαν κοινές ιδεολογικές ρίζες, ήταν ενάντιοι στην στρατοκρατία. Η πρώτη τους συνάντηση είχε γίνει λίγους μήνες πρωτύτερα στο πολυτεχνείο, η δεύτερη στο κέντρο νεοσυλλέκτων και τώρα ξανανταμώνουν στην μονάδα των επίλεκτων μαχητών, αυτό το γεγονός πίστευαν πως δεν είναι τυχαίο. Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν πως τοποθετήθηκαν στον ίδια διμοιρία, και όταν ο Σταμάτης ανέλαβε ομαδάρχης, είχε στην ομάδα του τον Παρασκευά.
Σε κάποια ευκαιρία, ρώτησε ο Παρασκευάς, πως κατάφερε να έρθει σε αυτήν την μονάδα, κοντά στην Αθήνα, και πόσο θα αντέξει το περιβάλλον, <μάλλον μαζί θα φύγουμε>, τόνισε. Η απάντηση του Σταμάτη ήταν λιγόλογη, δυο κούτες τσιγάρα στον στρατολόγο και το θέμα έληξε. Αυτός ήταν τότε ο στρατός.
Προτού αρχίσει το ξεσκαρτάρισμα, της μονάδας, να φύγουν δηλαδή, οι ανήμποροι στις απαιτήσεις, οι ασθενικοί και οι αντιφρονούντες, έγινε η εισβολή στην Κύπρο, κηρύχτηκε γενική επιστράτευση, έπεσε η Χούντα που κυβερνούσε, και ήρθε η μεταπολίτευση.
Η μονάδα των επιλέκτων μαχητών, εγκατέλειψε το στρατόπεδο και αναπτύχθηκε στα όρια της Ανθούσας. Εκεί υποδέχθηκε τους επίστρατους. Όπως στις περισσότερες μονάδες, έτσι και εδώ εξελίχθηκε σε φιάσκο. Υπήρχαν φαντάροι με παπούτσια αθλητικά, κάποιο άλλοι, με τα παντελόνια Μπλου τζήν, με τα ραδιοφωνάκια στο χέρι. Άλλοι σοβαροί, άλλοι προβληματισμένοι, κάποιοι χαρούμενοι που άλλαξε επιτέλους η κυβέρνηση, υπήρχε και μια μερίδα που κάνανε την πλάκα τους.
Σε αυτόν τον χαμό, έγιναν ανακατατάξεις και στο εσωτερικό του στρατοπέδου, αλλάξανε δηλαδή μεταξύ τους λοχαγοί και υπολοχαγοί, για να ξεχαστούν οι εντάσεις που πιθανόν είχαν με τους μαχητές, οι σφαλιάρες κοπήκαν, οι βρισιές ελαττώθηκαν, και κανείς δεν μιλούσε πλέον για την επανάσταση.
Ο λοχαγός διαχειριστής του υλικού ήταν ο πρώτος αξιωματικός που έφυγε από την μονάδα, γιατί είχε πουλήσει μια ποσότητα από άρβυλα, και δεν μπορούσαν να εξοπλιστούν οι επίστρατοι. Οι υπόλοιποι αξιωματικοί αγωνιούσανε για την δική τους τύχη. Οι στρατεύσιμοι και οι επίστρατοι, γνωριζόντουσαν και δημιουργούσαν καινούργιους πυρήνες. Είχαν ξεχωρίσει τους χαφιέδες και του απομόνωσαν. Φιλίες σχηματίστηκαν καινούργιες.
Με τον Αττίλα2, αναχώρησε η μονάδα για την Κύπρο, στα μισά του δρόμου άλλαξε ρότα και βρέθηκε στην Κρήτη. Στρατοπέδευσε αμέσως σε καταυλισμό. Εκεί αλλάξανε σε διάστημα είκοσι ημερών, όλοι οι αξιωματικοί εκτός από τον διοικητή. Αυτός παρέδωσε την μονάδα στο υποδιοικητή του και έφυγε. Ένα μήνα αργότερα ήρθε ο νέος επικεφαλής της μονάδος των μαχητών.
Ο Παρασκευάς εκτός από τον Σταμάτη και το Τζαγρήστο που τον φωνάζανε Γάκη, έπιασε φιλίες και με τον Δημήτρη Περιστερίνη αλλά και τον επίστρατο Παναγιώτη Δολιανό. Ο τελευταίος είχε χρήματα, και πλήρωνε συνήθως τους λογαριασμούς.
Οι επίστρατοι κάθε τόσο λιγοστεύανε, αφού απολυόντουσαν, και όταν ήρθε και η σειρά Παναγιώτη, χαιρετηθήκαν και δώσανε ραντεβού στην Αθήνα όταν απολυθούν. Δεν θα παρακολουθήσουμε την πορεία του στρατοπέδου, και πως εξελίχθηκε η μονάδα αυτή, στις πλέον επίλεκτες, που να συμμετέχει και σε συμμαχικές αποστολές, θα αφήσουμε την παρέα εδώ, και θα την ξαναβρούμε δυο χρόνια αργότερα, όταν θα έχουν απολυθεί όλοι.

Δυο κούτες τσιγάρα Β΄.

Δυο κούτες τσιγάρα Β΄.

Τα χρόνια αυτά που οι παρέα βρισκόταν στον στρατό, η Ελλάδα άλλαζε όψη, εκδημοκρατιζότανε. Βγήκαμε από το ΝΑΤΟ, γίνανε εκλογές, συνδεθήκαμε με την ΕΟΚ, αποφασίσαμε να ζούμε χωρίς Βασιλιά. Καταργήθηκε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, κλείσανε τα ξερονήσια, νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, άρχισαν ξανά οι διαδηλώσεις και οι διεκδικήσεις και γενικά άλλαξε ο τρόπος συμπεριφοράς του Έλληνα.
Τελευταίος από όλους, απολύθηκε ο Δημήτρης, επειδή είχε τρείς μήνες φυλάκιση, ποινή που του επεβλήθη όταν το έσκασε για να παντρευτεί με την καλή του, την Μαρία. Οκτώβριος τότε του 1976, φρόντισε να βρει αμέσως δουλειά, για να μην τον ζούνε τα πεθερικά του, στο σπίτι των οποίων διαβιούσε. Μετά από δυο μηνών ταχύρυθμα σεμινάρια, ήτανε έτοιμος να πουλάει ασφάλειες. Μετά τον οικογενειακό κύκλο, έπρεπε να διευρύνει το πελατολόγιο του, και άρχισε την αναζήτηση από του φίλους του στρατού. Εκείνη την εποχή ο Δάκης τραγουδούσε το σουξέ του «παλιέ μου φίλε απ’το στρατό», αυτό έκανε σημαία Δημήτρης, και άνοιξε την ατζέντα. Ο πρώτος που συνάντησε ήταν ο Σταμάτης. Αυτός συνέχιζε τις σπουδές του που διέκοψε με την υποχρεωτική στράτευση του, αλλά είχε επαφές με τον Παρασκευά, με τον οποίο αντάμωναν συχνά. Ο Παρασκευάς είχε ξεκινήσει ένα δισκάδικο, ενώ παράλληλα έκανε και τον πλασιέ, στα άλλα δισκάδικα και προσπαθούσε να εισχωρήσει σε αυτό το κύκλωμα. Κανόνισε την συνάντηση ο Σταμάτης, άρχισε το ψυστήρι ο Δημήτρης, αντιδρούσε ο Παρασκευάς, δεν περίσσευαν τα λεφτά. Δεν έγινε η ασφάλεια αλλά ξανάσμιξαν οι τρείς, από τους πέντε της παρέας. Αποφασίσανε να βρουν και τους άλλους.
Ήταν όμως δύσκολο, σε μια Αθήνα που ζούσε μεταβατική περίοδο, είχαν κομματικοποιηθεί τα πάντα. Ήταν τόσο παράξενη η εποχή εκείνη, η Ελλάδα γέμισε αντιστασιακούς. Οι ίδιοι άνθρωποι, που ζητωκραύγαζαν την στρατιωτική κυβέρνηση, διατυμπάνισαν πως αυτοί την έριξαν. Και ο λαός ο φτωχός και συνηθισμένος κυνηγούσε το μεροκάματο. Λίγα πράγματα αλλάξανε, τα εμβατήρια τα αντικατάστησαν του Θεοδωράκη οι μελωδίες. Το σύνθημα αλλαγή, και η αριστερά της αριστεράς φανατίζανε τον κόσμο., Χιλιάδες γραφεία πολιτικά ξεφύτρωσαν, οι πολιτιστικοί σύλλογοι ήρθαν να αντικαταστήσουν τα εφεδροπολεμικά σωματεία. Οι πορείες και διαδηλώσεις ξανάρχισαν.
Ο Σταμάτης, ο ποιο αισιόδοξος της παρέας, ήταν σίγουρος για την εύρεση των άλλων τριών. Είχε άκρες έλεγε προς την τροχαία, και θα έβρισκαν τον Γάκη. Πράγματι μετά από δυο εβδομάδες, τον αντάμωσαν, εκτελούσε υπηρεσία τροχονόμου στην Κηφισιά. Πως τον βρήκε; Και απάντηση <απλά με δυο κούτες τσιγάρα>. Αυτό δεν είχε αλλάξει στην νοοτροπία του έλληνα. Το μπαξίσι, αυτή η ανατολίτικη συνήθεια είναι μέσα στο πετσί του, διότι ο ρωμιός είναι ανατολίτης, και ας λέγανε τότε, πως ανήκουμε στην Δύση.
Κάποιο απόγευμα αποφάσισαν να πάνε να τον δουν. Με το αμάξι του Παρασκευά φτάσανε στην Κηφισιά, το αφήσανε σε μια άκρη και χαζεύανε το Γάκη, με την σφυρίχτρα στο στόμα, να προσπαθεί να βάλει τάξη. Τα φάσκελα και οι βρισιές από τους οδηγούς δεν ήταν λίγα, αυτός όμως ατάραχος συνέχιζε να σφυρίζει, ώσπου το μάτι του, πήρε χαμπάρι τους φίλους του. Αμέσως παράτησε το πόστο του, και πήγε προς το μέρος τους, αγγελιαστήκανε και φιληθήκαν. Ο Δημήτρης ανησύχησε, <ρε συ Γάκη, γύρνα στο πόστο σου> και ο Γάκης ανέμελα, <μην σε νοιάζει τώρα έχουμε δημοκρατία >.
Από τηλεφωνικό θάλαμο που βρισκόταν δίπλα, πήρε τηλέφωνο στην υπηρεσία, δηλώνοντας ασθένεια, και ζητώντας αντικατάσταση, και η απάντηση απλή <φύγε και μη σε νοιάζει>. Μπήκαν ξανά στο αμάξι με προορισμό αυτήν την φορά την Νέα Φιλαδέλφεια, ο Γάκης ήξερε που θα έβρισκαν το Παναγιώτη, έκανε το σερβιτόρο σε μια ταβέρνα. Προσωρινά όπως ισχυρίστηκε, γιατί η «αλλαγή», ερχόταν, και αυτός ήταν ο λόγος που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Έτσι ξανάσμιξαν οι παλαιοί συνάδελφοι στον στρατό, και στο πνεύμα της εποχής άρχισαν να μιλούν για τα πολιτικά. Ο Σταμάτης φρόντιζε να γεφυρώνει τις απόψεις και κατευνάζει τα πνεύματα, δεν το κατόρθωνε πάντα. Ο Παρασκευάς ισχυριζόταν πως πολέμησε στο πολυτεχνείο, ενώ ο Γάκης πως στην ίδια μάχη πολέμησε τους κουμουνιστές, ο Παναγιώτης πηγαινοερχότανε για να σερβίρει τα άλλα τραπέζια, και ο Δημήτρης στεναχωριότανε που δεν θα έκανε καμία ασφάλεια. Σε αυτό το κλήμα πέρασε η βραδιά εκείνη, και αποφάσισαν τώρα που ξαναντάμωσαν να βλέπονται, το δισκάδικο του Παρασκευά θα ήταν το στέκι τους, βόλευε και εκείνον να έχει κόσμο στο μαγαζί του.
Πλησιάζανε οι εκλογές του 1977, οι συζητήσεις και τα προγνωστικά ήταν στην ημερήσια διάταξη. Κάθε κουβέντα εκεί θα κατέληγε. Ο Γάκης με το Παρασκευά ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση, τα δύο άκρα, ενώ ο Παναγιώτης είχε την πεποίθηση πως η επερχόμενη αλλαγή, θα σώσει τον τόπο, γι’αυτό κα συνετάχθη με κίνημα, ο Σταμάτης πάντα μεσάζων, πάντα φρόντιζε να συμβιβάζει τα διαιστώτα, και ο φουκαράς ο Δημήτρης αγωνιούσε να βγάλει το μεροκάματο με τις ασφάλειες.
Οι εκλογές έγιναν, το ΠΑΣΟΚ διπλασίασε τις δυνάμεις του, ο Παναγιώτης πετούσε στα σύννεφα, <την επόμενη θα είμαστε Κυβέρνηση>, έλεγε με απόλυτη βεβαιότητα, παράτησε την δουλειά του σερβιτόρου και απασχολούτανε με το κίνημα, κάνοντας την περίφημη, δουλειά καφενείου, γύρναγε δηλαδή στην διάρκεια της ημέρας τα καφενεία, κουβεντιάζοντας και πολιτικολογώντας για την επερχόμενη αλλαγή.
Πριν κλείσει ο χρόνος, η παρέα είχε την πρώτη απώλεια, ένα Σαββατόβραδο αντί να έρθει ο Δημήτρης, ήλθε η Μαρία. Δεν ήταν κάτι που γινότανε συχνά, αλλά όλα τα μέλη της παρέας την γνωρίζανε.
-Καλώς την Μαρία, με μια φωνή και οι τέσσερεις την καλωσόρισαν.
-για σας παιδιά,
-που είναι ο Δημήτρης; Ρώτησε ο Παρασκευάς
-δεν νομίζω να ξαναέρθει, είπε και βούρκωσε
-τι έγινε; Ο Παρασκευάς πάλι απορημένος, έπαθε κάτι;
-όχι αυτός εγώ έπαθα, η ατμόσφαιρα είχε παγώσει
- τι συνέβη Μαρία; Όλα διορθώνονται, επενέβη ο Σταμάτης
-όχι αυτό, είπε και ξέσπασε σε λυγμούς, με κεράτωσε.
Αμηχανία και παγωμάρα για λίγα δευτερόλεπτα, την σιωπή, την έσπασε ο Σταμάτης,
-ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία περίπτωση, που συμβαίνει κάτι τέτοιο Μαρία, άρχισε να λέει για να καταπραΰνει τον καημό της, μπορεί να παρασύρθηκε από κάποια άλλη γυναίκα και θα ξαναγυρίσει.
-μακάρι να ήταν έτσι, να έμπλεκε με άλλη γυναίκα, δεν θα με ένοιαζε τόσο, με άντρα έμπλεξε,
Ο Γάκης που εκείνη την ώρα δεν είχε βγάλει μηλιά, αγριεμένα απεφάνθη, <θέλει κρέμασμα>.
Της είπανε παρήγορα λόγια, πόσο τόπο να πιάσουν αυτά; μόνο λόγια είναι, την έβαλαν σε ένα ταξί και έφυγε η Μαρία, δεν την ξαναείδαν από τότε. Με τον Δημήτρη όμως απογοητεύτηκαν, ιδιαίτερα ο Γάκης, δεν μπορούσε να καταλάβει αυτού του είδους τις σχέσεις. Θα τον <σκοτώσω> έλεγε και ξαναέλεγε. <να μην βρεθεί μπροστά μου>. Ο Παναγιώτης έλεγε πως πρέπει να είμαστε ανεκτικοί με τους άλλους, αλλά ήταν ο μόνος με αυτήν την άποψη.
Μέχρι να έρθουν εκείνες οι εκλογές του 1981, που ήρθε «η αλλαγή», οι τέσσερεις εξακολουθούσαν να βλέπονται, αλλά αραιότερα, ο Παρασκευάς είχε ερωτευτεί και κυνηγούσε κάποια Σοφία, ο Σταμάτης είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο και διορίστηκε αμέσως στο υπουργείο των οικονομικών (πως; μα με δυο κούτες τσιγάρα! κατά την προσφιλή του έκφραση), και όποτε αντάμωναν ο Γάκης και Παναγιώτης θα τσακωνόντουσαν για τα πολιτικά, ήτανε η εποχή του φανατισμού και του διαχωρισμού ακόμη και των καφενείων σε μπλέ και πράσινα.
Αμέσως μετά από εκείνον το Οκτώβρη, τα πνεύματα οξυνθήκαν ακόμα περισσότερο στην παρέα, με τον Παναγιώτη να θριαμβολογεί σε κάθε κουβέντα, και τον Γάκη να οργανώνεται στην περίφημη «Γαλάζια γενιά», που είχε για χαιρετισμό «καλή λευτεριά». Σε έναν από αυτούς τους τσακωμούς, ανάψανε τα αίματα τόσο, που ο Παναγιώτης απείλησε τον Γάκη πως θα τον διώξει από το σώμα. Μάταια ανάμεσα του ο Σταμάτης προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα, και όταν ο Παρασκευάς επέμβει, <δεν μπορείτε να τσακώνεστε στο μαγαζί, χάνω πελάτες>, ήρθε η ρήξη. Ο Γάκης έφυγε για να μην ξαναγυρίσει στην συντροφιά, ήταν η δεύτερη αποχώρηση. Δεν σταμάτησε όμως το θέμα εκεί, ο Παναγιώτης κομματικό στέλεχος με επιρροή, επεδίωξε και κατόρθωσε τελικά να τον απομακρύνει, από την τροχαία. Ο Γάκης είχε την επιλογή ή στις Μ.Α.Τ. να υπηρετήσει, ή να αποχωρίσει από το σώμα. Προτίμησε το δεύτερο, με την βοήθεια του Σταμάτη και (με δυο κούτες τσιγάρα), προσελήφθη στις φυλακές, ως σωφρονιστικός υπάλληλος.

Δυο κούτες τσιγάρα Γ΄.

Δυο κούτες τσιγάρα Γ΄.

Μπορεί μεν ο Γάκης να έλειπε από την παρέα εκείνη, προσετέθη όμως ο Θανάσης, ο αδελφός της Σοφίας, την οποία είχε παντρευτεί ο Παρασκευάς.
Ο Θανάσης είχε ένα εργαστήριο μικρό που παρήγαγε χλωρίνη, την οποία διοχέτευε στα μπακάλικα της εποχής, και στα Super Market που τότε κάνανε την εμφάνιση τους. είχε δικτυωθεί καλά, και έβγαζε καλό μεροκάματο. Ήτανε φιλόδοξος, πίστευε πως μπορεί να επεκταθεί και να μεγαλώσει η επιχείρηση, και το επεδίωκε.
Όταν η αδελφή του παντρεύτηκε με τον Παρασκευά, νόμιζε πως ήρθε η κατάλληλη ώρα. Προσπαθούσε να τον πείσει να αφήσει τους δίσκους, που δεν είχαν και προοπτική και να επεκτείνουν την δουλειά με τις χλωρίνες. Αυτές οι επεκτάσεις χρειάζονταν κεφάλαια και προσωπικό. Προσωπικό για την αρχή θα ήταν οι γυναίκες τους, και ο πατέρας του Θανάση, το κεφάλαιο όμως δύσκολο να βρεθεί. Μοναδική λύση το δάνειο. Η τράπεζα που κατέφυγαν, τους ενέκρινε 300.000 δραχμές, το πλάνο όμως, όπως το σχεδίαζαν απαιτούσε τουλάχιστον ένα εκατομμύριο. Το επόμενο βήμα ήταν ο τοκογλύφος. Βρήκαν εύκολα ένα τέτοιο στη γειτονιά μάλιστα, που κανείς δεν το υποψιαζότανε πως έχει τόσα χρήματα και κάνει τέτοιες δουλειές. Επήρε το δισκάδικο, και απαίτησε προσημείωση του σπιτιού του Παρασκευά, και εξασφαλισμένος τους έδωσε τα χρήματα να ξεκινήσουν.
Ο Σταμάτης, αντέδρασε σε αυτήν την κίνηση, υποστηρίζοντας πως αφού βγαίνει το μεροκάματο, στο καλό και στο τίμιο, δεν χρειάζονται ρίσκα και χρέη. Ο Παναγιώτης αντίθετα, επαίνεσε την προσπάθεια, λέγοντας πως πρέπει να δημιουργηθούν τα καινούργια τζάκια, και αυτά γίνονται κυρίως από δανικά.
Το εγχείρημα αυτό δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Η χλωρίνη αυτή, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί μάρκες από πολλά χρόνια καθιερωμένες. Πέρα από τα Super Market προσπάθησαν να επεκταθούν στα ξενοδοχεία, και στα πλυντήρια που λειτουργούσαν στις γειτονιές, αλλά τα αποτελέσματα πενιχρά. Ο Σταμάτης με τον δικό του τρόπο, (δυο κούτες τσιγάρα), τους συμβούλευε να κοιτάξουν τα στρατόπεδα. Ενώ ο Παναγιώτης πιο μπασμένος συμβούλευε, να δουν τα νοσοκομεία, σε κάποια από τα οποία είχε και πρόσβαση στην διοίκηση. Πράγματι χρησιμοποιώντας το όνομα του, κατάφεραν και πήραν παραγγελίες μεγάλες, και προκαταβολές. Έγινε η εταιρία του Θανάση και Παρασκευά προμηθεύτρια σε επτά ή οκτώ νοσοκομεία, τα οποία μεν παραγγέλνανε, παραλαμβάνανε, αλλά δεν πληρώνανε. Οι πρώτες προκαταβολές, είχα υπερκαλυφθεί, ήταν υποχρεωμένοι με συμβόλαιο να παραδίδουν χλωρίνες, αλλιώς οι ρήτρες ήταν δυσβάστακτες.
Δεν άργησε να έρθει το αδιέξοδο, ο τοκογλύφος ζητούσε τα δικά του, η τράπεζα γκρίνιαζε για καθυστερήσεις των δόσεων, κάποια γραμμάτια είχαν μείνει ανεξόφλητα.
Τότε υπήρχε μόνον μία τράπεζα ιδιωτική, με τέσσερα υποκαταστήματα όλα κι όλα στη Αθήνα. Με την συμβολή του Σταμάτη, (και με δυο κούτες τσιγάρα, που δεν ήταν τσιγάρα), τους δέχθηκε ο διευθυντής σε περιφερειακό υποκατάστημα, να συζητήσουν το θέμα.
Μετά τα προκαταρτικά, έφτασαν στο ποσό που ζητούσαν, ένα εκατομμύριο. Ο τραπεζικός αφού τους ξανακοίταξε έπεισε το φάκελο στα χέρια του, τον ξεφύλλισε για να κερδίζει χρόνο να σκεφτεί.
-κύριοι θα κάνετε εδώ την αίτηση, αλλά η έγκριση θα έλθει από τα κεντρικά.
-θα πάρει μέρες;
-λογικά μπορεί και κανένα μήνα, γι’ αυτό το ποσό.
-πως μπορούμε να το επισπεύσουμε; Εναγωνίως ο Παρασκευάς, που έχανε το σπίτι από τον τοκογλύφο.
-αν πάτε στα κεντρικά, την άλλη εβδομάδα ίσως καταφέρετε κάτι.
Την επομένη εβδομάδα, ημέρα Τρίτη, πήγανε και οι δύο μαζί στην Πανεπιστήμιου που είχε τα κεντρικά η τράπεζα. Ρώτησαν τις πληροφορίες, και τους οδήγησαν στην άκρη του διαδρόμου σε ένα γραφείο που καθόταν μια κυρία. Αφού της δώσανε τον αριθμό και το σημείωμα του διευθυντή του υποκαταστήματος, αυτή σηκώθηκε έψαξε στους μεγάλα συρτάρια πίσω της, και με το γλυκύτερο χαμόγελο της είπε: <ακόμα, δεν έχει συζητηθεί>, περάστε την άλλη εβδομάδα. Την επόμενη Τρίτη ξαναπήγαν για να πάρουν το ίδιο χαμόγελο και την ίδια απάντηση.
Εν τω μεταξύ ο τοκογλύφος προχωρούσε στη διαδικασία της κατασχέσεως του σπιτιού. Και ως από μηχανής θεός, προσφέρθηκε ο Παναγιώτης να δώσει λύση.
-γιατί δεν μου λέγατε εμένα τι συμβαίνει, μόνο πήγατε στο γραφιά; Εννοώντας το Σταμάτη υποτιμητικά.
-με αυτόν μιλάμε, εσύ είσαι άφαντος με τις υποθέσεις του κόμματος, που να σε βρίσκουμε;
-εσείς είστε καμωμένοι για μικρά πράγματα,
-όχι βέβαια, το έκοψε ο Θανάσης, αντιθέτως τολμούμε, δεν κυνηγάμε το μόνιμο και το σίγουρο του δημοσίου.
-δηλαδή; Προσβλήθηκε ο Παναγιώτης, εγώ κυνηγάω το δημόσιο, που άφησα την δουλειά μου, και μπήκα στο κόμμα, για να υπηρετήσω την πατρίδα, να διώξει τα τρωκτικά,
-σταμάτα, σε παρακαλώ, ο Παρασκευάς μπήκε στην μέση, μην κάνουμε τα ίδια με τον Γάκη, ξέρεις πως δουλεύει φύλακας στις φυλακές;
-εμένα κατηγορείς τώρα, αυτός ήθελε την γαλάζια γενιά, και να τα αποτελέσματα, για να μην με κατηγορείτε όμως, και επειδή είμαι μεγαλόψυχος, θα σας βοηθήσω. Θα πάμε αύριο κι όλας, να κανονίσουμε για δάνειο, αλλά θα πρέπει να αλλάξετε αντικείμενο εργασίας.
-δηλαδή, με ένα στόμα οι δύο συνέταιροι.
Σαν να ήταν προετοιμασμένος από καιρό, ο Παναγιώτης άρχισε να τους αναλύει, πως πρέπει να στηθεί μια εταιρία λαϊκής βάσης, που οι εργαζόμενοι θα είναι και ιδιοκτήτες, και συν κεφαλαιούχοι, με συμμετοχή στις αποφάσεις και στις ενέργειες και έλεγε και έλεγε και σταματημό δεν είχε. Νευρίασε ο Θανάσης
-άσε μας ρε Παναγιώτη και από λόγια χορτάσαμε, άντε καληνύχτα
-στάσου, αντέτεινε ο Παρασκευάς, με το δάνειο τι θα κάνουμε;
-θα το κανονίσω εγώ, είπε ο Παναγιώτης, αύριο κι όλας, θα κάνουμε όμως εταιρία, με τρία ίσα μερίδια, συμφωνάτε;
-ναι
-και θα αλλάξει το αντικείμενο εργασίας, σκεφτείτε το, απόψε και το πρωί τα λέμε.
Έφυγε ο Παναγιώτης, και εμείνανε μόνοι οι συνέταιροι ο Παρασκευάς και ο Θανάσης. Ο μεν Παρασκευάς να έχει χάσει το σπίτι του, και ο Θανάσης με τον εγωισμό του τσαλακωμένο. Θα έπρεπε να δεχθεί τον Παναγιώτη συνεταίρο, και να του πληρώνει για μια ζωή, μια εκδούλευση. Αν αυτό δεν είναι εκβιασμός; Τότε τι είναι; Μόνιμη και νόμιμη τοκογλυφία.

Το άλλο πρωί πράγματι, ανταμώσανε στην οδό Πανεπιστήμιου, μπροστά στην είσοδο της Τράπεζας, και μπήκαν μαζί και οι τρείς. Κατευθύνθηκαν προς το γνώριμο γραφείο, ο Παναγιώτης τους είπε να μην μιλάνε, να αφήσουν αυτόν να κάνει το κουμάντο.
-με ποιόν θα μιλήσω για δάνειο; Ρώτησε την κυρία
-να δω αν εγκρίθηκε το ζητούμενο, χαμογέλασε αυτή
-όχι να συζητήσω γι’ άλλη υπόθεση θέλω ποιος είναι ο υπεύθυνος των δανείων
-μισό λεπτό, είπε και έπιασε το τηλέφωνο, Μιχάλη, έρχεσαι ένα λεπτό;
Ο Μιχάλης φάνηκε μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα, τους πείρε από πίσω από το πάγκο στο γραφείο του.
-κύριοι παρακαλώ, γιατί συζητάμε;
Ο Παναγιώτης που δεν είχε καθίσει στην μοναδική καρέκλα που υπήρχε μπροστά στο γραφείο, με έντονο ύφος άρχισε να λέει
-δεν μου λές αγαπητέ μου, ήρθα εγώ να κάνω δουλειά με την τράπεζα και σεις με καθυστερείται, κάνοντας με βόλτες μέσα στο κατάστημα, να εκτιμήσω το μέγεθος σας;
-μα δεν αρχίσαμε ακόμα, τόλμησε πρέπει να συμπληρώσετε την αίτηση και να περάσει από το συμβούλιο να εγκριθεί
-είσαι τρελός μου φαίνετε, ποιος είναι υπεύθυνος για τα δάνεια εδώ;
Με την φασαρία και τις φωνές του Μιχάλη ήρθε από το γωνιακό γραφείο, ένας μεσήλικας,
-τι συμβαίνει Μιχάλη;
-συμβαίνει κύριε μου, άρχισε ο Παναγιώτης, πως ήρθα στην τράπεζα σας, και όπως βλέπεται μας κρατά όρθιους, τόσην ώρα, και επί πλέον δεν μας λέει ποιός είναι ο ανώτερος του, να διαμαρτυρηθούμε.
-κύριε προϊστάμενε, ψέλλισε ο Μιχάλης, αλλά δεν ακουγότανε, γιατί ο προϊστάμενος είχε πάρει τον Παναγιώτη αγκαζέ και πήγαιναν προς το δικό του γραφείο.
Βολευτήκαν στις καρέκλες και τρείς, και άρχισε ο προϊστάμενος
-σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
-είμαι ο Παναγιώτης Δολιανός, με τους κυρίους που βλέπετε θα στήσουμε μια εταιρία παραγωγής ζυμαρικών και θα χρειαστούμε δάνειο.
-μακαρόνια θα παράγεται;
-όχι, πίτες για σουβλάκια, πίτες πίτσας, και διάφορα άλλα αρτοπαρασκευάσματα.
-γιατί ποσό μιλάμε;
-ας πούμε για 25 με 30 εκατομμύρια.
Ο Παρασκευάς και ο Θανάσης κοιτάχτηκαν, κάμανε την ίδια σκέψη, (πάει αυτός λωλάθηκε), κοιτάξανε και τον Παναγιώτη που σοβαρός και θυμωμένος κοίταζε τον τραπεζικό περιμένοντας απάντηση. Αυτός σήκωσε το τηλέφωνο, πάτησε ένα κουμπί και είπε
-ο κύριος Αργυρίου είναι εύκαιρος, καλά καλά, και έκλεισε, πάτησε στο άλλο τηλέφωνο άλλο κουμπί,
-Πόπη έλα αμέσως εδώ, στράφηκε μετά προς τον Παναγιώτη,
-μισό λεπτό κύριε Δολιανέ, ο κύριος Αργυρίου θα σας δεί σε πέντε λεπτά, θα ανεβείτε πάνω στο γραφείο του.
Εκείνη την στιγμή ήρθε και η Πόπη
-Πόπη οδήγησε τους κυρίους στον κύριο Αργυρίου.
Αφού περάσανε από μια πόρτα μεγάλη, βρεθήκανε σε μια σάλα μεγάλη με μαρμάρινα δάπεδα, και πολυτελείς καναπέδες, την διέσχισαν για να φτάσουν στον ανελκυστήρα, εκεί αφού μπήκαν πρώτα αυτοί μετά μπήκε και η Πόπη, πάτησε το κουμπί για τον τρίτο όροφο. Μόλις σταμάτησε τους περίμενε μια άλλη κοπέλα και τους οδήγησε στο σαλόνι έξω από το γραφείο του Αργυρίου. Ένα παχύ χαλί στο πάτωμα και το κλασικό βελούδινο σαλόνι, φανερώνανε αρχοντιά και χρήμα.
-είσαι τρελός; Ψιθύρισε ο Θανάσης στον Παναγιώτη
-κάθε άλλο, αλλά εσείς είστε ψιλικατζήδες, δεν ξέρετε να φερθείτε.
-μα κάθε βδομάδα μας διώχνουν; Σήμερα τι άλλαξε; Αναρωτήθηκε ο Παρασκευάς
-σήμερα άλλαξε η μοίρα σου κακομοίρη, πρέπει να φέρεσαι όπως φαντάζεσαι πως είσαι, για να γίνεις κάποια μέρα.
Η χαμηλόφωνη συζήτηση σταμάτησε, μόλις μπήκε η κοπέλα, λέγοντας περάστε ο κύριος Αργυρίου περιμένει. Ακολουθώντας την, μπήκαν στο γραφείο του Αργυρίου, ο οποίος τους προϋπάντησε,
-καλώς τους, καλώς τους, τι θα πάρετε; καφέ; πορτοκαλάδα;
Αφού κάτσανε στις καρέκλες που υπέδειξε ο Αργυρίου, ρώτησε
-λοιπόν ποιο είναι το θέμα μας;
Άρχισε ο Παναγιώτης να αγορεύει, έλεγε για τα σχέδια της εταιρίας των αρτοπαρασκευασμάτων που θα δημιουργούσαν οι συνέταιροι αυτοί, πόσο πρωτοποριακή θα είναι σε, σε οργάνωση σε μηχανήματα, με ειδικευμένο προσωπικό, για αλυσίδες παραγωγής και χαμηλό κόστος. Όσο μίλαγε οι άλλοι δύο κοιτούσαν σαν χαμένοι, ο Αργυρίου άκουε με προσοχή. Όταν σώπασε κάποια στιγμή να μιλάει, ο Παναγιώτης, ρώτησε ο Αργυρίου
-καλά όλα αυτά, αλλά υπάρχουν μελέτες;
-ασφαλώς, απήντησε ο Παναγιώτης με βεβαιότητα που δεν σήκωνε την παραμικρή αντίρρηση.
-αν είναι έτσι όπως μας τα λέτε, την άλλη εβδομάδα υπογράφουμε, είπε και σηκώθηκε να τους οδηγήσει στην πόρτα.
Μόλις βρεθήκανε στον δρόμο ανασάνανε, ο Θανάσης πρώτος γέλασε ειρωνικά
-σιγά ρε μεγάλε, εμείς τουλάχιστον κάναμε και αίτηση, και ερχόμαστε κάθε βδομάδα και περιμένουμε, τώρα ούτε καν αίτηση, ούτε κανένα χαρτί στο χέρι έχουμε και θα πάρουμε τόσα λεφτά;
-πάμε να πιούμε ένα ουζάκι, και θα σας εξηγήσω το πώς.
Προχώρησαν μέχρι την οδό ακαδημίας, και ανέβηκαν σε ένα δικηγορικό γραφείο. Μπαίνοντας ο Παναγιώτης ρώτησε την κυρία, που καθόταν στον προθάλαμο
-είναι μέσα ο Λουκάς; Μετά την καταφατική απάντηση προχώρησαν προς τα μέσα, ο Λουκάς μιλούσε στο τηλέφωνο, όταν τους είδε επίσπευσε το τέλος της συνομιλίας του, και του υποδέχθηκε
-καλώς τους, θέλετε κάνα ουζάκι, και βέβαια θέλετε ρώτησε και απάντησε μόνος του, πάτησε το κουμπί στο τηλέφωνο δίπλα και παρήγγειλε, δύο καραφάκια και καλό μεζέ.
-λοιπόν τι σας φέρνει εδώ;
-άκου Λουκά, άρχισε πάλι ο Παναγιώτης, ο Θανάσης ο Παρασκευάς, μαζί και εγώ θα στήσουμε μια εταιρία ζυμαρικών και θέλουμε να βοηθήσεις στα διαδικαστικά.
-ποια τράπεζα θα χρηματοδοτήσει;
-βρήκαμε τράπεζα, ο Αργυρίου είναι υπεύθυνος στα δάνεια,
-ο Αργυρίου λοιπόν; Χαμογέλασε ο Λουκάς, τι χρειάζεστε;
-εταιρία, σχέδια, μελέτες, και όλα τα σχετικά.
-γιατί ποσό δανείου μιλάμε;
-ζητήσαμε 25 με 30 εκατομμύρια, αλλά και 20 να μας δώσουν είναι καλά. Ο Παρασκευάς κοίταζε τον Θανάση και ο Θανάσης τον Παρασκευά στα μάτια, απορημένοι για τα νούμερα που ακούγανε. Ρώτησε ο Θανάσης
-μήπως είναι προεκλογικά παραμύθια; Οι εκλογές ήταν κοντά
-όχι εξήγησε ο Λουκάς, τώρα είμαστε στην ΕΟΚ, υπάρχουν σχέδια και πακέτα ευρωπαϊκά, θα κάνουμε και εμείς ότι χρειάζεται για να τους φτάσουμε με την βοήθεια που μας δίνουν.
-εσύ δεν έλεγες ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο, απευθύνθηκε στο Παναγιώτη ο Θανάσης, τι έγινε;
-μην είσαι χαζός, είναι η ευκαιρία της ζωής σου να φύγεις από την μιζέρια και να γίνεις μεγάλος και τρανός, θέλεις ή όχι;
-θέλω βέβαια, αρκεί να είναι νόμιμα τα πράγματα
-ασφαλώς και θα είναι νόμιμα, ο Λουκάς θα αναλάβει κάθε διαδικαστικό θέμα, είναι δικηγόρος και θα μεριμνά για ότι χρειαστεί εξ ονόματος της εταιρίας.
-πρέπει να δείτε την κατάσταση με σύγχρονο ευρωπαϊκό πνεύμα, μπήκε στην μέση ο Λουκάς, επειδή δεν καταλαμβάνετε από αυτές τις υποθέσεις, θα γίνει μια εταιρία, εσείς θα αναλάβετε την οργάνωση και την διαχείριση της, και τα διαδικαστικά και φοροτεχνικά θα τα φροντίζω εγώ με τον Παναγιώτη.
-δηλαδή θα δουλεύουμε εμείς, είπε ο Θανάσης, και θα μοιραζόμαστε μισά-μισά;
Θύμωσε ο Παναγιώτης, αν θές να είσαι μια ζωή κακομοίρης αποφάσισε το τώρα, θα κάνω αλλού την προσφορά μου.
Ο Παρασκευάς που μέχρι εκείνη την ώρα δεν μιλούσε, αναστέναξε βαθειά, -καλά όλα αυτά αλλά είναι όλα λόγια, δεν υπάρχει τίποτα χειροπιαστό.
Τα ούζα ήρθανε, και ο Λουκάς τους άφησε μόνους για λίγο, να ηρεμίσουν λίγο τα πνεύματα, όταν ξαναμπήκε στο γραφείο του, άλλαξε αμέσως το κλίμα.
-ακούστε, προτού φύγετε θα πάρτε μια επιταγή 500 χιλιάδων, θα υπογράψετε μια απόδειξη γι’αυτήν, και θα ξεκινήσετε την οργάνωση του εργοστασίου παραγωγής, θα βρείτε τα κατάλληλα μηχανήματα, θα στέλνετε να πληρώνονται από εδώ, καθώς και προσωπικό. Πιστεύω αυτό να είναι κάτι χειροπιαστό.
Ο Παρασκευάς απόρησε
-αν δεν μας δώσουν το δάνειο τα χρήματα αυτά που τα χρωστάμε;
-αυτά θα αφαιρεθούν από το αρχικό κεφάλαιο, αν πάλι δεν μας εγκρίνουν, θα τα χάσω εγώ, εσείς βολευτείτε και σε μια βδομάδα τα ξαναλέμε.
Ο Θανάσης και ο Παρασκευάς φύγανε με την επιταγή στο χέρι. στην πρώτη τράπεζα που βρέθηκαν την εξαργύρωσαν και με τα μετρητά στην τσέπη τους, πήραν ταξί για την βάση τους.
Ο Παναγιώτης και ο Λουκάς, κάτσανε στο γραφείο και αρχίσανε να τηλεφωνούνε από δώ και από κεί, για να έχουν όλα τα χαρτιά έτοιμα πριν περάσει η εβδομάδα που έδωσε περιθώριο ο Αργυρίου.

Δυο κούτες τσιγάρα Δ΄

Δυο κούτες τσιγάρα Δ΄.

Το ίδιο βράδυ κάλεσαν τον Σταμάτη, να ανταμώσουνε για να του πούν τα νεώτερα. Στο ταβερνάκι που τα πίνανε, του εξήγησαν τι έτρεξε, και πως ο Παναγιώτης χειρίστηκε το θέμα, πως εύκολα πήραν χρήματα στο χέρι, και θα πάρουν και άλλα, πως θα γίνουν σύντομα βιομήχανοι. Αυτός άκουγε σκεπτικός, και δεν μιλούσε.
-γιατί δεν μιλάς;
-και να σας πω δεν θα καταλάβετε;
-γιατί ρε Σταμάτη, τόσα χρόνια δεν σε καταλαβαίνω; Ρώτησε πικραμένα ο Παρασκευάς
-πάρτε τα χρήματα αυτά και μπαλώστε καμιά τρύπα, από αυτές που έχετε ανοιχτές τώρα, ψάξτε για κανένα μεροκάματο και αφήστε τα παλαβά όνειρα.
-ζηλεύεις επειδή εσύ στην σιγουριά του Δημοσίου, δεν πρόκειται να τα οικονομήσεις ποτέ, έριξε πικρόχολο φαρμάκι ο Θανάσης
-λάθος φίλε μου, δεν είμαι εγώ αυτός που γυρεύω δανικά, εσύ είσαι, έπειτα ξεχνάτε πως κανείς δεν δίνει αν δεν πρόκειται να πάρει, αυτό κάνετε και σείς.
-θα γίνουμε ευρωπαίοι επιχειρηματίες, επέμενε ο Θανάσης
-τίποτα δεν θα γίνετε, ξεχνάτε τον Γάκη πως του φέρθηκε; Τα ίδια θα κάνει και σε σας. Μην μπλέξτε σε αυτό το παιχνίδι.
Ο Παρασκευάς σοκαρίστηκε, από αυτήν την αντίδραση, ήταν σίγουρος πως δεν ζήλευε ο Σταμάτης, αλλά ήταν και επηρεασμένος από τις φιλοδοξίες του Θανάση και τα ωραία λόγια του Παναγιώτη. Είχε ενδοιασμούς, να μπεί στην περιπέτεια αυτή ή να μην μπεί; Πείρε το άλλο πρωί τηλέφωνο τον Παναγιώτη κρυφά από τον Θανάση να του πεί τις αντιρρήσεις του Σταμάτη, και εκείνος τον έκοψε, -άστον αυτόν τον γραφιά, αυτός έμεινε στις δύο κούτες τσιγάρα.
Και οι τελευταίες αναστολές του Παρασκευά υποχώρησαν, και μαζί με το Θανάση εξόρμησαν να βρούν το τόπο που θα στεγάζονταν η νέα επιχείρηση.

Στον περιφερειακό δρόμο προς τον Καρέα, υπήρχε ένα δίπατο σπίτι, κτισμένο μέχρι τα τούβλα, ο ιδιοκτήτης του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να ολοκληρώσει. Τον βρήκαν και το νοίκιασαν, με υποχρέωση να ολοκληρώσουν όσα έλειπαν, κουφώματα, υδραυλικά, ηλεκτρικά κλπ. Τους εξυπηρετούσε έτσι γιατί θα διαμορφώνανε όπως τους βόλευε. Χρήμα είχαν στην τσέπη, οι εργάτες βρεθήκανε αμέσως και πριν περάσουν δυο μήνες, στην είσοδο του εργαστηρίου σταμάτησε ένα φορτηγό μεγάλο, κατεβάζοντας μηχανήματα. Ζυμωτήρια, φούρνους, ψυγεία και καταψύκτες, φωριαμούς, ταψιά φόρμες και ότι άλλο χρειάζονταν για να αρχίσει η παραγωγή. Τον πάνω όροφο το διαμόρφωσαν σε γραφεία, ένα λογιστήριο, ένα για τα αφεντικά και ένα για τον Παναγιώτη. Σε αυτό το διάστημα που στηνότανε το εργαστήριο, (το λέγανε εργοστάσιο), πέρασαν κάμποσες φορές από το γραφείο του Λουκά και από την τράπεζα, και υπέγραφαν όπου ο Παναγιώτης ή ο Λουκάς υπεδείκνυαν.
Όταν δυο ημιφορτηγά κλειστά, με την φίρμα στο πλάι, ΠΙΤ ΠΙΤ, αράξανε μπρός στο εργαστήριο, ήταν όλα έτοιμα για το ξεκίνημα. Όλα εκτός από τα χαρτιά της Εφορίας, που έπρεπε να διατρυπηθούν, και ο αρμόδιος υπάλληλος στην Εφορία καθυστερούσε. Ενώ ο Θανάσης επισκεπτόταν τους πελάτες του στα Super market, ενημερώνοντας για το νέο προϊόν που θα τους προμήθευε και άρχισε να μαζεύει παραγγελίες, ο Παρασκευάς αποφάσισε να πάει στην Εφορία να δεί τον λόγο που καθυστερεί η θεώρηση των μπλοκ συνοδευτικών εγγράφων.
Έκπληκτος έμαθε πως ο αρμόδιος για την θεώρηση ήταν ο Σταμάτης. Αργά αλλά σταθερά ανέβαινε την ιεραρχία στο υπουργείο, και τώρα έτυχε να είναι αυτός, από τον οποίο θα περνούσε η θεώρηση αυτή. Μπήκε στο γραφείο του ο Παρασκευάς και κοντοστάθηκε.
-έλα κάτσε, τον καλωσόρισε ο Σταμάτης
-ευχαριστώ, πως είσαι;
-καλά είμαι, ξέρω γιατί ήρθες, για την θεώρηση; σωστά;
-ναι σωστά, είναι τίποτα λειψό; ή λάθος;
-όχι-όχι όλα είναι σωστά, απλά ήθελα να έρθεις εδώ, έστω και με αυτόν τον τρόπο, στο όνομα της φιλίας μας, να σε αποτρέψω να συνεχίσεις
-γιατί;
-δεν καταλαβαίνεις σε τι έχεις μπλέξει; μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες, και δεν κάνεις για τα μεγάλα.
-Σταμάτη νομίζω ότι ζηλεύεις, που δική σου πρόοδος είναι ίσαμε εδώ, εμείς θα προχωρήσουμε μπροστά, μην μας φέρνεις εμπόδια.
-από εμένα κανένα εμπόδιο, μην με φοβάσαι εσύ τουλάχιστον. Τα δελτία σου είναι έτοιμα μπορείς να τα πάρεις, και να πάς στο καλό.
Χαιρετήθηκαν εντελώς τυπικά, και αποχωρώντας ο Παρασκευάς, ψιθύρισε, -βρε πως κατάντησε ο γραφιάς;

Ξεκίνησε η παραγωγή και η διάθεση των προϊόντων της ΠΙΤ-ΠΙΤ, (πίτες πίτσας), με πολύ κέφι και αισιοδοξία. Εκτός από μια κοπέλα που έφερε ο Παναγιώτης στο λογιστήριο, το προσωπικό ήταν οι γυναίκες των δύο συνεταίρων, οι γονείς του Θανάση, και δυο ξαδέλφες του. Δηλωθήκαν όλοι στο ΙΚΑ με κανονική πρόσληψη. Ο Παρασκευάς και ο Θανάσης, έπαιρναν από ένα αυτοκίνητο κάθε πρωί και γυρνούσαν να διαθέσουν το περιεχόμενο. Ο Παναγιώτης περνούσε μία ή δυο φορές την εβδομάδα, τους παρότρυνε να συνεχίζουν με τον ίδιο ενθουσιασμό, έκανε μερικά τηλεφωνήματα και έφευγε πάντα βιαστικός.
Γρήγορα επεκτάθηκε η νέα εταιρία, εκτός από τα συνοικιακά Super market, και σε αλυσίδες του είδους, σε στρατόπεδα και νοσοκομεία. Κατ’ απαίτηση των πελατών, μια ποικιλία από αρτοπαρασκευάσματα προστεθήκανε στα είδη, που διέθετε η ΠΙΤ-ΠΙΤ, εκτός από τις πίτες, μπήκαν τα μπισκότα και οι τυρόπιτες.
Ο Θανάσης ικανοποιημένος από την κατάσταση αυτή, αποφάσισε να μετακομίσει, στην Ηλιούπολη παρασέρνοντας και τον Παρασκευά. Βρήκαν ένα νεόδμητο δίπατο και το νοίκιασαν, ενώ άρχισαν να κάνουν σχέδια για το δικό τους οικοδόμημα. Ο Παναγιώτης όμως, είχε άλλες απόψεις.
-τώρα που το χρήμα τρέχει, πρέπει να επεκταθούμε, έλεγε
-τι να κάνουμε;
-θα πάρουμε πωλητές, θα αυξήσουμε τα προϊόντα μας εμπορευόμενοι, πανελλαδικά, θα δραστηριοποιηθούμε και με άλλα αντικείμενα και σε άλλους τομείς.
-μα μπορούμε; Δίστασε ο Παρασκευάς.
-περίμενες να γίνεις εργοστασιάρχης, και όμως έγινες, θάρρος και τόλμη χρειάζεται, να αρπάζεις τις ευκαιρίες
-σωστά συμπλήρωσε ο Θανάσης, ότι μας χρωστά η ζωή θα το πάρουμε.
Οι εκλογές του 1985 έγιναν, η αλλαγή μείωσε λίγο το ποσοστό της, αλλά άνοιξε πολύ τα ταμεία, και το χρήμα κυκλοφόρησε στην αγορά. Δύο ολοκαίνουργια Volvo, ήρθαν στην επιχείρηση απ’ έξω, ήταν τα αυτοκίνητα των αφεντικών. Ο Παναγιώτης χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο του κόμματος, παρά τις γκρίνιες που είχαν αρχίσει στο εσωτερικό του.
Οι παραγγελίες στην ΠΙΤ-ΠΙΤ γινόντουσαν και τηλεφωνικά, εκτός από τα δύο πρώτα αμάξια, προστέθηκε ακόμα ένα, νοίκιασαν και μια αποθήκη, και η δουλειά πήγαινε καλά, ή τουλάχιστον έτσι φαινότανε.

Οι επισκέψεις στο γραφείο του Παναγιώτη πληθύνανε, κάποιοι άγνωστοι αλλά καλοντυμένοι, έμπαιναν και έβγαιναν, μέχρι και ο Αργυρίου από την τράπεζα ήρθε ένα βραδάκι, να τα πούνε. Σε αυτό το συμβούλιο όπως το είπανε, παραβρέθηκαν ο Παρασκευάς, ο Θανάσης, ο Λουκάς και δύο άγνωστοι, που συστήθηκαν αδελφοί Αργυρίου. Συνώνυμοι με τον τραπεζικό, αλλά όχι συγγενείς.
Ο Παρασκευάς και ο Θανάσης, με δυσκολία κατάφερναν να ανταπεξέρχονται στις απαιτήσεις της δουλειάς που είχαν ανοιχτεί μέχρι τώρα. Νόμιζαν πως έλεγχαν την κατάσταση, ενώ στη ουσία διεκπεραίωναν τις παραγγελίες της εταιρίας τους, χωρίς να έχουν αντίληψη για τα οικονομικά θέματα, τα οποία διαχειρίζονταν ο Παναγιώτης με τον Λουκά. Ήταν ευχαριστημένοι διότι ότι ζητούσαν το έπαιρναν, και ήταν μαθημένοι να μην ζητούν πολλά. Γι’ αυτό και δεν ρώταγαν πολλά. Τα αυτοκίνητα τα Volvo, άνηκαν στην εταιρία, όπως και κάθε άλλο αντικείμενο. Η εταιρία ανήκε σε αυτούς, αυτό είχαν καταλάβει. Σήμερα λοιπόν που θα παίρνονταν μεγάλες αποφάσεις, έπρεπε να είναι παρόντες.
Ο Λουκάς, καλωσόρισε τους αδελφούς Αργυρίου, και τους ευχαρίστησε για την πρόθεση τους να επενδύσουν στην ΠΙΤ-ΠΙΤ, βλέποντας την αλματώδη ανάπτυξη της. Ο Θανάσης ρώτησε
-δηλαδή θα κάνουμε και σουβλάκια; Δεν κατάλαβε γιατί όλοι γέλασαν.
-εμείς άρχισε ό ένας από τους αδελφούς, έχουμε τις άκρες να κάνουμε κατασκευαστική κοινοπραξία, να αναλαμβάνει δημόσια έργα εδώ και στο εξωτερικό, με την συνδρομή και του κυρίου Αργυρίου, αν και η ΠΙΤ-ΠΙΤ ενδιαφέρεται, επεκτεινόμαστε σε αυτόν τον τομέα, μέση Ανατολή τώρα και Βαλκάνια αργότερα μας περιμένουν.
-θα μας ενισχύσει η ΕΟΚ πήρε τον λόγο ο Παναγιώτης, στρεφόμενος προς τους δύο που με γουρλωμένα μάτια κοίταζαν γύρω γύρω.
-τι πρέπει να κάνουμε; Ο Παρασκευάς, οι γνώσεις μας δεν επαρκούν
-δεν χρειάζονται γνώσεις, τόλμη χρειάζεται, επέμβει ο Λουκάς, ξεχνάς πως ξεκίνησε η ΠΙΤ-ΠΙΤ, αν δεν ήταν ο Κύριος Αργυρίου, ακόμα θα περιμένατε την απάντηση για τα ψίχουλα που ζητούσατε, ενώ τώρα είστε εργοστασιάρχες, με προσωπικό με αυτοκίνητα εταιρικά με γραφεία με …….
-καλά-καλά τον έκοψε ο Θανάσης συμφωνούμε, τι πρέπει να κάνουμε;
-άμα συμφωνείτε θα κάνουμε τα χαρτιά και σε καμιά εβδομάδα θα πέσουν οι υπογραφές στα γραφεία των Αφων Αργυρίου.
Οι δύο συνεταίροι έφυγαν αφού τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν ο Λουκάς και ο Παναγιώτης. Το ένα αμάξι πίσω από το άλλο έφτασαν στα σπίτια τους.
-δεν έρχεσαι λιγάκι να τα πούμε; Πρότεινε ο Παρασκευάς
-έρχομαι έτσι κι αλλιώς και οι γυναίκες μας τα λένε στον άλλο όροφο.
Μπήκαν στο σπίτι του Παρασκευά, σερβιριστήκανε από ένα ποτό και κάτσανε στο σαλόνι.
-εγώ φοβάμαι, άρχισε ο Παρασκευάς
-γιατί μωρέ, δεν βλέπεις τι γίνεται, δεν βλέπεις το χρήμα που κυκλοφορεί;
-το βλέπω αλλά δεν το ορίζω
-και ποιος μπορεί να το ορίζει; Γι’αυτό είναι στρογγυλό για να κυλάει και να αλλάζει χέρια.
-έχω ενδοιασμούς, δεν μου αρέσουν οι Αργυρίου. Επέμενε ο Παρασκευάς.
-μήπως ρε συ μίλησες με τον γραφιά;
Δεν πρόλαβε να απαντήσει, άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Σοφία, εδώ είστε και εμείς περιμένουμε πάνω; Και έτσι έμεινε ατελής η κουβέντα.
Το άλλο βράδυ, αφού σχολάσανε, πρότεινε ο Παρασκευάς να διώξουν τις γυναίκες τους και να πιούν κανένα κρασί, έτσι και έγινε. Στο ταβερνάκι το γνωστό, περίμενε ο Σταμάτης μαζί με τον Γάκη. Στράφηκε ο Θανάσης να φύγει,
-μου την είχες στημένη Παρασκευά;
-βρέ αδελφέ ένα κρασί θα πιούμε. Και κάτσανε στο τραπέζι μαζί με τους άλλους δύο.
-γίνατε μεγάλοι και τρανοί, έσπασε τον πάγο ο Γάκης, εσύ που ήσουν στο πολυτεχνείο μέσα και εγώ έξω, εσύ κεφάλαιο τώρα και εγώ φύλακας,
-τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να είμαστε όλοι το ίδιο, καμάρωσε ο Θανάσης, στον αγώνα της ζωής ο καθένας υποχρεωτικά πάει στο πόστο του.
-σταματήστε αυτά τα ανόητα, ήρθαμε να πιούμε δυο κρασιά να θυμηθούμε την παλιά μας φιλία, που όσο περνά ο χρόνος ξεφτίζει, μην την δυναμιτίζεται κι άλλο.
-σωστά άνοιξε το στόμα του και ο Σταμάτης, τελευταίος από όλους, ας προσπαθήσουμε να ξαναστήσουμε την παρέα μας.
Θυμήθηκαν παλιές ιστορίες, φέρανε την κουβέντα στο Δημήτρη και το κατάντημα του, και όσο περνούσε η ώρα, φθάνανε και στα τωρινά. Ο Γάκης είχε παντρευτεί και είχε τρία παιδιά, ενώ ο Σταμάτης δεν είχε βρει την κατάλληλη, παρά τα τόσα προξενιά που του κάμανε. Ο Παρασκευάς τρωγόταν να ακούσει την άποψη του Σταμάτη, για το νέο εγχείρημα που ξεκινούσε με τον Θανάση. Μια στιγμή που ο Θανάσης πήγε στο WC, βρήκε την αφορμή να θέσει το θέμα, ο Γάκης μόλις άρχισε να σοβαρεύει η κουβέντα και να αναφέρεται το όνομα του Παναγιώτη, σηκώθηκε,
-εγώ πάω έξω να πάρω αέρα, άμα τελειώσετε με αυτόν το μαλ… θα ξαναέρθω. Ο Θανάσης που στο μεταξύ ερχότανε, είδε τον Γάκη να πηγαίνει στην έξοδο, κοίταξε στο τραπέζι και ο Παρασκευάς του έγνεφε, πήγαινε κοντά του, και πήγε.
-λοιπόν; Εναγωνίως ο Παρασκευάς
-όσο είναι ακόμα καιρός σταματήστε, μην υπογράφεται άλλα γιατί θα έχετε κακά ξεμπερδέματα.
-δεν μας απειλείς;
-φιλικά πολύ φιλικά το λέγω, ξέρω από μέσα πράγματα που αγνοείτε.
Τσούγκρισαν τα ποτήρια ξανά, διότι είχαν έρθει και οι άλλοι δύο, και κύλησε ευχάριστα το υπόλοιπο της βραδιάς. Στο δρόμο της επιστροφής ο Παρασκευάς οδηγώντας, ανέφερε στον Θανάση, τις αντιρρήσεις του Σταμάτη, και εκείνος τον έκοψε απότομα, δεν σου είπα πως μου την είχες στημένη,
-τι περιμένεις από αυτόν τον γραφιά που δεν μπορεί ακόμα να βρει γυναίκα και περιμένει από τα προξενιά στην εποχή μας.

Δυο κούτες τσιγάρα Ε΄.

Δυο κούτες τσιγάρα Ε΄.

Την επόμενη εβδομάδα σύμφωνα με το πρόγραμμα, κατέβηκαν στο κέντρο, στην Τρίτη Σεπτεμβρίου στα γραφεία των Αφων Αργυρίου. Στο τέταρτο όροφο που ανέβηκαν επικρατούσε πολύ ησυχία. Πέντε έξι κυρίες πίσω από γραφεία δουλεύανε αμίλητες, σε άλλο δωμάτια υπήρχαν υπολογιστές, εκείνη την εποχή ήταν σημαντικό θέμα η μηχανοργάνωση, η χρήση του υπολογιστή θεωρούνταν ειδικό προσόν, εκεί χειριστές ήταν δύο νεαροί.
Ζήτησαν στην είσοδο τον κύριο Αργυρίου, λέγοντας πως έχουν ραντεβού, και τους οδήγησε ο κλητήρας στο βάθος του διαδρόμου, που ξεχώριζε μια πόρτα δίφυλλη με τζαμαρία και από πίσω μια άλλη ξύλινη βαριά πόρτα. Κτύπησε ο κλητήρας και μόλις άκουσε ναι, άνοιξε και κράτησε την πόρτα ανοικτή να περάσουν. Όταν πέρασαν τα χάσανε από την πολυτέλεια.
Δυο γραφεία αντικριστά ήταν των αδελφών, οι οποίοι ταυτόχρονα σηκωθήκανε για να τους καλωσορίσουν.
-ελάτε, ελάτε, καθίστε λιγάκι, ο Παναγιώτης έρχεται ενώ ο Λουκάς είναι με τους δικηγόρους μας μέσα, ετοιμάζονται, κάθισαν χωρίς μηλιά. Ο Ένας εξ αυτών πήρε τηλέφωνο και παρήγγειλε, -πες στο Αργυρίου να έρθει είμαστε έτοιμοι, γυρνώντας προς τους άφωνους έως εκείνη την ώρα ρώτησε,
-θέλετε καφέ; Προσφέροντας από ένα πούρο που ο Θανάσης το πείρε ο Παρασκευάς αρνήθηκε. Σε λίγα λεπτά ήρθε και ο τραπεζίτης, και όλοι μαζί περάσανε σε ένα άλλο χώρο με ένα μεγάλο τραπέζι στην μέση, εδώ είναι ο χώρος των διασκέψεων τους εξήγησε ο ένας εξ αυτών, ο άλλος ήταν αμίλητος.
Ήρθε και ο Λουκάς με άλλους δύο κρατώντας ένα μάτσο φακέλους, και υποδεικνύοντας που πρέπει να υπογράφουν, αρχίζοντας από τους Αφους Αργυρίου, εκείνη την στιγμή μπήκε και ο Παναγιώτης.
-με συγχωρείτε για την καθυστέρηση, δικαιολογήθηκε, με κρατούσε ο υπουργός.
-έχει αντίρρηση για την επένδυση; Ρώτησε ο τραπεζίτης
-όχι κάθε άλλο, θέλει να βοηθήσει και εκείνος
-α! έτσι, λοιπόν θα έχουμε και άλλες ενισχύσεις,
-θέλει οπωσδήποτε να συμμετέχει, είπε ο Παναγιώτης.
Ο δεύτερος εκ των αδελφών που ακόμα δεν είχε υπογράψει, μέχρι την ώρα εκείνη ήταν αμίλητος, όπως και στο συμβούλιο στην ΠΙΤ-ΠΙΤ, άνοιξε το στόμα του θυμωμένα,
-πάρε μου τον στο τηλέφωνο τώρα να του μιλήσω, σχημάτισε ο Παναγιώτης ένα νούμερο, ζήτησε τον υπουργό λέγοντας πως παίρνει από το γραφείο των Αφων Αργυρίου, και αμέσως τον συνδέσανε.
-σύντροφε υπουργέ ο Αργυρίου σε θέλει, πείρε το ακουστικό ο Αργυρίου, και με έντονο ύφος άρχισε
-δε μου λές είσαι τρελός, είναι δυνατόν αυτά που λέει ο Δολιανός, κάτι θα απαντούσε ο υπουργός, και ο Αργυρίου σταμάτησε για μια στιγμή,
-όχι δεν συμφωνώ, και δεν κάνω την επένδυση, το πολύ τρία, και ο Δολιανός δικός μου, και έκλεισε θυμωμένος το τηλέφωνο. Στράφηκε στους δικηγόρους, και στον αδελφό του, σταματήστε τα κοντράτα, μη υπογράφεις τίποτα, αν θα γίνει δουλειά ο Παναγιώτης θα εγκατασταθεί εδώ. Εσείς φύγετε είπε στους δικηγόρους και θα τα πούμε σε λίγο.
Ο Θανάσης και ο Παρασκευάς τρόμαξαν από αυτήν την έκρηξη, και σηκωθήκαν να φύγουν, εκείνη την στιγμή κτύπησε το τηλέφωνο. Ο Αργυρίου πλησίασε τους δυο συνέταιρους χαμογελώντας,
-μην φεύγετε, έτσι είναι οι μεγάλες δουλειές, έχουν νεύρα, ο Παναγιώτης που είχε σηκώσει το τηλέφωνο του έγνεφε ο Υπουργός είναι, και ο Αργυρίου ατάραχος
–να περιμένει στο τηλέφωνο, μιλώ με του συνεργάτες μου. Με το πάσο του, τους έβαλε να κάτσουν πάλι, και όταν βολεύτηκαν πήρε το ακουστικό,
-λοιπόν; Είπε μονολεκτικά, περίμενε λίγο και πάλι μονολεκτικά
–εντάξει, κλείνοντας το τηλέφωνο. Φώναξε τους δικηγόρους, και αφού υπογράψανε όλοι οι ενδιαφερόμενοι, κλείσανε ραντεβού το βράδυ για να το γιορτάσουν, στην παραλία τα μπουζούκια τους περίμεναν.

Από εκείνη την ημέρα αλλάξανε πολλά πράγματα. Ο Παναγιώτης εγκαταστάθηκε στα γραφεία των Αφων Αργυρίου, και άρχισε τα ταξίδια, στις Βρυξέλες, στο Λονδίνο και στο Παρίσι.
Στο γραφείο του εγκαταστάθηκε ο λογιστής της ΠΙΤ-ΠΙΤ, προσελήφθηκε και άλλο προσωπικό, έτσι δούλευαν εκτός από τις γυναίκες τους, και τις ξαδέλφες του Θανάση, δύο οδηγοί, ένας εργάτης με τον πατέρα του Θανάση στην αποθήκη, και τέσσερα κορίτσια στην παραγωγή.
Ο Θανάσης μετακόμισε στην Κηφισιά, διότι έλεγε πως εκεί είναι η θέση του σαν επιχειρηματίας, σταμάτησε την γυναίκα του από την παραγωγή, πήρα και Φιλιππινέζα παραδουλεύτρα. Όσα χρήματα έπαιρνε από το ταμείο, ακριβώς τα ίδια εκταμίευε και για τον Παρασκευά, αυτός πάλι, με τα χρήματα που περίσσευαν άρχιζε να κτίζει ένα σπίτι στην Σαλαμίνα.
Φθάσανε οι εκλογές, γίνανε και ξαναγίνανε για βγεί η κυβέρνηση, έφυγε η αλλαγή και ήρθε η απαλλαγή. Αρχίσανε οι φαγωμάρες και τα δικαστήρια. Αρχίσανε να ξεσκαλίζουν υποθέσεις και σκάνδαλα.

Οι δύο συνέταιροι, απτόητοι συνέχιζαν την ζωή τους, λές και δεν τους άγγιζε τίποτα. Επήρανε αψήφιστα το θέμα, πως ο τραπεζίτης τους ο Αργυρίου, έφυγε από την τράπεζα. Έμειναν ήσυχοι όταν επισκεφτήκαν τους Αφους Αργυρίου, και τους βεβαίωσαν πως όλα είναι καλά, θα βρούμε καινούργιο τραπεζίτη, μην ασχολείστε εσείς.
Κάποιο πρωί, ήρθε στην πόρτα του εργαστηρίου τους, φάνηκε μια ομάδα από τρείς ανθρώπους, και ζητήσανε τον κύριο Αγησιλάου, παρουσιάστηκε ο Παρασκευάς
-εγώ είμαι, τι συμβαίνει;
-εφορία! Ήρθαμε για έλεγχο.
-ναι αμέσως, μισό λεπτό να ανεβούμε απάνω στο λογιστήριο. Με την σιγουριά πως όλα είναι νόμιμα, τους ανέβαζε απάνω. Ο λογιστής που πείρε χαμπάρι τι γίνετε, μιλούσε στο τηλέφωνο. Βγήκε από την πόρτα κλείδωσε το λογιστήριο, και στάθηκε μπροστά της.
-Μανόλη, είπε ο Παρασκευάς, οι κύριοι ήρθαν για έλεγχο βοήθησε τους, σε παρακαλώ ότι θέλουν,
-κύριε Παρασκευά, έχουν ένταλμα, έχουν καταγγελία, δεν μα ειδοποίησαν, δεν επιτρέπεται να κάνουν έλεγχο, τουλάχιστον σήμερα,
-έχουμε τίποτα να κρύψουμε; Έχουμε τίποτα παράνομο;
-όχι όλα είναι σωστά, αλλά είναι θέμα διαδικασίας,
Μαύρα φίδια ζώσανε τον Παρασκευά, υποψιάστηκε πως κάτι δεν πάει καλά, και στράφηκε στους Εφοριακούς,
-είναι θέμα διαδικασίας κύριοι, πρέπει να έρθετε άλλη μέρα
-δεν είναι προς το συμφέρον σας, να ξαναέρθουμε, είπε ο επικεφαλής τους
-να τηρηθούν οι διαδικασίες, να εφαρμόσουμε τα νόμιμα επέμενε ο Παρασκευάς, και τους συνόδευσε στην έξοδο.
Μόλις έφυγαν γύρισε στον λογιστή
-γιατί Μανόλη δεν τους άφησες να κάνουν έλεγχο;
-ξέρετε δεν έχουμε αποδώσει ΦΠΑ και χαρτόσημο, ίσως μας δημιουργήσουν ιστορίες.
Ο Παρασκευάς τηλεφώνησε στον Λουκά αμέσως, του ανέφερε το γεγονός, και εκείνος τον καθησύχασε, <μην στεναχωριέσαι για τίποτα, όλα κανονίζονται>, εκείνος με την σειρά του ενημέρωσε τους Αργυρίου, και αυτοί φρόντισαν και απαίτησαν να αλλάξει η σύνθεση της επιτροπής ελέγχου, θέτοντας επικεφαλής τον Σταμάτη Κορινθίου.

Ο Σταμάτης με κρύα καρδιά, ανέλαβε αυτήν την άχαρη αποστολή. Επέλεξε του ψυχραιμότερους της ομάδας του, και την ορισμένη ημέρα έφτασε μπροστά στην πόρτα του εργαστηρίου, συνοδευόμενος από 7 εφοριακούς ελεγκτές και ένα περιπολικό. Ο Θανάσης όταν τον είδε να κατεβαίνει έφριξε, <γιατί εσύ; Θα ζητήσω την εξαίρεση σου, γιατί εσύ γραφιά;>, τον πιάσανε από τους αγκώνες ο Παρασκευάς με τον Λουκά, <εμείς το ζητήσαμε, με δυο κούτες τσιγάρα θα καθαρίσουμε>, το σπρώξανε στο Volvo <φύγε εσύ και έλα το βράδυ.
Ο Σταμάτης με υπηρεσιακό ύφος, ζήτησε από τον Παρασκευά να πάνε στο γραφείο του, δίνοντας παράλληλα εντολή στην ομάδα του, να αρχίσουν λεπτομερή έλεγχο, και ότι χρειάζονταν ήταν εκεί ο λογιστής και ο Λουκάς. Περνώντας μέσα, έκατσε στον καναπέ και φιλικά είπε στο Παρασκευά.
-κάτσε, το άγχος δεν βοηθά, ηρέμησε και δεν ήρθε η καταστροφή ακόμα,
-πόσα χρόνια γνωριζόμαστε; Και που φτάσαμε; Είπε μελαγχολικά ο Παρασκευάς
-1992 βγάλε 74 μας κάνουν δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, πότε πέρασαν
Έκατσε και ο Παρασκευάς στον καναπέ, -θες έναν καφέ;
-εν ώρα υπηρεσίας; ποτέ. Αρνήθηκε ο Σταμάτης, ξέρεις Παρασκευά σε λίγο θα έρθει και ο έλεγχος από την ΔΕΗ. Να ελέγξει εάν οι εγκαταστάσεις είναι σύμφωνα με τα σχέδια που έχουν κατατεθεί, δεν πιστεύω να μην το ξέρεις;
-όλα μαζί; Γιατί; Ρώτησε και αναστέναξε. Πράγματι σε λίγο έφτασε και ο έλεγχος της ΔΕΗ. Ζητήσανε από τον Παρασκευά τα σχέδια, αυτός τους παρέπεμψε στο λογιστήριο, και αποκαμωμένος έκατσε απέναντι από τον παλιό του φίλο. –τι κάνουμε τώρα;
Εκείνη την στιγμή κατέβηκε ένας από την συνοδεία του Σταμάτη,
-κύριε προϊστάμενε, έχουμε και απόπειρα δωροδοκίας να το αναφέρω;
-όχι, όχι, ο Αγησιλάου είναι εδώ, δεν μπορεί να έγινε
-ο δικηγόρος του πρότεινε
-είπα όχι, το έκοψε απότομα ο Σταμάτης, την κουταμάρα του δικηγόρου δεν θα την πληρώσει η επιχείρηση, μην τον λαμβάνεται υπ’ όψιν καθόλου. Και στρεφόμενος προς τον Παρασκευά, -διώξε τον, θα κάνει ζημιά.
Ανέβηκε πάνω ο Παρασκευάς, πήρε το Λουκά από το μπράτσο και του είπε να φύγει αμέσως. Εκείνος αντέδρασε χαλαρά αλλά στο τέλος έφυγε. Μέχρι το μεσημέρι το συνεργείο του ελέγχου, έκανε άνω κάτω το λογιστήριο, κρατούσαν σημειώσεις, ξεχώριζαν φακέλους, εξερευνούσαν συρτάρια και ρωτάγανε και ξαναρωτάγανε. Κάποια στιγμή που τελείωσε ο έλεγχος, είχαν μαζέψει μερικούς φακέλους, οι οποίοι θα πηγαίνανε ως αποδεικτικά στοιχεία στην Εφορία, για την συνέχεια. Ο Παρασκευάς ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, πίστευε ακράδαντα πως όλα γινόντουσαν νόμιμα και τίμια.
-θα σε περιμένω στο γραφείο μου σε δέκα μέρες, φρόντισε να έρθεις μόνος σου, χωρίς λογιστές και δικηγόρους, ψιθύρισε στο αυτί του, ο Σταμάτης και έφυγε με την κουστωδία του.
Ανέβηκε στο λογιστήριο να μαλώσει τον λογιστή
-τι έγινε εδώ Μανόλη; Έχουμε παρανομίες, τι συμβαίνει που δεν είναι εντάξει; Τι είναι αυτό που αγνοώ;
-δεν έχουμε αποδώσει ΦΠΑ και χαρτόσημο
-άλλο;
-έχομε καθυστερήσει λίγο και το ΙΚΑ
-πόσο λίγο
-κανένα χρόνο περίπου
-γιατί αυτά;
-έλλειψη ρευστού,
-πως υπάρχει έλλειψη, αφού . . .και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του, αφού παίρνομαι τόσα, για τα νοίκια της Κηφισιάς τα αυτοκίνητα κλπ.
Τηλεφώνησε στο Αργυρίου και ζήτησε να του μιλήσει, αυτός δεν βγήκε στην γραμμή, αλλά του έκλεισε ραντεβού την επομένη σε ένα γραφείο στην οδό Σολωμού. Την άλλη μέρα πήγε και τον βρήκε, ήταν ένα διαμέρισμα που το χρησιμοποιούσε όπως είπε για να ξεκουράζεται, όταν οι δουλειές δεν του επέτρεπαν να φεύγει από το κέντρο. Ήταν και οι δύο αδελφοί, ο ένας ο σιωπηλός παρέμενε σιωπηλώς, ο άλλος όμως τον καθησύχασε
-δεν είναι τίποτα σπουδαίο, σε δέκα μέρες θα πάς μονάχος, όπως σου παρήγγειλε, να κανονίσεις <τις δυο κούτες τσιγάρα>, συνηθισμένα πράγματα, αν και σε αυτά έχει ειδικότητα ο Παναγιώτης, αλλά βλέπεις λείπει και ο Κορινθίου γνωρίζει και εμπιστεύεται εσένα.
-τι να κάνω δηλαδή;
-θα πάς και θα του πεις στα ίσα, πόσο κοστίζει το κλείσιμο της υπόθεσης, θα φροντίσεις μόνο να είστε μόνοι.
-αυτό είναι όλο; Και που θα βρώ τα λεφτά που θα ζητήσει;
-μην αγχώνεσαι, την παραμονή θα στα στείλουμε με τον Λουκά, θα τα κανονίσουμε όλα, ο υπουργός είναι δικός μας
-μα είναι άλλη κυβέρνηση τώρα,
-δεν είναι, παρένθεση κάνει, το υπουργείο αυτό είναι πάντα δικό μας ανεξάρτητα από την κυβέρνηση και τις εκλογές.
Δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα ο Παρασκευάς, δεν τολμούσε να πάρει το Σταμάτη στο τηλέφωνο, έψαξε τον Θανάση και αντάμωσαν στο γνωστό ταβερνάκι το μεσημέρι.
Ο Θανάσης, ήρθε πρώτος, περιμένοντας παρήγγειλε και έτρωγε όταν ήρθε ο Παρασκευάς.
-που είσαι από χθες; Ανησύχησα.
-που να είμαι, δουλειές, με τον γραφιά τι έκανες;
-έχουμε προβλήματα, τα χαρτιά μας δεν είναι σωστά και θα μπλέξουμε
-μην ανησυχείς, όλα ρυθμίζονται, (με δυο κούτες τσιγάρα) θυμάσαι;
-τώρα δεν είναι το ίδιο
-πάντα το ίδιο είναι, άκου τώρα, θέλεις να φας κάτι; Τόση ώρα κάθεσαι και δεν παρήγγειλες ακόμα.
Παρήγγειλε και ο Παρασκευάς, και ο Θανάσης άρχισε να τον καθησυχάζει.
-βρήκα το Αργυρίου τον Τραπεζίτη ξέρεις;
-μα αυτός δεν είναι πλέον στην τράπεζα
-ξέρω, όμως είναι δικτυωμένος με όλο το σινάφι που διακινεί χρήματα, και έχει και για την ΠΙΤ-ΠΙΤ δουλειά και κέρδη.
-δηλαδή; Ρώτησε ο Παρασκευάς έκπληκτος, από το θράσος του Θανάση
-θα κάνει τη ΑΕ εισηγμένη και θα κάνει αύξηση κεφαλαίου και θα κάνει……..
-σταμάτα πιά τα όνειρα, καλά ήμουν με το δισκάδικο, πως θα ξεμπερδέψουμε από όλα αυτά; ξεχνάς την εφορία; Αν ήταν σωστός δεν θα ήταν ακόμα στην τράπεζα;

Δυο κούτες τσιγάρα Στ΄.

Δυο κούτες τσιγάρα Στ΄.

Εκείνες τις ημέρες μέχρι να τελειώσει η διαδικασία του ελέγχου, η ΠΙΤ ΠΙΤ υπολειτουργούσε, επήρανε υποχρεωτική άδεια το προσωπικό όλο. Ο Παρασκευάς πήγαινε κάθε πρωί στο εργαστήριο, για να απαντά στο τηλέφωνο και να κρατά παραγγελίες, και ο Θανάσης για να τον ξεσηκώνει με τις μελλοντικές επενδύσεις της εταιρίας. Την παραμονή του ραντεβού με τον Σταμάτη, ήρθε ο Λουκάς με ταξί, έδωσε ένα πακέτο πεντοχίλιαρα, στον Παρασκευά, και ζήτησε το κλειδί του Volvo,
-τι το θέλεις; Ρώτησε ο Παρασκευάς, το χρειάζομαι να μετακινούμαι.
-και εγώ το έχω ανάγκη, το κομματικό το παραδώσαμε, ο Παναγιώτης επιστρέφει μεθαύριο, από Βρυξέλες με πελάτες, και πρέπει να έχουμε άνεση κινήσεων.
-όχι δεν το δίνω, είναι δικό μου και το θέλω εγώ
-δεν είναι δικό σου, της Εταιρίας είναι, και εγώ έχω το ίδιο μερίδιο.
Κεραυνός του ήρθε η απάντηση, τόσο καιρό δεν κατάλαβε τίποτα; Μα τόσο αφελείς είναι; Του τά έλεγε ο Σταμάτης, αλλά δεν τον άκουγε. Έδωσε τα κλειδιά, -πότε θα το φέρεις πίσω;
-να κυκλοφορείς με το φορτηγό, είναι πιο υγιεινό το πείραξε ο Λουκάς.

Την επομένη περίπου στις δέκα, βρισκότανε στο Εφορία και στο γραφείο του παλιού του φίλου, Σταμάτη.
-άκου Σταμάτη, εγώ δεν ξέρω πως γίνονται τα λαδώματα, έχω όμως εδώ αυτά τα χρήματα, ξεκίνησε να λέει
-σιωπή τον αποπήρε, ο Σταμάτης, στο όνομα της φιλίας μας, κάνω πως δεν άκουσα τίποτε, κάτσε κάτω και μην μιλάς καθόλου. Ύστερα ηπιότερα συνέχισε
-πόσες φορές σε προειδοποίησα, δεν με άκουσες, και σήμερα που σε κάλεσα μονάχο το έκανα να σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία. Γνωρίζω πως είσαι θύμα, σε εκμεταλλεύτηκαν κάποιοι επιτήδειοι, αρχής γενομένης από τον Παναγιώτη, να μου το θυμάσαι πως δεν θα έχει καλά ξεμπερδέματα. Τα χρήματα που έφερες θα τα πάς στο ταμείο, να εξοφλήσεις όσα μπορείς από το χρέος, και θα έρθεις πάλι εδώ να διακανονίσουμε τα υπόλοιπα με συμβιβασμό, σε συμφέρει έτσι παρά να πάμε δικαστικώς, όπως θα σε συμβουλέψουν οι λογιστές και οι δικηγόροι. Άκουσε με δεν θα χάσεις.
Ο Παρασκευάς με το ζόρι συγκράτησε ένα δάκρυ, -που να πάω;
-περίμενε, σήκωσε το ακουστικό ο Σταμάτης, -Τάκη έλα σε παρακαλώ. Σε λίγο μπήκε ένας νέος, -πήγαινε το κύριο Αγησιλάου στο ταμείο και ξαναελάτε από εδώ μόλις τελειώσει. Ο νέος οδήγησε τον Παρασκευά σε ένα άλλο γραφείο από κει τον περάσανε σε άλλο κατέβασαν φακέλους, και μετά από μια και παραπάνω ώρα βγάλανε το κονδύλι που χρωστούσε η ΠΙΤ ΠΙΤ, έδωσε όσα χρήματα είχε και ξανά πήγανε στο γραφείο του Σταμάτη.
-όλα καλά; ρώτησε συγκαταβατικά
-όλα καλά, απήντησε ο Παρασκευάς
-θα κανονίσουμε το υπόλοιπο χρέος σε ισόποσες 48 δόσεις, είναι το μεγαλύτερο διάστημα που μπορώ, με την υποχρέωση σου να καλύπτεις απόλυτα και τις τρέχουσες οφειλές, εντάξει, είμαστε σύμφωνοι.
-πώς να σε ευχαριστήσω Σταμάτη;
-αν διαλύσεις την εταιρία ή φύγεις από αυτήν θα με ευχαριστήσεις και θα ωφελήσεις την οικογένεια σου. Άμε στο καλό.

Με αναπτερωμένο ηθικό ο Παρασκευάς, γύρισε στο εργαστήριο, τον περίμενε η γυναίκα του η Σοφία και ο Θανάσης
-λοιπόν; Με ένα στόμα όλα καλά; πήρε <τις δυο κούτες τσιγάρα;>
-είστε γελασμένοι και οι δύο, και τους εξήγησε ότι έτρεξε στην Εφορία. Ειδοποιήστε τα παιδιά από αύριο ξανανοίγουμε, και έχουμε ένα σωρό παραγγελίες σε εκκρεμότητα. Τηλεφώνησε αμέσως μετά στον Αργυρίου να τον ενημερώσει, αλλά δεν τον συνδέανε. -δεν πειράζει θα πάω αύριο από κοντά.
Την επομένη πήγε στα γραφεία των Αφων Αργυρίου, στην Τρίτη Σεπτεμβρίου, όταν ο κλητήρας τον πέρασε στο μεγάλο γραφείο, κατά την προσφιλή τους συνήθεια ό ένα μίλαγε και άλλος σιωπούσε. Ο ομιλητικός από τους δύο άρχισε
-ξέρεις Παρασκευά δεν χειρίστηκες καλά το θέμα, έδωσε χρήματα που μπορούσες να είχες αποφύγει, κάνοντας διακανονισμό. Ήταν κανονισμένο από ποιο πάνω, άλλωστε είπαμε πως αυτή η κυβέρνηση είναι παρένθεση
-δηλαδή;
-δεν έχει δηλαδή, θα δεις μεθαύριο ο Θανάσης πως θα χειριστεί το θέμα του ΙΚΑ.
-το αυτοκίνητο που πείρε ο Λουκάς; Ο Παναγιώτης, που βρίσκεται;
-αυτά είναι άλλα θέματα, καλά θα κάνεις να μην ξαναέρθεις εδώ, και μάλιστα απροειδοποίητα, για ότι θέλεις θα ρωτάς τον Λουκά.
-συγνώμη δεν είμαστε συνέταιροι, μαζί δεν έχουμε την εταιρία;
-όχι βέβαια, εμείς χρηματοδοτούμε το εργαστήριο σου και συ δουλεύεις για μας.
-κατάλαβα, είπε και έσκυψε το κεφάλι ο Παρασκευάς, χαίρετε.
Σε δύο μέρες πήγε ο Θανάσης στο ΙΚΑ. Ρύθμισε το χρέος των καθυστερημένων να εξοφληθεί σε 48 ισόποσες δόσεις, χωρίς να προκαταβάλει τίποτα, και όλα πλέον ήτανε έτοιμα για την επανέναρξη της επιχειρήσεως.
Οι εργασίες άρχισαν, αλλά το κλίμα είχε αλλάξει, το λογιστήριο μεταφέρθηκε στα γραφεία των αφεντικών, ο Θανάσης πείρε το γραφείο που καθόταν ο Παναγιώτης, και λίγο ως πολύ έκανε τον κυρίαρχο. Το τηλέφωνο του αδιάκοπα κατειλημμένο, συνεννοήσεις με λιγόλογες με ανθρώπους που άρχισαν να μπαινοβγαίνουν. Ο Παρασκευάς ήταν εκτός κλίματος, προσπαθούσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των πελατών και δεν καταλάβαινε πολλά, όταν ρώταγε πληρώθηκαν οι δόσεις, έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση <φρόντιζε τις παραγγελίες εσύ, τα άλλα δική μας δουλειά>.

Ήρθαν πάλι οι εκλογές, ξανάρθε η αλλαγή, αυτή την φορά λεγότανε εκσυγχρονισμός. Ετοιμαζότανε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Η ΠΙΤ ΠΙΤ, θα έμπαινε στο χρηματιστήριο, ο Παρασκευάς προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά πέσανε πάνω του όλοι μαζεμένοι, πρώτη από όλους η γυναίκα του, επηρεασμένη από τον αδελφό της.
-η ευκαιρία της ζωή μας, θα ξεφύγουμε για πάντα από την κακομοιριά και την μιζέρια.
-βρέ γυναίκα, δεν είναι ηθικά πράγματα αυτά
-οι άλλοι που τα κάνουν είναι ηθικότεροι; γκρίνιαζε η Σοφία, και υπέκυψε ο Παρασκευάς.
Και ένα βράδυ βρεθήκαν πάλι στη παραλία στα μπουζούκια να διασκεδάζουν εορτάζοντας την είσοδο τους στο χρηματιστήριο. Διευθύνων νους ο Αργυρίου ο παλιός τραπεζίτης, γνώστης της αγοράς, και από κοντά ο Θανάσης. Πήρε τον ανήφορο, η μετοχή της ΠΙΤ ΠΙΤ. Όλοι ζούσαν μες την τρελή χαρά που λέει ο λόγος, μέχρι εκείνο το πρωινό που άλλαζε η χιλιετηρίδα. Μετά από μια ξέφρενη βραδιά γλεντιού, ο Αργυρίου ο παλιός τραπεζικός μαζί με τον Θανάση, πήραν το αεροπλάνο για τις Φιλιππίνες, μαζί και την παραδουλεύτρα, που στο μεταξύ την είχε ερωτευτεί ο Θανάσης, για να μην ξαναγυρίσουν.
Ο Παρασκευάς δεν το περίμενε αυτό, δεν μπορούσε να το φανταστεί, και θυμήθηκε πάλι τον Σταμάτη, κούναγε το κεφάλι πέρα δώθε , <έπρεπε να τον είχα ακούσει>.

Μετά τις διακοπές των εορτών, στο εργαστήριο ήρθε ο λογιστής, -εγώ πρέπει να φύγω, μην με λογαριάζετε πλέον, είπε στον Παρασκευά
-κάτσε λίγες μέρες, να βρώ άλλον ρε Μανόλη,
-λυπάμαι, δεν μπορώ απότομα και μονοκόμματα, εδώ τελείωσα, πάω αλλού, το είπε με μεγάλη δόση ειρωνείας,
-άντε στο καλό, είπε ο Παρασκευάς, και να δούμε τι κάνουμε.
Η κοπέλα του λογιστηρίου, προσπαθούσε να βγάλει άκρη, αλλά δεν προλάβαινε, έπρεπε να παρακολουθεί την αποθήκη τις αποστολές τις παραλαβές, τα άλλα θέματα που είχαν να κάνουν με το δημόσιο Εφορία ΙΚΑ Ασφάλειες ΔΕΗ κλπ δεν τα γνώριζε καθόλου. Ο Παρασκευάς δεν ήξερε τι να κάνει, σαν τρελός έτρεχε πάνω κάτω.
Σε όλη αυτήν την αναταραχή, συνέβη και ένα ατύχημα, έπλεξε τα χέρι μιας κοπέλας στο ζυμωτήριο και έσπασε. Τρεχάματα στο νοσοκομείο, διαμαρτυρίες για τις συνθήκες εργασίας από τους υπόλοιπους, όλα μαζί ένας χείμαρρος. Μετά το ατύχημα ήρθε το υγειονομικό και σφράγισε το εργαστήριο. Σε όλη αυτήν την ανακατωσούρα ο Λουκάς άφαντος, το ζητούσε στο τηλέφωνο και ποτέ δεν ήταν στο γραφείο του. Ξεκίνησε ένα πρωί να πάει στους Αφούς Αργυρίου, να ζητήσει συνδρομή, ο κλητήρας του είπε πως είναι παρείσακτος εκεί, και όταν τόλμησε να προχωρήσει λίγο παραμέσα, βρέθηκαν μπροστά του δυο γιγαντόσωμοι μπράβοι που του έκλεισαν τον δρόμο. <θες να φύγεις όρθιος, ή ξαπλωτός;>. έφυγε όρθιος.
Το άλλο πρωί ο Λουκάς έκανε την εμφάνιση του,
-μην στεναχωριέσαι για τίποτα, περαστικά είναι όλα
-ποια είναι περαστικά, δεν βλέπεις την καταστροφή;
-μην είσαι απαισιόδοξος, υπάρχουν οι μετοχές, θα πουλήσουμε υπάρχει κατασκευαστική κοινοπραξία
-από εκεί με διώξανε, ευτυχώς όρθιο, γέλασε ειρωνικά.
-το ξέρω είπε ο Λουκάς αναλαμβάνουνε όμως όλα τα έξοδα από εδώ και ύστερα μην ανησυχείς για τίποτα, εγώ θα είμαι δίπλα σου, ότι χαρτιά έρχονται σε μένα να τα δίνεις, αν θέλεις να μεταφέρω το γραφείο μου εδώ το κάνω
-όχι, όχι, ότι, είναι θα στα φέρνω εγώ.

Άρχισαν να έρχονται χαρτιά, από όλες τις υπηρεσίες, κλήσεις και κλητεύσεις ένα σωρό, και άρχισαν οι συμβιβασμοί και οι κατασχέσεις, πρώτα τα αυτοκίνητα, μετά τα μηχανήματα, τα ενοίκια καθυστερούσαν ο νοικοκύρης πίεζε. Δικαστήρια το ένα πάνω στο άλλο, από τους πελάτες που ζητούσαν και ποινικές ρήτρες επειδή έμεναν τα ράφια άδεια, από προμηθευτές που δεν ξοφλούσαν τα χρέη, <μα τόσα χρέη, μα τόσα χρέη> έλεγε και ξαναέλεγε ο φουκαράς. Ποιος έλεγε πως όσα περισσότερα χρωστά μια επιχείρηση, τόσο καλλίτερη είναι;
Από αναβολή σε αναβολή, κατά την πάγια τακτική των δικηγόρων, πήγαιναν οι δίκες του Παρασκευά, αλλά μετά από τρία και βάλε χρόνια, έφτασε η στιγμή της πληρωμής. Έξι χρόνια και τρείς μήνες φυλάκιση, ήταν η απόφαση του δικαστηρίου, συγχωνεύοντας όλες τις ποινές. Οδηγήθηκε στις φυλακές του Κορυδαλλού, για την εκτίσει.

Έμαθε την κατάληξη του Παρασκευά ο Σταμάτης, από τον Γάκη, και πήγε να επισκεφτεί το φίλο του στην φυλακή. Χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του, πήρε άδεια εκτός επισκεπτηρίου. Τον περίμενε ο Γάκης, τον οδήγησε στο γραφείο του διευθυντή, αφού ήπιανε καφέ εξήγησε την κατάσταση, και ζήτησε να είναι επιεικής με τον φίλο του, που στο κάτω-κάτω της γραφής ήτανε θύμα. Ο διευθυντής τον βεβαίωσε, για την καλή του διάθεση, αλλά και πως ξέρει να διακρίνει άτομα και χαρακτήρες, γι’ αυτό το είχε τοποθετήσει στην βιβλιοθήκη.
Σε ένα διπλανό δωμάτιο, με πέντε έξι καρέκλες σιδερένιες, ριζωμένες μέσα στο τσιμεντένιο πάτωμα, όπως και το τραπέζι, περίμενε ο Παρασκευάς, μόλις είδε τον Σταμάτη και τον Γάκη πίσω του, ξέσπασε σε λυγμούς, πως κατάντησα; Τον αγκάλιασαν και οι δύο
-τα λόγια είναι φτώχια, θα κάνεις κουράγιο και θα περάσουν τα χρόνια αυτά, και θα ξεχαστούν όλα, άρχισε να παρηγορεί ο Σταμάτης.
-άστο πονάει, μην το συνεχίζεις αδελφέ μου,
-πόσα χρόνια γνωριζόμαστε, θυμάσαι Γάκη στο αναρρωτήριο, θυμάσαι τη κατσαβιδιά,
-ναι θυμάμαι, ήμασταν τότε καλή παρέα, για θυμήσου, εσύ, ο Σταμάτης, ο Δημήτρης, ο Παναγιώτης,
-ναι είπε ο Παρασκευάς, που να είναι ο Παναγιώτης;
-εδώ είναι στην διπλανή πτέρυγα, τον έχουν μέσα γιατί πούλαγε αρχαία στα ταξίδια που έκανε.
-βρέ τον φουκαρά, έκαμε ο Σταμάτης, δεν το ήξερα, να του έφερνα και αυτουνού δυο κούτες τσιγάρα

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Βελόνα και κλωστή.

Έκατσα πολύ ώρα εμπρός στο πληκτρολόγιο σήμερα, για να αναπτύξω το θέμα που με βασάνισε σήμερα, αλλά δεν τα κατάφερα. Αφορά την εξέλιξη στη ένδυση, πως δηλαδή τα καταφέρνανε οι άνθρωποι προτού εφευρεθούν τα κουμπιά. Πως στην ευχή στερέωναν τα ρούχα τους;. αφορμή για αυτό το βάσανο είναι το ράψιμο ενός κουμπιού. Το δυσκολότερο μέρος σε αυτήν την τρομακτική διαδικασία δεν είναι να περνάς την βελόνα στις τρύπες του κουμπιού χωρίς να τρυπηθείς, αλλά να περάσεις την κλωστή μέσα στην βελόνα. Το άφησα το θέμα γιατί είμαι αδικαιολόγητος, και επειδή είμαι σίγουρος πως θα γελάτε μαζί μου, προσθέτω και το χαμόγελο που ακολουθεί.


Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Τα προσκοπικά χρόνια

Το Σάββατο 22 Αυγούστου 2009, με τίτλο τα παλιόπαιδα κάπου στο Κάιρο, είναι αναρτήσει μια φωτογραφία του Θεόδωρου (Ντορί) Καραντινού.
Με ρώτησε κάποιος τότε, είναι και ο Πυθαγόρας ανάμεσα τους; και του απήντησα με ερώτηση και είπα ποιος ξέρει, μήπως μπορώ να τον αναγνωρίσω μετά από τόσα χρόνια;
Από τότε πέρασε καιρός, έγινε η ομάδα με τις αναμνηστικές φωτογραφίες, που αναρτούν οι συμπατριώτες. Με την συνδρομή όλων αυτών των φίλων από τα παλιά, ξεπεράστηκε το φράγμα των 600 και συνεχίζουμε.
Εχθές με περίμενε μια έκπληξη, όταν περνώντας από εκεί είδα φωτογραφίες αναρτημένες από τον Κώστα Σκουφαρίδη, σε μια από αυτές αναγνώρισα τον εαυτό μου. Μου λύθηκε έτσι η απορία που με βασάνιζε, μήπως μπορώ να αναγνωρίσω το παιδί που ήμουν κάποτε;
Ναι λοιπόν και με μεγάλη ευκολία. Τις τελευταίες αμφιβολίες μου τις διέλυσε το μήνυμα από τον Κώστα, εσύ είσαι δεξιά.
Γράφω την σημερινή ανάρτηση σαν ευχαριστήριο στον Κώστα Σκουφαρίδη, διότι είναι αυτή η φωτογραφία θα είναι η μόνη που θα διαθέτω από τα παιδικά μου χρόνια.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Καλό τριήμερο

Αυτήν την ευχή άκουσα σήμερα, όταν πήγα να προμηθευτώ χαλβά και ταραμοσαλάτα. Κοντοστάθηκα για λίγο στο ταμείο, -τι είπες; Ρώτησα την ταμία –Καλό τριήμερο, ξαναείπε αυτή, -κακό είναι;
Μοναδικός πελάτης εγώ, με όρεξη για κουβέντα εκείνη, άρπαξα την ευκαιρία.
-Γιατί μου εύχεσαι καλό τριήμερο
-πήρατε σαρακοστιανά τρόφιμα
-πρώτη φορά παίρνω χαλβά; και καλαμάρια;
-όχι βέβαια, αλλά αυτές τις μέρες όλοι ψωνίζουν σαρακοστιανά και ευχόμαστε καλό τριήμερο
Εξακολουθούσα να κάνω πως δεν καταλαβαίνω. – τι γιορτάζουμε δηλαδή;
-την καθαρή Δευτέρα, αποκρίθηκε, το πέταμα του αετού, τα κούλουμα, αλήθεια δεν το ξέρατε;
-όχι δεν το ήξερα αυτό, χαιρέτισα και έφυγα.

Πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος αλήθεια; Φτώχυνε το λεξιλόγιο μας τόσο πολύ, που δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε στο τέλος. Μεγάλωσε η άγνοια, για την ορθόδοξη πίστη, τις θρησκευτικές παραδόσεις του τόπου μας.
Άνοιξε το Τριώδιο, λέμε, και θεωρούμε πως ήρθε η ώρα για μασκαράδες και καρναβάλια. Αντίθετα το τριώδιο είναι το πλέον κατανυκτικό βιβλίο της λατρείας μας.
Καθαρά Δευτέρα λέμε, και εννοούμε, το πέταγμα του χαρταετού, την εκδρομή στην εξοχή, το ψήσιμο στα κάρβουνα των θαλασσινών μεζέδων και την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών από νωρίς. Το απόγευμα δε, θα πάμε στην εκκλησία να ακούσουμε το μέγα απόδειπνο, (Στην Σάμο λένε των Δυνάμεων), αν δεν έχουμε πάει στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου.
Πόσο μακριά είμαστε από τα παραδεδομένα; Ξεχάσαμε την έννοια νηστήσιμα, αντικαθιστώντας την λέξη με τα σαρακοστιανά. Γνωρίζουμε άραγε πόσες σαρακοστές υπάρχουν στην διάρκεια του έτους;
Καλό τριήμερο, δηλαδή καλό ξεφάντωμα; Όχι βέβαια, αυτό το τριήμερο είναι το πρώτο της μεγάλης τεσσαρακοστής, που κάνουμε αυστηρή νηστεία, αλάδωτο φαγητό, και προσευχή για να μεταλάβουμε την Τετάρτη, που θα γίνει η πρώτη Θεία λειτουργία των προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Η ευχή καλό τριήμερο έχει να κάνει με εκείνους του Μοναχούς, που την Κυριακή μπαίνανε στο κελί τους, για να βγούν την Τετάρτη, να κοινωνήσουν και ξαναβγούν την Παρασκευή, να ξανακοινωνήσουν.
Η καθαρά Δευτέρα, είναι η ημέρα εκείνη που οι ποιο έμπειροι καλόγεροι, έφευγαν από το μοναστήρι, για τα ασκηταρειά τους, και θα επιστρέφανε την Μεγάλη Πέμπτη, χωρίς όλο αυτό το διάστημα να μιλήσουν σε κανέναν.
Το βράδυ της Κυριακής, γίνεται ο κατανυκτικός εσπερινός, στην λήξη του οποίου ζητάμε συγχώρηση ο ένας από τον άλλον. Και παίρνουμε κουράγιο λέγοντας «Καλή Σαρακοστή». Ακόμα και σήμερα πολλά Μοναστήρια, μετά τον εσπερινό της Κυριακής, κλείνουν την πύλη, και ζουν το τριήμερο.
Αυτά είναι τα παραδομένα.
Αν’ αυτών τι κάνουμε; Ο κάθε ένας ότι θέλει.
Αυτά είναι παραδόσεις που αφορούν τους Χριστιανούς; Ασφαλώς, και μόνο αυτούς!

Μείωση αποδοχών

Περίοδος οικονομικής κρίσεως περνάει η πατρίδα μας, χρειάζεται την συνεισφορά όλων μας για ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις τις και αυτήν τη φορά.
Επαναλαμβάνω, για άλλη μια φορά, πως εδώ στον Πυθαγόρα δεν πολιτικολογούμε.
Το σίγουρο είναι πως όποιο κόστος, όσες θυσίες χρειαστούν, θα γίνουν για να αποδειχθεί γι’άλλη μια φορά πως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει.
Δεν ασχολούμαι καθόλου με εκείνα τα μέτρα που η κυβέρνηση καλείται να λάβει, δεν την κριτικάρω.
Εκεί που σήμερα στέκομαι, παρά το ότι περάσανε πολλές ημέρες, από όταν το διάβασα, είναι η δήλωση του προέδρου της Χώρας, του κ Παπούλια, να μην εξαιρεθεί από την προσφορά. Επίσης ο πρόεδρος της Βουλής ανήγγειλε περικοπή των επιδομάτων, τόσο δικά του, (ως προέδρου) όσο και των βουλευτών. Θεμιτές και αξιέπαινες ενέργειες, των προέδρων.
Διάβασα λοιπόν πως αυτή η μείωση στις αποδοχές του προέδρου της βουλής θα είναι 1030 ευρώ και των βουλευτών 800 και κάτι ευρώ.
Φαντάζεστε ότι η περικοπή αυτή αντιστοιχεί σε ένα μηνιάτικο; Θα μπορούσε δηλαδή ο κάθε βουλευτής να ζούσε μια οικογένεια, από αυτά που τώρα κοπήκαν. Είναι πράγματι τρομακτικό το γεγονός, πως πρέπει κάποιος να εργάζεται έναν ολόκληρο μήνα, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτό το εισόδημα, είναι κάποιοι που παίρνουν ακόμα λιγότερα, για να μην μιλήσουμε για τους άνεργους.
Δεν είναι λοιπόν θυσία αυτή η κίνηση, είναι το ελάχιστον που μπορούν να προσφέρουν. Θυσία θα ήταν να ζούσαν με τόσα εκείνοι για ένα χρονικό διάστημα. Θυσία θα ήταν, να υπάρξει πρόβλεψη για μια κοινοβουλευτική περίοδο, οι βουλευτές να είναι άμισθοι, αλλά αυτά είναι όνειρα απατηλά.
Όμως πέρα από αυτούς τους συλλογισμούς, νομίζω πως αυτοί που απαρτίζουν την βουλή του λαού, έχουν καλύτερη ενημέρωση των καταστάσεων, και είναι περισσότερο υπεύθυνοι ως άτομα, να πράξουν ότι το συμφέρον της πατρίδος απαιτεί.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Απόκριες και ΤΡΙΩΔΙΟ (απο την Φένια)

Τριώδιο είναι το βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας των ύμνων που ψάλλονται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου , μέχρι και του Μ. Σαββάτου. Περιλαμβάνει ιερά ποιήματα από τον 5ο ως τον 15ο αιώνα. Το πρώτο έντυπο του Τριωδίου εξεδόθη στην ελληνική γλώσσα το 1522 μ.Χ.

ΑΠΟΚΡΙΑ
Αποκριά ετυμολογικά σημαίνει μακριά από το κρέας. (εκκλησιαστικά) Είναι η περίοδος προετοιμασίας του ανθρώπου, ψυχικής και σωματικής, για βιώσει το Θείο Πάθος και την
ανάσταση του Σωτήρα Χριστού..
Περιλαμβάνει τις τρεις εβδομάδες πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή, που μας ανοίγει το
Τριώδιο. Η περίοδος αυτή προσδιορίζεται από τις Κυριακές του «Τελώνου και Φαρισαίου»,του «Ασώτου», των «Απόκρεω» και της «Τυρινής». Η Μεγάλη Σαρακοστή ξεκινά από την Καθαρά Δευτέρα.

Αποκριά (λαογραφικά) Η περίοδος αυτή συνδυάζεται με το έθιμο του «Καρνάβαλου» που
είναι η θεότητα της Αποκριάς. Είναι έθιμο του γλεντιού, της ψυχαγωγίας, του «μασκαρέματος».
Για την προέλευσή του υπάρχουν πολλές εκδοχές: Από τα Σατουρνάλια ή τα Λουπερκάλια των Ρωμαίων. Ίσως και από την μεταφορά των Καλανδών, πάλι, των Ρωμαίων από την αρχή του έτους στην αρχή της Άνοιξης. Αλλά, είναι πιθανόν, και από τη συγχώνευση εθίμων που υφίστανται από την αρχαιότητα και έχουν σχέση με την αναγέννηση της φύσης.

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ
Ανοίγει το Τριώδιο. Σε πολλά χωριά μια εβδομάδα πριν από την Τσικνοπέμπτη, με το
άνοιγμα του Τριωδίου ξεκινούσε η διαδικασία της σφαγής των γουρουνιών, τα χοιροσφάγια. (η εβδομάδα αυτή και ονομαζόταν σφαγαριά).
Το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν την περίοδο των Απόκρεω, την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, την σφαγαριά. Ήταν γιορτή για όλο το χωριό. Οι κάτοικοι σχημάτιζαν φιλικές συντροφιές και έσφαζαν «χαλάγαν» με τη σειρά τα χοιρινά τους.
Ένα καλό γουρούνι για «χοιροσφαγή» έφτανε τις 100 με 150 κιλά. Πρώτη μέρα
Ένα επιδέξιος σφαγέας έσφαζε το γουρούνι. Η σφαγή γινόταν με μαχαίρι ή με όπλο (δίκανο).
Τη δεύτερη μέρα ετοίμαζαν την «οματιά» (αιματιά Έπαιρναν τα χοντρά έντερα, σε μήκος 60 έως 80 εκ. τα έπλεναν καλά. Τα γέμιζαν με μισοβρασμένο σιτάρι, σταφίδες, πορτοκαλόφλουδες, μυρωδικά και μπαχαρικά. Τα έβαζαν σε ταψιά με λίπος από την μαδημένη κοιλιά «σγόρτσα» και την έψηναν στο φούρνο. Ήταν νόστιμη. Τρώγονταν ζεστή ή κρύα.Από την ψημένη «οματιά» έστελναν και στις οικογένειες που δεν είχαν , ή δεν έσφαξαν το δικό τους χοιρινό.
Μια επιπλέον γαστρονομική απόλαυση της «σφαγαριά», ήτανε τα ποδομούτσουνα που έκαναν την πηχτή και τα λουκάνικα. (Τρώγονταν ψητά ή έμπαιναν στο παστό που ετοιμαζόταν την Τσικνοπέμπτη).
Μετά ακολουθούσε το «ξεφόρτιασμα» (μετά το γδάρσιμο «ξεφόρτιαζαν» το σφαχτό, δηλ.αφαιρούσαν το στρώμα λίπους που είχε στη ράχη). Με το «ξεφόρτιασμα» κομμάτιαζαν το κρέας, διάλεγαν το καλό για το «παστό», το αλάτιζαν, έριχναν ρίγανη και το άφηναν μερικές μέρες «να το πιάσει το αλάτι».
Την «Τσικνοπέφτη» ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό». Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή». Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως φαγητό για όλη τη χρονιά.Με αυτό φίλευαν και τους ξένους. Ονομαστό φαγητό από «παστό» ήταν οι «καγιανάδες»- οι «αλιμοκαγιανάδες», με κρεμύδι κι αυγά.

ΑΠΟΚΡΙΕΣ : ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ- ΔΡΩΜΕΝΑ
Εκτός από τα συμπόσια, τις διασκεδάσεις, τα χοιροσφάγια, την θύμηση των νεκρών, κύριο χαρακτηριστικό των Απόκρεω είναι οι μεταμφιέσεις, οι προσωπιδοφορίες, οι «μουτσούνες», σπάνια με μάσκα, περισσότερο με μακιγιάζ, και μουντζούρα από τον πάτο του «λεβετιού».
Αυτά συνδυάζονται με αθυροστομίες, με θεατρικού διαλόγους, παρουσίαση διαφόρων δρώμενων. Αναβίωναν προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ακουγόταν άσεμνα τραγούδια, γινόταν εικονικές δίκες.
Οι Χριστιανοί αντάλλαζαν επισκέψεις, έβρισκαν την ευκαιρία της επικοινωνίας , και διασκέδαζαν.
Μεταμφιεζόταν σε «μπούλες» οι άντρες ντυνόταν γυναίκες και οι γυναίκες άντρες, έφτιαχναν τις συντροφιές τους και γύριζαν σ’όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι.
Αναπαρίσταναν ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, γιατρούς με τα γιατροσόφια τους, γέρους και γριές, με μπαστούνια και κουδούνια, αρκουδιάρηδες με κρεμασμένες κουδούνες στη μέση του, για να γίνεται θόρυβος κ.ά. Τους δεχόταν, τους κερνούσαν, αντάλλαζαν αστεία και προσπαθούσαν με εύθυμο τρόπο να τους κάνουν να φανερώσουν το πρόσωπό τους, την ταυτότητά τους.Από νωρίς τα βράδια μαζευόταν στις γειτονιές, στα ξέφωτα, στις πλατείες, όπου άναβαν φωτιές. Εκεί «μπούλες» και μη, μικροί και μεγάλοι, χοροπηδώντας γύρω στις φωτιές, τραγουδούσαν εύθυμα έλεγαν πιπεράτα αστεία, αναπαρίσταναν φάσεις γενετήσιες (έγκυες γυναίκες κλπ)

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Ο Βαλμάς, παιζόταν στα χωριά της Ηλείας, από δυο ομάδες δεμένες σε σχοινί. Τραβούσε η κάθε ομάδα το σχοινί. Νικήτρια ήταν η ομάδα που έσυρε στο δικό της μέρος την αντίπαλη ομάδα. Το ξεχωριστό στο παιχνίδι ήταν ότι πριν και μετά το παιχνίδι έκαναν αστείο διάλογο, σαν θεατρικό.
Η ρίψη του λίθου ήταν αγώνισμα. Σ’αυτό προσπαθούσαν να χτυπήσουν το στόχο τους ρίχνοντας τις πέτρες, οι σομάδες.
Γαϊδουροδρομίες οργανώνονταν από ομάδες για να βγάλουν τον νικητή γάϊδαρο, μέσα στην οχλαγωγή και τα πειράγματα και τις αστείες διονυσιακού τύπου μεταμφιέσεις.
Τα αλευρώματα (που έχουν την προέλευσή τους στο Γαλαξίδι) και τα γιαουρτώματα (εβδομάδα της Τυρινής), τα μουντζουρώματα της Καθαρής Δευτέρας ήταν μερικές άλλες συνήθειες που διασκέδαζαν και προξενούσαν πολύ γέλιο.
ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΛΑΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Κατά τη διάρκεια των Απόκρεω γίνονταν και διάφορα λαϊκά δρώμενα. Ένα από τα βασικά θέματα τις Αποκριάς ήταν η Αναπαράσταση του Γάμου. Γίνονταν εικονικοί γάμοι ανάμεσα στα χωριά και οι γαμήλιες πομπές ξεκινούσαν από το ένα για να πάνε στο άλλο. Ο γαμπρός με το άλογο, κι από κοντά ο κουμπάρος και γύρω οι συμπέθεροι. Συναντιόταν με την πομπή της νύφης και γινόταν τρικούβερτο γλέντι…με όλα τα συνακόλουθα…. Ο επικεφαλής της πομπής, ο σταχτιάρης κράταγε σακούλι με στάχτη, για να ρίχνει σ’ αυτούς που ήθελαν να παρεμποδίσουν την πομπή, να παρεμποδίσουν το γάμο. Έτσι παρέμεινε η παροιμιακή φράση «Μας έριξε στάχτη στα μάτια». Επίσης δεν έλλειπαν και οι εικονικές δίκες με βάσει τα προικοσύμφωνα ή το σεντόνι της πρώτης νύχτας του γάμου, όπου ο πατέρας της νύφης δεν εκτέλεσε τις υποχρεώσεις του, το δικαστήριο αποφάσιζε να του την επιστρέψει πίσω.
Διακωμωδούσαν υποθέσεις, που τους βασάνιζαν στην καθημερινότητά τους, έπεφτε πολύ γέλιο.Το γαϊτανάκι, ήταν γνωστό σε πολλές περιοχές. Ένα ψηλό ξύλο, με δεμένες πολύχρωμες κορδέλες. Κάθε κορδέλα και χορευτής με την παραδοσιακή του στολή. Και ρυθμοί χορευτικοί να οδηγούν τα βήματα γύρω από τα γαϊτανάκι. Λέγεται ότι το γαϊτανάκι έγινε γνωστό από τους Αρκάδες (Σπάθαρι, και Βυζίκι που το χόρευαν με συνοδεία πίπιζας και ταμπούρλου) που εγκαταστάθηκαν στη Ηλεία.
Η τελευταία εβδομάδα των Αποκριών είχε σχέσεις με την εμφάνιση του Διαβόλου. Μασκαράδες διάβολοι, κακομούτσουνοι με σχισμένα σκούρα ρούχα ή προβιές και γουρουνοδέρματα, ουρές και κέρατα, με δρεπάνια, τσουγκράνες κι άλλα εργαλεία διέσχιζαν τους δρόμους και καμωνόταν ότι παίρνουν τις ψυχές. Ίσως έχει σχέση με τα Ψυχο-Σάββατα, με τις μέρες των νεκρών τους. Παραλλαγή του εθίμου αυτού είναι ο «Σκατουλιάρης» των χωριών του κάμπου. Το σκατουλιάρη τον περίμεναν , προ πάντων τα απιδιά για να τρέξουν ξωπίσω του, να τον κυνηγήσου, με μεγάλη ανυπομονησία…
Σκατουλιάρης ντυνόταν ένας νέος του χωριού με προβιές, κέρατα και ουρά, καθώς και
μουντζουρωμένο πρόσωπο. Έτρεχε στο δρόμο και πείραζε όσους συναντούσε. Σε μερικούς καβαλούσε στο σβέρκο, όπως λέγεται ότι κάνει ο διάβολος. Οι παροιμιακές φράσεις «τον έχει διχάλα», «ακόμα δεν το ξεκαβαλήκεψε» έχουν την αφετηρία τους σ’αυτήν την δοξασία.
Τον «κακό άγγελο» με το σταυρό και το λιβανωτό, που έκαιγε πιπεριές κόκκινες, κρεμμύδια και σκόρδα, στα χέρια θα διώξει ο «παπάς», άλλος μεταμφιεσμένος. Ο Σκατουλιάρης στην δύναμή του όπου φύγει – φύγει, με αστείες κινήσεις και κάποιο αγχωτικό σταμάτημα, για θυσία στο Βάκχο με κρασί σε πήλινο κανάτι.. Πολλά από αυτά γίνονται και την Καθαρά Δευτέρα.
Αλλά και ο θάνατος περιλαμβανόταν στα δρώμενα της Κ.Δ. με αναπαράσταση της κηδείας. Ο νεκρός τοποθετούνταν σε «κορίτο» και περιφερόταν στο χωριό. Όσοι τον συναντούσαν, διακωμωδώντας την κατάσταση ρωτούσαν την αιτία του θανάτου κι έπαιρναν πιπεράτες απαντήσεις από τους τεθλιμμένους συγγενείς. Η γλώσσα δεν είχε φραγμούς τις ώρες εκείνες… Μόνο που οι κοπέλες έσκυβαν το κεφάλι από ντροπή. Το «κορίτο» τοποθετούνταν στην πλατεία δίπλα στη φωτιά, γύρω μαινόταν ο χορός, «χορός της φωτιάς»
Τελικά γινόταν και η Ανάσταση του νεκρού με όλα τα σχετικά επακόλουθα που ήταν πειράγματα, τραγούδι και οινοποσία για την ήττα του θανάτου.
Ο Γάμος, και ο Θάνατος συνυπάρχουν στα έθιμα της Αποκριάς. Οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι μαζί, αφού και γι αυτούς ετοιμάζονται τα «σπερνά». Έθιμα που μας θυμίζουν και τις αρχαίες Ελληνικές παραδόσεις μας. Τότε που οι ψυχές των πεθαμένων «απολύονται» απ’ τον Άδη κάποιες μέρες της Άνοιξης για να έρθουν να συγκατοικήσουν με ους ζωντανούς. Έθιμα που μας λένε ότι τίποτα δεν χάνεται σ’ αυτόν τον κόσμο και μέσα στον δικό του χρόνο.
ΤΥΡΙΝΗ
Μετά την Κρεατινή εβδομάδα, ακολουθεί η Τυρινή Εβδομάδα, με έμφαση γιορτασμού την Τυρινή Κυριακή. Την εβδομάδα αυτή εξαφανιζόταν από το σπίτι όλα τα κρεατικά. Το Παστό ήταν στις λαγήνες του, και κανείς δεν έτρωγε. Οι τσομπάδηδες μοίραζαν γάλα στους χωριανούς τους για να φτιάξουν τις γαλόπιτες τις ξυπόλυτες, τις μακαρονόπιτες και τυρόπιτες να πήξουνε τις γιαούρτες. Οι νοικοκυρές ετοίμασαν τα γαλακτερά φαγητά και γλυκίσματα αυτά για να κεράσουν τις μπούλες και τους φίλους . Τα ψάρια μόνο επιτρέπονταν στο τραπέζι..

Αναρτήθηκε από Φένια Φουφουλίδου στις 3:55 μ.μ. 0 σχόλια Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανάρτηση
 
Παρμένο απο τον Νείλο http://aigyptiotismos.blogspot.com/