Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Ηρώ και Βασίλης Δ΄.

Δ΄. το τέλος


Την Δευτέρα σαν να μην συνέβη τίποτα, στα γραφεία της ΜΠΑΡΑ, συνεχίζονταν η ρουτίνα. Ο Βασίλης ήταν απασχολημένος με μια πατέντα που του ζήτησαν από Νάουσα, έναν τρόπο να κόβονται τα ροδάκινα και να αφαιρείτε το κουκούτσι. Για να γίνουν κομπόστα, τα έκοβαν με το χέρι και αυτό σήμαινε εργατικά, ψάχνανε λοιπόν ένα τρόπο να εξοικονομήσουν χέρια.
Εκείνο το πρωί, μάζεψε τα χαρτιά στην τσάντα του ο Βασίλης, φεύγω πάω Νάουσα, ανακοίνωσε στην Ηρώ. Εκείνη του έπιασε το χέρι, «μην πάς, δεν είναι απαραίτητο», αντί για απάντηση, την χτύπησε απαλά στο ώμο. Και έφυγε. Η Ηρώ έμεινε στην θέση της ακίνητη κάμποση ώρα, μέχρι που την πλησίασε μια κοπέλα του λογιστηρίου και τη επανέφερε στην πραγματικότητα.
Πράγματι ο Βασίλης, πήγαινε στην Νάουσα, ήταν μια δουλειά που έπρεπε να τελειώσει, τις υπόλοιπες δουλειές, θα τις φρόντιζαν στην εταιρία. Βρήκε τον πελάτη του, του έδωσε τα σχέδια για το μηχάνημα όπως το φαντάζονταν, του διευκρίνισε πως δεν θέλει καθόλου αμοιβή, αλλά να μην το ενοχλήσει καθόλου στην κατασκευή. Ήταν η τελευταία εκκρεμότητα πριν την μεγάλη αλλαγή που είχε αποφασίσει να κάνει στην ζωή του. Χωρίς να ρωτήσει κανέναν, χωρίς να συμβουλευτεί ή να πάρει γνώμη, αποφάσισε να τελειώσει η ζωή του στο Άγιον Όρος.
Τράβηξε γραμμή για Θεσσαλονίκη, πούλησε το αυτοκίνητο του, το μοναδικό περιουσιακό στοιχεί που είχε στο όνομα του, μπήκε στο λεωφορείο για την Ουρανούπολη.

Άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους ανέβηκε στο καραβάκι για την Δάφνη. Από εκεί στο λεωφορείο για τις Καρυές, στο πρωτάτο για διαμονητήριο. Τον ρώτησαν για πόσες ημέρες, χωρίς δισταγμό είπε για πάντα.
Με το χαρτί στο χέρι, και με ελάχιστα ρούχα στο βαλιτσάκι που κρατούσε, κατέβηκε τα σκαλιά του πρωτάτου. Κοίταξε γύρω του και είδε έναν άλλο κόσμο που δεν φαντάζονταν πως υπάρχει. Αγωγιάτες κα μουλάρια, φορτωμένοι με ντορβαδίνες μοναχοί, άλλοι με ξύλα στην πλάτη σαν γαϊδούρια, άσφαλτος πουθενά. Αναρωτήθηκε «που βρίσκομαι και γιατί;».
Δεν ήξερε που να πάει, δεν ήξερε τι να κάνει, ασυναίσθητα σήκωσε το χέρι του και έκανε το σήμα του σταυρού, «Παναγία βόηθα». Ήταν πεπεισμένος πως ούτε και τώρα θα χανότανε, είχε περάσει τόσα και τόσα, εδώ στον ιερό τόπο θα χαθεί; Στο κάτω κάτω το μυαλό του θα είχε λύσεις και πατέντες για τα πάντα, έτσι νόμιζε. Τον πλησίασε ένας μοναχός
-ευλογείται, είπε
-πως είπατε; Ρώτησε απορημένος
-κατάλαβα πρώτη φορά έρχεστε εδώ, έχετε να πάτε πουθενά;
-όχι δεν γνωρίζω κανέναν, δεν έχει ξενώνες, σε κάποιο ξενώνα θα πάω
-ξενώνες δεν έχουμε, μόνο στα μοναστήρια, και τα λένε αρχονταρίκια, θέλετε να σας δείξω ένα μοναστήρι να πάτε;
-ναι θέλω, νυχτώνει άλλωστε και πρέπει να ξεκουραστώ, ευχαριστώ με λένε Ράπτη
-εδώ δεν έχουμε επίθετα μόνο ονόματα πως σας λένε;
-Βασίλη με λένε εσάς;
-είμαι ο πατήρ Αρσένιος, τραβήξετε αυτό το μονοπάτι και μετά από μιάμιση ώρα θα είστε στο Φιλοθέου. Στο δρόμο έχει πολλές πινακίδες δεν θα χαθείτε. Πέστε σας έστειλα εγώ.

Ο Βασίλης πήρε το βαλιτσάκι του και μπήκε στο μονοπάτι που του έδειξε ο Μοναχός να βρει το Μοναστήρι. Ήταν το καλοκαίρι του 1982. Έφτασε πέρασε την πύλη, τον υποδέχθηκε ένας άλλος μοναχός. Είχε τελειώσει ο εσπερινός κα βρισκόντουσαν στην τράπεζα. Εκεί τον οδήγησε, τον έβαλε σε μια άκρη να κάτσει, είχε μπροστά του ένα πιάτο φακές μια ντομάτα και μια φέτα ψωμί. Καθ όλη την διάρκεια του φαγητού, σε έναν άμβωνα ένας μοναχός διάβαζε, δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Έφαγε και όταν σηκώθηκαν οι Μοναχοί σηκώθηκε και αυτός πήγαν στην ναό διαβάσανε το απόδειπνο, έβλεπε αυτός μέσα στο μισοσκόταδο, να περνούν όλοι και να φιλούν το χέρι, ενός καλογέρου που στεκότανε πίσω από την κολόνα, όταν τελείωσαν οι Μοναχοί πήγαιναν λαϊκοί, θεώρησε πως έπρεπε να πάει και αυτός, και πήγε.
Ένας άλλος μοναχός το οδήγησε σε ένα δωμάτιο με δώδεκα κρεβάτια από τα οποία τα μισά ήταν άδεια, ψηλά στο αρχονταρίκι για τον ύπνο, εκείνη την ώρα έδυε ο ήλιος. Μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα κτύπαγε η πόρτα και φώναζε απ’ έξω κάποιος «δι ευχών», ξανά και ξανά μέχρι που κάποιους από τους κοιμώμενους στο ίδιο δωμάτιο απήντησε «αμήν». Ακολούθησαν κτυπήματα από σήμαντρα και άλλα σήμαντρα και στο τέλος μια καμπάνα χάλασε τον κόσμο. Έκανε την ντροπή φιλότιμο και κατέβηκε στον Ναό.
Αλλιώς ήταν μαθημένος από τις ακολουθίες της ενορίες του, στις οποίες δεν πήγαινε από την αρχή. Αυτοί οι καλόγηροι διαβάζανε, και ξαναδιαβάζανε, ψέλνανε για λίγο και ξαναδιαβάζανε, μέσα στο μισοσκόταδο κινιόντουσαν φιγούρες, ανάβανε καντήλια σβήνανε άλλα. Γονατίζανε και συρνόντουσαν, ανεβοκατέβαιναν στα στασίδια τους, όλα αυτά με τάξη και ρυθμό. Ατέλειωτη του φάνηκε όλη αυτή η διαδικασία, αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία, σαν να μην υπήρχε. Όταν απόλυσε κάποια στιγμή ο ιερέας, πήγανε για φαγητό, μέσ’ την νύχτα, και μετά εξαφανίστηκαν. Ανέβηκε και αυτός στο δωμάτιο να συνεχίσει τον ύπνο του.
Ύστερα από δυο ή τρείς ώρες ξανάρχισαν τα σήμαντρα, σηκώθηκε αυτήν την φορά ξεκούραστος, και κατέβηκε στην αυλή. Τον πλησίασε ένας μοναχός και του είπε πως πρέπει να παρουσιαστεί στον Γέροντα.
-εγώ θέλω να δώ τον ηγούμενο, δεν έχω καιρό για γέροντες
-ευλογημένε, ο ηγούμενος λέγετε και προσφωνείτε Γέροντας, αλλά από ότι φαίνετε είσαι αρχάριος, ακολούθα με, και ξεκίνησαν μαζί να βρουν τον Γέροντα.
Περνώντας μέσα από διαδρόμους και στοές σταμάτησαν μπρός σε μια πόρτα, την κτύπησε ο Μοναχός και είπε «δι ευχών», όταν από μέσα άκουσαν αμήν, άνοιξε και πέρασαν μέσα.
Ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες, ήταν η επίπλωση του δωματίου, στην άκρη υπήρχε ένα στενό κρεβάτι κατασκευασμένο πρόχειρα από σανίδια και γύρω γύρω στα ράφια γεμάτα βιβλία.
-κάτσε παιδί μου, είπε ο Γέροντας, πως σε λένε;
-Βασίλης Ράπτης, είπε και έκατσε,
-λοιπόν Βασίλη, εδώ που είσαι δεν χωράν υπεκφυγές και ψέματα, αν θές να βρεις λύση στο πρόβλημα που σε απασχολεί πρέπει να είσαι απόλυτα ειλικρινής απέναντι μου.
-που ξέρετε Γέροντα πως με απασχολεί κάποιο πρόβλημα;
-αν δεν είχες πρόβλημα δεν θα ερχόσουν εδώ, είσαι άσχετος με τα μοναστήρια, φαίνεται από τις κινήσεις σου, από το λεξιλόγιο σου, ήρθες αναζητώντας κάτι, σίγουρα θέλεις βοήθεια και εδώ στο περιβόλι της Παναγίας θα την βρεις, μόνο αν είσαι ειλικρινής, αν θέλεις να βοηθήσω πές τι συμβαίνει αλλιώς κάτσε όσες μέρες θέλεις και φύγε με το πρόβλημα σου.
Ο Βασίλης πράγματι αναζητούσε κάτι που δεν το είχε ακόμα προσδιορίσει, αναζητούσε την γαλήνη της ψυχής του. «θα σου πω Γέροντα» και άρχισε να λέει να λέει χωρίς σταματημό, να αναλύει την ζωή του από το ορφανοτροφείο μέχρι το τελευταίο ταξίδι στο Πήλιο, και την απόφαση του να μην ξαναβγεί στον κόσμο. Ο Γέροντας άκουγε, και δεν μιλούσε, κρατώντας ένα κομποσκοίνι στο χέρι το γύρισε και μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. Όταν απόκαμε την διήγηση ο Βασίλης, σηκώθηκε τον πλησίασε,
-ο Χριστός σε διάλεξε και σε θέλει αγνό, σε κάλεσε εδώ στο περιβόλι της Μητέρας Του. Είσαι μεγάλος για να μείνει στο κοινόβιο, θα δυσκολευτείς νομίζω πως είναι καλλίτερα να πάς σε ένα γέροντα να κάνεις την υπακοή σου και την δοκιμασία σου, να τον βοηθήσεις στα γεράματα, και να σου μείνει το κελί να ασκηθείς.
-ξέρω από κοινόβια, έζησα πολλά χρόνια στα ιδρύματα, αλλά θα κάνω ότι πεις.
-άμε να ξεκουραστείς και αύριο ή μεθαύριο θα τα ξαναπούμε, κοίτα μόνο να μιλάς λίγο και διακριτικά.
Πέρασαν δυο μέρες σε αργούς ρυθμούς, κι ένας Μοναχός το πλησίασε στη αυλή με τον ίδιο τρόπο που τον πλησίασε ο προηγούμενος «σε θέλει ο Γέροντας». Τον οδήγησε στο γνωστό δωμάτιο, πέρασαν μέσα και ο Γέροντας του ανακοίνωσε πως ο Πάτερ Δαμασκηνός, τον δέχεται για παραγιό του. Και το άλλο πρωί θα τον πήγαινε ο βουρδουνάρης με το μουλάρι. Αναρωτήθηκε ποιος να είναι άραγε αυτός ο Δαμασκηνός, και σαν κατάλαβε την απορία του ο Γέροντας τον ενημέρωσε. Ήταν από την Πόλη και στα σεπτεμβριανά του 1955 έχασε την οικογένεια του, την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους, δεν τους βρήκε όσο και αν προσπάθησε και αποτραβήχτηκε εδώ να προσεύχεται γι αυτούς.
Το επόμενο πρωινό μετά την ακολουθία και το φαγητό, καβάλησε ένα μουλάρι, ενώ είχε για οδηγός έναν Μοναχό που φόρτωσε σε άλλο μουλάρι το βαλιτσάκι του, και ένα ντορβά γεμάτο προμήθειες για τον πατέρα Δαμασκηνό. Περπατούσαν πολύ ώρα χωρίς ο οδηγός του να βγάζει μιλιά, ο ίδιος ο Βασίλης ήταν ολιγόλογος και απερίεργος. Είχε σηκωθεί καλά ο ήλιος όταν φτάσανε στο καλύβι του πατρός Δαμασκηνού. Ξεπέζεψε ο οδηγός του, τον ακολούθησε κι αυτός. Πήρε μια πέτρα και σημάδεψε ένα παράθυρο, δεν το βρήκε με την πρώτη, με την δεύτερη το πέτυχε, και άνοιξε και φάνηκε ένας γέροντας ασπρογένης καλόγερος, έγνεψε με τα χέρια του να πλησιάσουν.
-ευλογείται, είπε ο Μοναχός συνοδός του
-ο Κύριος ευλογεί αποκρίθηκε εκείνος, «δι ευχών»
-των Αγίων Πατέρων
-καλώς ήλθατε στο φτωχικό μας.
Στιχομυθία και λεξιλόγιο άγνωστο στον Βασίλη, κοίταζε γύρω και δεν μιλούσε. Έβλεπε ένα μεγάλο αγροτόσπιτο, με κήπο γεμάτο ζαρζαβατικά, δεν είχε ξαναδεί από κοντά φυτώρια. Από την άλλη μεριά του σπιτιού καμιά εικοσαριά ελιές, και άλλα δένδρα που δεν ήξερε τι είναι.
-έφερα Γέροντα ευλογίες από το Μοναστήρι και τον καινούργιο σου Δόκιμο. Στερεωμένος να είναι και καλές υπομονές.
-ευχαριστώ παιδί μου, βάλτα μέσα, ξέρεις εσύ και έλα να τα πούμε λίγο. Μετά στράφηκε στον Βασίλη,
-εσύ θα μείνεις εδώ; Το έχεις σκεφτεί καλά; πως σε λένε;
-Βασίλης Ράπτης απήντησε, ανακουφισμένος, επιτέλους κάποιος του απέτεινε τον λόγο.
-άκου Βασίλη, έμπα μέσα στο σπίτι, ανέβα στο πάνω πάτωμα, διάλεξε ένα δωμάτιο να μείνεις, εκτός από κείνο, και του έδειξε το παράθυρο που σημάδεψε με την πέτρα ο οδηγός του, εκείνο είναι δικό μου.
-μάλιστα πάτερ,
-δεν θα λες μάλιστα, θα λές να είναι ευλογημένο Γέροντα. Μόλις φύγει ο αδελφός μας, θα έλθω να τα πούμε.
Ανέβηκε ο Βασίλης στο πάνω πάτωμα, την πρώτη πόρτα που βρήκε άνοιξε, και είδε ένα φτωχικό εξοπλισμό. Ένα κρεβάτι από τάβλες στηριγμένες σε τσιμεντόλιθους, ένα σκαμνάκι, ένα τραπέζι που έτριζε, και ένα μπαούλο. Βγήκε άνοιξε την διπλανή πόρτα, είδε ακριβώς τον ίδιο εξοπλισμό. Επέστρεψε στην πρώτη κάμαρα άφησε το βαλιτσάκι του και κάθισε στο σκαμνί. Ο Γέροντας ξεπροβόδισε τον Μοναχό οδηγό του, δίνοντας του ένα σακουλάκι σταυρουδάκια από το εργόχειρο του. Ευλογία έναντι της ευλογίας, όπως έλεγε.
Ανέβηκε μετά στο πάνω πάτωμα, να βρει τον Βασίλη.
-λοιπόν Βασίλη, θέλεις να μείνεις για πάντα εδώ, έτσι; με το νεύμα της κεφαλής συνέχισε, άκου σε καλά τι θα σου πω τώρα. Σήμερα σε περίμενα κα μαγείρεψα φακές, σε λίγο θα φάμε και μετά θα πάμε στην ιματιοθήκη, να βρεις ρούχα στα μέτρα σου. Αυτά που φοράς να φυλάξεις στο βαλιτσάκι σου, γιατί θα σου χρειαστούν όταν θα επιστρέφεις στον κόσμο. Δεν πιστεύω να αντέξεις την καλογερική πάνω από εξ μήνες
-Γέροντα με απορρίπτεις πριν ακόμα με γνωρίσεις;
-ξέρω εγώ τι λέω, είσαι μεγάλος για δοκιμασίες και καλομαθημένος, τώρα, θέλεις τίποτα να ρωτήσεις, όχι καλά έλα σε λίγο κάτω για φαγητό.
Στο κάτω πάτωμα στο βάθος υπήρχε ένα μαγειρείο με τα απολύτως βασικά. Ένας μεγάλος τσιμεντένιος νεροχύτης, με μια σωλήνα από το παράθυρο έμπαινε και κατέληγε σε βρύση, μια πιατοθήκη και Μασσίνα για μαγείρεμα. Στην άκρη ένα τραπέζι ξύλινο, στρωμένο με νάιλον τραπεζομάντηλο, στην κορυφή είχε μια καρέκλα και στα πλευρά του από ένα πάγκο. Κάτσανε και ο γέροντα ευλόγησε το φαγητό τους.
Όταν τελειώσανε, πέρασαν δίπλα στο ναΐδριο, που υπήρχε ενσωματωμένο μέσα στο σπίτι. Φόρεσε το κρεμασμένο πετραχήλι ο Γέροντας και έβαλε ευλογητό, γύρισε στον Βασίλη «λέγε», εκείνος δεν ήξερε τι να «λέγει» και περίμενε, ήρθε ο Γέροντας του άνοιξε το Μέγα Ωρολόγιον, «εδώ είμαστε». Έτσι άρχισε ο Βασίλης την Μοναχική του Βιωτή.

Διέψευσε τον Γέροντα, και δεν έφυγε στους έξ μήνες, αντίθετα του είχε γίνει απαραίτητος. Έμαθε ένα σωρό αγροτικές εργασίες που δεν είχε ιδέα, ακόμα βελτίωσε τα αυτοσχέδια εργαλεία που είχε το κελί για το εργόχειρο, σκαλίζανε σταυρούς στο ξύλο, φτιάχνανε καντηλήθρες με φελλό και σύρμα, και ακόμα υπήρχε αγιογραφείο σε αχρηστία.
Είχαν περάσει από κελί αυτό στα χρόνια που έμενε ο Πάτερ Δαμασκηνός πολλοί μοναχοί. Δεν στερεώνονταν.
Στην συνοδεία του Γέροντα του, αυτός ήταν ο ευνοούμενος, τον άφηνε διάδοχο όταν πεθάνει, οι παραδελφοί του δεν το χώνεψαν, και έφυγαν. Έμεινε μόνος αυτός τον γεροκόμησε και του έμεινε το κελί αυτό. Είχε γεράσει και αυτός δεν αξιώθηκε να στερεώσει παραγιό να τον γηροκομήσει, παρόλο που πέρασαν αρκετοί δόκιμοι. Τώρα ο Βασίλης έκανε την έκπληξη, έμαθε να τον ξελειτουργά από τον πρώτο μήνα κιόλας. Το κελί καθαρίστηκε, ο Ναός του έλαμψε από την πάστρα. Έλεγε ο Γέροντα πως ο Μέγας Βασίλειος, τον Φανέρωσε τον Βασίλειο για να του ευπρεπίσει το σπιτικό του.
Κάποτε θέλησε ο Βασίλης να καθαρίσει τα λούκια του νερού που μαζεύανε φύλλα και πρότεινε στον Γέροντα να αντικατασταθούν με σωλήνα πλαστική. Αντέδρασε ο Γέροντας,
-θα έρθει το νερό ίσαμε εδώ γρηγορότερα και καθαρότερο, αλλά τα πουλάκια που θα ξεδιψούν, θαρρείς πως είναι δικό μας μόνο το νερό, πόσα ζώα του δάσους δεν ξεδιψούν μέσα στις υδρορροές, μην καμώνεσαι πως τα ξέρεις όλα.
Τέτοιες πολλές ήταν οι διδασκαλίες, που κάνανε τον Βασίλη να δει με άλλο μάτι και να αναθεωρήσει πολλές απόψεις του. Τον πολεμούσε ο εγωισμός του, του έλεγε πως αδικείται ένα τέτοιο μυαλό στο αγροτόσπιτο και πάει σε κανένα μοναστήρι να το αναδείξει κα να αναδειχθεί. Αυτός ήταν ο καθημερινός πόλεμος στο νού του. Ο Γέροντας τον ήξερε τον πόλεμο αυτό και προσευχόταν να τον φωτίσει ο Θεός να κάνει το καλλίτερο. Αποφάσισε να τον κάνει παπά, προτού πεθάνει. Να αφήσει στο κελί κάτοικο και στο θυσιαστήριο διάδοχο. Η κουρά έγινε στο κελί και του έδωσε το όνομα Κυριάκος, που ζήτησε και οι χειροτονίες στο Κυριακό της Αγία Άννας. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το πρώτο σαρανταλείτουργο του, ο νέοχειροτονημένος, και κοιμήθηκε ο Γέροντας, αφήνοντας τον διάδοχο στο κελί.
Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα, μετά από απαίτηση πολλών γειτόνων Μοναχών, προχειρίστηκε και Πνευματικός, και είχε υπόληψη και σεβασμό σε όλο το Όρος.

Στην Αθήνα, μετά την φυγή του Βασίλη, αφού πέρασε μια εβδομάδα, δήλωσε η Ηρώ την εξαφάνιση του στην Αστυνομία. Εκείνη μέσα της ήξερε πως δεν θα ξαναερχόταν ποτέ, αλλά δεν ήθελε να το αποδεχθεί. Πλήθυναν οι επισκέψεις της στην εκκλησία, άρχισε να κάνει περισσότερα ευχέλαια και αγιασμούς. Η ΜΠΑΡΑ άρχισε να έχει καθοδική πορεία, πρόλαβε και κράτησε μερικά διαμερίσματα για παίρνει τα νοίκια, και αποχώρισε αφήνοντας της όλη στον αδελφό της. Μεγάλη εντύπωση τις έκανε όταν άρχισε την εκκαθάριση στο γραφείο των ευρεσιτεχνιών, η απόλυτη ταχτοποίηση όλων των θεμάτων. Δεν υπήρχε η παραμικρή ακαταστασία λές και κανόνιζε πολύ καιρό αυτήν την αποχώρηση. Όλα νομικά τακτοποιημένα να παίρνει όσο θα ζει η Ηρώ τα δικαιώματα από όλες τις πατέντες που είχε εφεύρει.

Και ο μικρός Κυριάκος μεγάλωνε. Μεγαλώνοντας επηρεαζόταν από την μητέρα του που ξημεροβραδιαζότανε στις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Τελειώνοντας το Λύκειο, πέρασε πρώτος στη Θεολογική Αθηνών. Τεταρτοετής φοιτητής, με τον ενθουσιασμό της ηλικίας θέλησε με άλλους συμφοιτητές να πάνε στο Άγιο Όρος για προσκύνημα. Να γνωρίσουν Μοναστήρια και ασκητές από κοντά. Ξεκίνησαν και με την γνωστή ταλαιπωρία φθάσανε στην Δάφνη. Με το ζήλο του αρχαρίου, αντί να πάνε στις Καριές, διαλέξανε να συνεχίσουν με το μοτόρι προς την Λαύρα. Είχαν αποφασίσει η παρέα πέντε αγόρια να διανυχτερεύσει στην Αγία Άννα, να γνωρίσουν τον Μεγάλο υμνογράφο που έμενε στην Μικρή Αγία Άννα.
Όταν τους υποδέθηκαν στο Κυριακό της Αγία Άννας, ο Δικαίος του φιλοξένησε και στην κουβέντα που έγινε, τους πρότεινε επειδή ο Υμνογράφος έλειπε να επισκεφτούν το ΓέροΚυριάκο, σίγουρα θα ωφεληθείτε μια και ήρθατε. Το αποφάσισαν για την επόμενη μέρα.
Φθάνοντας στο κελί από το δρόμο μακριά του είδε ο ΓεροΚυριάκος, άφησε το τσαπί που δούλευε να πέσει κάτω. Ο ένας νεαρός ήταν ίδιος η Ηρώ στα νιάτα της. Σκούπισε ένα δάκρυ που κύλισε, και φώναξε
-ελάτε παιδιά ελάτε, τα παιδιά πλησίασαν, ευλογείται Γέροντα, και του βάλανε μετάνοιες.
-καθίστε εδώ, και τους έδειξε δυο παγκάκια στην σκιά μια κρεβατίνας, όταν έκατσαν μπήκε στο κελί να φέρει κεράσματα, σύκα και σταφύλια και μια κανάτα νερό. Βγαίνοντας αντιμετώπισε αναταραχή.
-τι συμβαίνει παιδιά; Ζήτησε να μάθει
-ένα κομμάτι σύρμα Γέροντα σας βρίσκετε να δέσουμε το σακίδιο αυτό που έσπασε;
-για να δώ, είπε και το πείρε στα χέρια του, ήταν του Κυριάκου. Το κοίταξε στα μάτια, και συνέχισε. Εσένα λοιπόν σε λένε Κυριάκο, έχουμε το ίδιο όνομα και έρχεσαι από την Αθήνα, σωστά, πρίν προλάβει το παιδί να βγάλει λέξη συνέχυσε, η μάνα σου η Ηρώ είναι καλά; ο θείος σου Αριστοτέλης;
Τα παιδιά έμειναν όλα άφωνα, ό Κυριάκος έσκυψε και φίλησε το χέρι του Γέροντα, «που τα ξέρετε αυτά;»
-ξέρω και άλλα, θέλεις να σου πω, αλλά όχι δεν θα σου πώ, θα αφήσεις εδώ το χαλασμένο σακίδιο και θα σου δώσω εγώ ένα βαλιτσάκι να βάλεις μέσα τα πράγματα σου, και να το κρατήσει ευλογία, μην το ξαναφέρει πίσω.
Ανέβηκε στο πάνω πάτωμα, άδειασε τα ρούχα που ήταν ακόμα φυλαγμένα μέσα, άφησε μόνο ένα μαντήλι που το κόλλησε στο μεντεσεδάκι για μην φεύγει. Το έδωσε στον μικρό Κυριάκο, βάλε τα εδώ μέσα τα πράγματα. Εκείνος άνοιξε το βαλιτσάκι είδε το μαντίλι, δεν το έβγαλε και δεν προσπάθησε καθόλου να το βγάλει, το θεωρούσε μεγάλη ευλογία από έναν Άγιο Γέροντα με προορατικό χάρισμα όπως διαπίστωσε πριν από λίγο. Έβαλε τα πράγματα του μέσα, και έσπρωξε τους υπόλοιπους άντε να φύγουμε μη αρχίσει να λέει και τα κακά μας. Θορυβημένοι και τρομαγμένοι έφυγαν αμέσως, χωρίς να κάτσουν να κεραστούν. Ήταν σίγουροι πως είχαν βρει έναν μεγάλο ασκητή με Θεία χαρίσματα, και έπρεπε να διαλαλήσουν.
Μάταια ο ΓεροΚυριάκος, του έλεγε να κάτσουν λιγάκι και αν θέλουν να τους φιλοξενήσει το μεσημέρι.
Όταν φτάσανε στο Κυριακό, ο Κυριάκος τους έδειξε το μαντίλι.
-καταλάβατε τώρα γιατί έπρεπε να φύγουμε, αν το έπαιρνε χαμπάρι δεν θα μας το άφηνε. Κόψανε το μαντίλι σε πέντε κομμάτια και πήρε ο καθένας από ένα για ευλογία. Αυθημερόν επέστρεψαν στην Δάφνη και την επομένη ταξιδεύανε για την Αθήνα. Αισθανόντουσαν τόσο τυχεροί ή ακόμη ιδιαίτερα ευλογημένοι που στο πρώτο ταξίδι πέσανε αμέσως σε χαρισματούχο ασκητή.

Πασίχαρος ο Κυριάκος γύρισε σπίτι του, αγκάλιασε την μάνα του,
-μάνα είμαι πολύ τυχερός
Εκείνη δεν μιλούσε αναγνώρισε το βαλιτσάκι που κρατούσε ο γιός της,
-μάνα με ακούς που σου μιλάω, με το πρώτο μου ταξίδι στον Όρος έπεσα σε έναν μεγάλο ασκητή, με προορατικό χάρισμα, χωρίς να του πω τίποτα, μου είπε το όνομα μου, ήξερε το δικό σου, ήξερε για τον θείο. Κατά λάθος στο βαλιτσάκι αυτό που μου χάρισε άφησε ένα μαντίλι, το μοιραστήκαμε για ευλογία, να αυτό είναι το δικό μου κομμάτι, μάνα δεν μιλάς τι έχεις, γιατί κλαίς;
Η Ηρώ δεν μιλούσε, πήρε το κομμάτι από μαντίλι, σκούπισε με αυτό τα δάκρυα της και το απόθεσε στα εικονίσματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: