Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Ηρώ και Βασίλης Α΄.

Η Ηρώ και ο Βασίλης.

Α΄. ο Βασίλης.
Οι μετακινήσεις πληθυσμών είναι στην ιστορία σύνηθες φαινόμενο. Από αυτές τις μετακινήσεις διευρύνονται ή συρρικνώνονται κράτη. Από τα αρχαία ακόμα χρόνια βλέπουμε να υπάρχουν οι αποικίες, διαφόρων εθνοτήτων για να μην σταματήσουμε μόνο στα Ελληνικά σύνορα. Η τελευταία για τους Έλληνες, μετακίνηση είναι εκείνη που ακολούθησε την Μικρασιατική καταστροφή. Δεν ήταν τυχαία, αφού η πλειονότητα κατοίκησε στην βόρειο χώρα, εκεί που εξεδιώχθησαν οι βούλγαροι. Εκείνη την εποχή, στις αποβάθρες των λιμανιών ήσαν και πολλοί εκείνοι που δεν επιβιβαζόντουσαν στα πλοία με προορισμό την Πατρίδα, αλλά περίμεναν τα αμερικάνικα υπερωκεάνια. Με αυτόν τον τρόπο άρχισε να δημιουργείτε η Ελληνική παροικία της Αμερικής, η μεγαλύτερη σήμερα ελληνική κοινότητα, αλλά όχι η μοναδική. Στην Αυστραλία, στον Καναδά, υπάρχουν εξ’ ίσου σημαντικές παροικίες. Αλλά και οι υπάρχουσες ήδη στην Αφρικανική ήπειρο, ενισχύθηκαν με νέους πάροικους προερχόμενους από τα χώματα της Μικρασίας.
Ακολούθησε το μεταπολεμικό μεταναστευτικό κύμα, προς την Ευρώπη την Γερμανία την Αυστραλία, αλλά αυτό δεν μας αφορά, αφού η ιστορία που περιγράφεται παρακάτω, ξεκινά από τα ιδρύματα της Πόλης.
Εκείνα τα ιδρύματα που η φιλανθρωπία ορισμένων οικονομικά εύρωστων πατριωτών τα συντηρούσε, για αν υποδέχονται τα ορφανά του πολέμου, αλλά και τα πολλά εγκαταλειμμένα από τις μανάδες που δεν είχαν τρόπο να τα μεγαλώσουν.
Όσο ο πόλεμος συνεχιζότανε, και οι εύποροι λιγόστευαν, τα έσοδα λιγοστεύανε, η λύση ήταν, τα παιδιά να μεταφερθούν στην Πατρίδα, αλλά δεν υπήρχε πάντα η οικονομική δυνατότητα. Έτσι τα παιδιά ταξιδεύανε πολλές φορές σε άλλους τόπους που οι Ελληνικές παροικίες ευημερούσαν και διατηρούσαν ορφανοτροφεία, για φιλοξενηθούν σε αυτά τα ιδρύματα.

Σε ένα από αυτά τα ιδρύματα, που έπρεπε να εξασφαλίσει τα έξοδα λειτουργίας του, που δεν ήταν και εύκολη υπόθεση, λειτουργούσε Δημοτικό σχολείο (βασική εκπαίδευση), με αποσπασμένους από την Ελλάδα δασκάλους. Η πηγή των εσόδων του, εκτός από τις προσφορές που κατά καιρούς κάνανε οι φιλάνθρωποι πάροικοι, ήταν και τα δίδακτρα και τα τροφεία που καταβάλανε οι γονείς των οικότροφων. Διότι εκτός από ορφανοτροφείο λειτουργούσε και ως οικοτροφείο. Έτσι υπήρχαν σε αυτό δύο κατηγορίες παιδιών, οι τρόφιμοι και οι οικότροφοι. Αγόρια και κορίτσια που αντάμωναν μόνο στην αίθουσα διδασκαλίας. Και εκεί ήταν χωρισμένα σε δυο διαφορετικές σειρές τα θρανία, όπως και στο συσσίτιο, η αίθουσα ήταν και εδώ χωρισμένη στα δύο, το δε φαγητό δεν ήταν κοινό. Μαθαίνανε τα παιδιά από μικρά πως άνηκαν σε διαφορετικές ομάδες.
Ορισμένοι από τους εύπορους παροίκους, αναλαμβάνανε τα έξοδα και την κηδεμονία πολλές φορές ορφανών. Εκείνα τα παιδιά ήταν σχετικά προνομιούχα, σε σχέση με τα υπόλοιπα που δεν τα αναλάμβανε κανείς. Είχαν κατά καιρούς δωράκια και επισκεπτήριο, και τις πολυήμερες διακοπές μετέβαιναν στο σπίτι του ευεργέτη κηδεμόνα τους.
Ένας από αυτούς τους προύχοντες της Ελληνικής παροικίας ήταν ο Κυριάκος Μπαλωμένος. Επιχειρηματίας με δύο εργοστάσια, ένα παρασκευής πλακιδίων και ένα κατασκευής μηχανημάτων, κυρίως αντλιών νερού και απορροφητήρων. Την έδρα του την είχε και στο κέντρο της πιάτσας, όπου διατηρούσε συνεργείο τοποθετήσεως και συντηρήσεως αντλιών στις πολυκατοικίες, από όπου επεκτάθηκε και έκαμε τα εργοστάσια του. Είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια το Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη, και ένα κορίτσι την Ηρώ, ήταν χήρος η γυναίκα του είχε πεθάνει στην τελευταία γέννα μαζί με το παιδί. Από τότε ο Κυριάκος Μπαλωμένος, άρχισε τις φιλανθρωπίες και ξόδευε αρκετά χρήματα να βοηθά ορφανά παιδιά, τα οποία προσελάμβανε στις επιχειρήσεις του ως εργάτες, και εκείνα υποχρεωμένα τον κοιτάζανε ως ευεργέτη τους.

Παραμονές Χριστουγέννων του 1954, ο Κυριάκος Μπαλωμένος, επισκέφτηκε το ίδρυμα, να παραλάβει την κόρη του, που ζούσε ως οικότροφος, για τις διακοπές των εορτών. Μαθήτρια της πέμπτης τάξεως, η Ηρώ σε όλη την διάρκεια της διαδρομής μέχρι το σπίτι, μιλούσε συνέχεια για ένα αγόρι τον Βασίλη, πόσο καλός ήταν στα μαθηματικά και πως κρυφά την βοηθούσε και τις έλυνε τις ασκήσεις. Ακόμα πόσο αδύναμος ήταν και πόσο τον κυνηγούσαν οι παιδονόμοι του ιδρύματος. Ο Κυριάκος Μπαλωμένος, άκουγε με προσοχή, και θέλοντας να δώσει ένα τέλος στον ενθουσιασμό του παιδιού του, υποσχέθηκε την άλλη μέρα να πάει να το γνωρίσει.
την επομένη αφού είχε συνεννοηθεί τηλεφωνικά με τον διευθυντή του ιδρύματος, έφτασε μετά το μεσημέρι στο ορφανοτροφείο. Μόλις πληροφορήθηκε την άφιξη του, ο σχολάρχης έσπευσε να τον υποδεχθεί και να τον περάσει στο γραφείο του.
-καλώς τον, καλώς το κύριο Κυριάκο,
-καλημέρα σας, ασφαλώς και ξέρετε πως ο χρόνος μου είναι λίγος,
-ναι, ναι ξέρω απήντησε, αλλά θέλω να σας προϊδεάσω για κάτι,
-δεν χρειάζεται, προτιμώ να έχω ιδία αντίληψη, μπορείτε να μου φωνάξετε το παιδί αυτό να το γνωρίσω;
-γιατί δεν ενδιαφέρεστε για κάποιο άλλο παιδί, που να αξίζει την συμπάθεια και την φροντίδα σας, αυτό είναι απροσάρμοστο, άτακτο, ανυπάκουο και πολύ αυθάδικο. . .
-παρακαλώ μην συνεχίζετε, θέλω να το δώ τώρα, τον διέκοψε απότομα.
Ο σχολάρχης μην μπορώντας να φέρει άλλες αντιρρήσεις κτύπησε το κουδούνι στο γραφείο του, και πρόσταξε το κλητήρα που παρουσιάστηκε να του φέρει αμέσως τον Ράπτη. Σε λίγα λεπτά φάνηκε το αγόρι στην πόρτα.
-με φωνάξατε; Ρώτησε άφοβα και μάλλον ειρωνικά
-ζήτησε να σε δει ο κύριος Κυριάκος, να σου κάνει επισκεπτήριο.
Ο κύριος Κυριάκος γύρισε και κοίταξε το παιδί και σοκαρίστηκε. Δεν φόραγε παπούτσια αλλά τσόκαρα, δύο κομμάτια ξύλα που είχε καρφώσει ένα κομμάτι από ζωστήρα και τα έδενε πίσω από την φτέρνα μα σπάγκο. Το παντελόνι του ήταν κοντό παρά το κρύο που επικρατούσε, και με μια ζακέτα μάλλινη προσπαθούσε να ζεστάνει το κορμάκι του.
-παρακαλώ, θέλω να μείνω μόνος με τον μικρό, είπε στο διευθυντή σε τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση.
-περάστε στην διπλανή αίθουσα, απήντησε εκείνος σαστισμένος.
Μόλις περάσανε στην διπλανή αίθουσα, που ήταν ο χώρος αναμονής του διευθυντικού γραφείου, έκατσε σε μια καρέκλα ο Κυριάκος Μπαλωμένος, προσκάλεσε το Βασίλη να κάτσει δίπλα του. Εκείνος απόρησε
-μου λέτε να κάτσω;
-ναι παιδί μου, κάτσε δίπλα μου να μιλήσουμε
-και τι έχουμε να πούμε;
-κάτι θα βρεθεί, έλα κάτσε να γνωριστούμε. Άπλωσε το χέρι του
Ο Βασίλης πλησίασε έκατσε στην διπλανή καρέκλα από τον επισκέπτη του και το κοίταξε στα μάτια.
-λοιπόν;
-λοιπόν, εμένα με λένε κύριο Κυριάκο
-ωραία τον διέκοψε, και μένα με λένε κύριο Βασίλη, παρακάτω
Ο Κυριάκος Μπαλωμένος χαμογέλασε,
-χάρηκα πολύ κύριε Βασίλη, θέλεις να κάνουμε μερικές συμφωνίες μεταξύ κυρίων;
Σαν τι είδους συμφωνίες μπορούμε να κάνουμε οι δύο μας; Απόρησε ο Βασίλης
-ξέρω πως πηγαίνεις στην έκτη τάξη, το καλοκαίρι θα πρέπει να φύγεις από εδώ που θα πάς; Θέλεις θα σε φροντίσω εγώ; Θέλεις να είμαι ο κηδεμόνας σου;
-δηλαδή;
-θα σε πάρω μαζί μου, θα σου βρώ δουλειά και θα έχεις δικό σου δωμάτιο να μένεις, ρούχα καλά και φαγητό μαγειρεμένο, θα κάνεις παρέα με τα παιδιά μου, έχω δύο αγόρια πιο μεγάλα από σένα και την Ηρώ που την γνωρίζεις. Θα φροντίσω να βάλεις παπούτσια στα πόδια σου,
-τα παπούτσια αυτά τον έκοψε ο μικρός, τα έφτιαξα μόνος μου.
-θα πάρεις καινούργια καθαρά και καλά ρούχα, και ώσπου να τελειώσει η χρονιά θα έχουμε γνωριστεί καλά, τι λες λοιπόν κύριε Βασίλη;
-Βασίλη, με λένε όχι κύριο, είπε το αγόρι και σηκώθηκε να φιλήσει το χέρι του Κυριάκου Μπαλωμένου, εκείνος δεν το άφησε
-παπάς είμαι παιδάκι μου; πες μου μόνο αν θέλεις και την αγάπη σου μου την δείχνεις με τις πράξεις σου, αν είσαι φρόνιμος και αλλάξεις την διαγωγή και την συμπεριφορά σου, θα με κάνεις υπερήφανο, θα ξέρω πως δεν κάνω λάθος, θέλω όμως την υπόσχεση σου σαν άντρας προς άντρα, και οι άντρες κρατάνε τις υποσχέσεις τους, είμαστε σύμφωνοι;
Το παιδί έγνεψε καταφατικά, ήθελε να δακρύσει αλλά κρατιόταν, γιατί οι άνδρες δεν κλαίνε, όσο κι αν πονάνε. Τον πείρε από το χέρι ο Κυριάκος Μπαλωμένος και προχώρησε προς το γραφείο του σχολάρχη.
-από σήμερα αναλαμβάνω εγώ την κηδεμονία του κυρίου Βασίλη, είπε και χαμηλοκοίταξε προς το παιδί, για ότι χρειάζεται θα συνεννοείστε μαζί μου, θα το πάρω σήμερα το παιδί για τις διακοπές των Χριστουγέννων και θα επανέλθει όταν αρχίσουν τα μαθήματα.
-είστε σίγουρος πως το θέλετε αυτό; Ρώτησε ο διευθυντής
-ασφαλώς και πάντα ξέρω τι αποφασίζω, και στρεφόμενος προς τον προστατευόμενο του πλέον, -Βασίλη πάρε τα πράγματα σου να φύγουμε, και ο Βασίλης για άλλη μια φορά τον άφησε άφωνο λέγοντας –ποια πράγματα, δεν έχω τίποτε.
-τι θα πει ο Δεσπότης; Επέμενε ο σχολάρχης
-αν θέλει να πει κάτι να περάσει από το σπίτι μου όποτε νομίζει, μου επιτρέπετε; Ρώτησε σε τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση πλησιάζοντας το τηλέφωνο, σχημάτισε έναν αριθμό και παρήγγειλε «Η Χρύσα και ο Μιχάλης να πάνε στο γραφείο και να περιμένουν».
Τέλος στράφηκε στον Βασίλη «πάμε παιδί μου;».

Αμίλητος ο Βασίλης, ακολούθησε τον Κυριάκο Μπαλωμένο στο αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο έξω από την είσοδο. Έκατσε υπομειδιώντας στην θέση του συνοδηγού που του πρότεινε ο ευεργέτης του. Μετά από αρκετή ώρα φθάσανε στο συνεργείο των αντλιών. Ήτανε παραμονή Χριστουγέννων. Τους περίμενα εκεί η Χρύσα και ο Μιχάλης. Ο Κυριάκος Μπαλωμένος, σύστησε το παιδί στους ανθρώπους του,
-ο κύριος Βασίλης, είπε χαμογελώντας, αλλά θα τον λέμε μόνο Βασίλη, έτσι συμφωνήσαμε, αλλά είναι κύριος. Πάρε Μιχάλη το αυτοκίνητο και οδήγησε την Χρύσα να ψωνίσει όσα χρειάζεται για να δείχνει κύριος, μην λυπηθείτε τα έξοδα Χριστούγεννα έχουμε. Άντε τώρα και σας περιμένω να επιστρέψουμε σπίτι όλοι μαζί.
Η Χρύσα ήταν η οικονόμος του σπιτιού, από τότε που πέθανε η γυναίκα του Κυριάκου, ορφανή από μικρή, την είχε περιθάλψει ο πατέρας του, και του έμεινε κληρονομιά. Νοικοκυρά καθαρή και τίμια, έχαιρε της απολύτου εμπιστοσύνης του Κυριάκου που τις είχε αναθέσει σχεδόν ολόκληρη την διαχείριση του σπιτιού και του προσωπικού του. Επτά άνθρωποι τρώγανε ψωμί στο αρχοντικό του Κυριάκου Μπαλωμένου. Ο Μιχάλης ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, οδηγός, παραγγελιοδόχος, εισπράκτορας και για ότι άλλο χρειάζονταν έμπιστο και εχέμυθο άτομο κατάλληλος.
Μετά από δυο ώρες περίπου γύρισαν. Στο πατάρι υπήρχε ένα δωμάτιο, που πολλές φορές ξεκουραζότανε τα μεσημέρια ο Κυριάκος. Σε αυτό το δωμάτιο οδήγησε η Χρύσα τον μικρό Βασίλη, του έδειξε το μπάνιο, τον προέτρεψε να πλυθεί και να φορέσει τα καινούργια ρούχα να τον δει ο Κύριος Κυριάκος όπως παρήγγειλε κύριο. Όταν αργότερα κατέβηκε ο Βασίλης ήταν αγνώριστος. Τα μάτια του σπινθηροβόλα, το χαμόγελο του έφτανε μέχρι τα αυτιά. Καμαρωτός-καμαρωτός κατέβηκε την σκάλα, κρατώντας στα χέρια του τα τσόκαρα.
-Βασίλη τι τα θέλεις αυτά; Ρώτησε η Χρύσα
-αυτά τα έφτιαξα μόνος μου, δεν τα αφήνω
-αφού τώρα έχεις κανονικά παπούτσια, γιατί δεν τα αφήνεις; Επέμενε
-αυτά θα χαλάσουν, ενώ τα δικά μου δεν χαλούν
Ο Κυριάκος που παρακολουθούσε επέμβηκε στη συζήτηση
-άστα παιδί μου Βασίλη, και αν χαλάσουν θα βρούμε άλλα, αν με εμπιστεύεσαι πρέπει να τα αφήσεις εδώ.
-να τα φυλάξω πάνω, κύριε μήπως τα ξαναχρειαστώ;
-φύλαξε τα όπως νομίζεις.
Το παιδί ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, έκρυψε τα τσόκαρα κάτω από κρεβάτι και κατέβηκε εξ ίσου δρομαίως. –έτοιμος είπε.
Ο Κυριάκος κοίταξε την Χρύσα με νόημα και φώναξε του Μιχάλη, εμπρός πάμε σπίτι, κλείσε και φύγαμε.
Κατά την διάρκεια της διαδρομής, στο αυτοκίνητο επικρατούσε ησυχία, ο Κυριάκος Μπαλωμένος, καθόταν στο πίσω κάθισμα έχοντας αριστερά του τον Βασίλη που καμάρωνε για τα ρούχα του, αλλά αναρωτιόταν αν είναι αληθινά αυτά που ζει, ή μήπως κανένα χριστουγεννιάτικο όνειρο, έπιανε τα πόδια του να βεβαιωθεί πως φορούσε μακρύ παντελόνι, και κρυφοκοιτούσε τον ευεργέτη του δίπλα, γιατί ντρεπότανε να το δει στα μάτια. Από δίπλα ο Κυριάκος βλέποντας την συστολή του παιδιού, χαιρότανε διότι διέκρινε σε αυτό αγνά και ευγνώμονα χαρακτηριστικά. Ο Μιχάλης οδηγούσε και η Χρύσα δίπλα του είχε σκύψει το κεφάλι της και λαγοκοιμότανε.

Όταν φτάσανε στο σπίτι, περίμενε άλλη έκπληξη τον Βασίλη, ένας μεγαλόσωμος σκύλος ήταν αμολητός. Όταν είδε το αμάξι έτρεξε να καλωσορίσει με τον τρόπο του το αφεντικό του, αλλά όταν αντιλήφθη τον Βασίλη άρχισε να γαυγίζει απειλητικά. Το αγόρι για μια στιγμή δείλιασε, αλλά την επόμενη άνοιξε θαρρετά την πόρτα και στράφηκε προς τον σκύλο.
-θέλεις να με φάς, φάε με, μα θα σου κάτσω στο λαιμό και θα πνιγείς.
Ο σκύλος λες και κατάλαβε, σταμάτησε και γύρισε στο αφεντικό του, εκείνος γύρισε να στον Μιχάλη, «φρόντισε να τον δέσεις μην έχουμε τίποτα απρόοπτα» και προχώρησαν προς το αρχοντικό.
Μετά από μικρό σχετικά χολ, υπήρχε μια τεράστια αίθουσα, με λιγοστά έπιπλα στις άκρες, πέντε πόρτες κλειστές και σκεπασμένες με κουρτίνες, οδηγούσαν σε άλλους χώρους. Σε μια από αυτές τις πόρτες κατευθύνθηκαν ο Κυριάκος Μπαλωμένος με τον Βασίλη, εκεί τους υποδέχθηκαν τα παιδιά του Κυριάκου, ο Αλέξανδρος σπούδαζε στην Αθήνα οικονομικές επιστήμες, ο Αριστοτέλης μαθητής της τρίτης τάξης του ελληνικού γυμνασίου, και η Ηρώ που έτρεξε και αγκάλιασε τον πατέρα της,
-ευχαριστώ Μπαμπά μου, ευχαριστώ,
-παιδιά να σας συστήσω τον Βασίλη, θα περάσει μερικές ημέρες μαζί μας, στράφηκε στον Βασίλη και συνέχισε
-ο μεγάλος είναι ο Αλέξανδρος και ο μικρός είναι ο Αριστοτέλης, θέλω να τα πάτε καλά, και είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρουμε, όλοι μαζί να κάνουμε καλά Χριστούγεννα.
Τα παιδιά χαιρέτησαν με χειραψία τον επισκέπτη του σπιτιού τους, και εκείνος άπλωσε αμήχανα και άτσαλα το χέρι, πρώτη του φορά χαιρετούσε με αυτόν τον τρόπο. Ο Κυριάκος χαμογέλασε και είπε στα παιδιά του,
-ώσπου να έρθει η ώρα του φαγητού, εγώ με τον Βασίλη θα είμαστε στο πάνω τζάκι να τα πούμε λίγο, μην μας ενοχλήσει κανείς μέχρι τότε. Στράφηκε στον επισκέπτη του, -έλα Βασίλη πάμε.
Ξαναβγήκαν στην μεγάλη σάλα, στην άκρη υπήρχε μια ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο, ακριβώς απέναντι από εκεί που τελείωνε υπήρχε μια πόρτα με τζάμια, την οποία άνοιξε ο Κυριάκος και περάσανε σε ένα δωμάτιο καθιστικό, με καναπέδες και πολυθρόνες απλωμένες και το τζάκι να σκορπά την ζεστασιά του, πλησιάσανε κοντά στην φωτιά, έδειξε στο αγόρι μια πολυθρόνα ο Κυριάκος και είπε
-κάτσε Βασίλη
-που εδώ; Στην πολυθρόνα; Απόρησε ο μικρός
-ναι παιδί μου, κάτσε να τα πούμε λιγάκι
-δεν κάνει να είμαι όρθιος; ποτέ δεν έκατσα μπροστά σε μεγάλους, διστακτικά είπε ο Βασίλης
-άστα παιδάκι μου και κάτσε, θα γίνουμε φίλοι κα θα καθόμαστε πολλές φορές έτσι να τα λέμε, μόνο κάτσε γιατί η ώρα περνά.
Έκατσε ο μικρός και Κυριάκος έβγαλε να καπνίσει τσιγάρο, θέλοντας να αστειευτεί ρώτησε –θέλεις τσιγάρο; Ο Βασίλης ταράχτηκε, -ποιος το μαρτύρησε αυτό; Πές το όνομα του και θα καθαρίσω
-ηρέμησε παιδί μου Βασίλη, αστεία το είπα, ξέρω πως δεν καπνίζεις, είσαι καλό παιδί, δεν αμφιβάλω γι’ αυτό και ανέλαβα κηδεμόνας σου, πες μου τώρα ποιοι είναι οι γονείς σου; Από πού ήρθες;
-δεν ξέρω, είπε το παιδί χαμηλόφωνα, δεν ξέρω, είμαι από την Δευτέρα τάξη στο ορφανοτροφείο, ο αδελφός μου πιο μεγάλος έφυγε πριν δυο χρόνια, εκείνος ήξερε.
-δηλαδή, δεν έχεις γονείς δεν έχεις μάνα πατέρα,
-ο πατέρας μου πέθανε σίγουρα, η μάνα μου μας παρέδωσε εδώ γιατί είχε κι’ άλλα τρία αδέλφια πιο μικρά από μένα, αλλά από εκείνη την ημέρα δεν την ξανάδα, δεν την θυμάμαι, ούτε ένα επισκεπτήριο δεν είχα, έφυγε και ο αδελφός μου, και δεν έχω κανέναν, βούρκωναν τα μάτια του, αλλά κρατιόταν να μην κλάψει, οι άνδρες δεν κλαίνε ποτέ.
Σηκώθηκε ο Κυριάκος από την πολυθρόνα του, πέταξε το τσιγάρο στο τζάκι, και άπλωσε το χέρι στον παιδί.
-έχεις εμένα, έχεις την Ηρώ που σε αγαπάει και θέλει να είστε φίλοι. Ο μικρός έπιασε το χέρι να το φιλήσει, δεν το άφησε ο Κυριάκος, δεν είπαμε Παπάς είμαι; Πιο καλά έλα σε αγκαλιάσω, είπε και έσκυψε, το παιδί δεν κρατήθηκε και ξέσπασε σε κλάματα, εκείνη την ώρα μπήκε η Ηρώ να αναγγείλει πως το τραπέζι είναι στρωμένο, και είδε τον Βασίλη να κλαίει, πλησίασε, τον τράβηξε από το μπράτσο και του πρόσφερε το μαντιλάκι της.
-σκουπίσου μην σε δουν τα αγόρια και σε κοροϊδεύουν, οι άνδρες δεν κλαίνε, έτσι δεν λες συνέχεια; Και γυρνώντας προς τον πατέρα της
-μπαμπά είναι όλα έτοιμα, κατόπιν άπλωσε το χέρι στον Βασίλη, έλα θα κάτσουμε μαζί.
Η τραπεζαρία ήταν στον κάτω όροφο. Τακτοποιηθήκαν στο τραπέζι, από την μια πλευρά τα δυο αγόρια, και από την άλλη η Ηρώ και ο Βασίλης, στην κορυφή ο Κυριάκος Μπαλωμένος έκανε την προσευχή και άρχισαν να τρώνε. Μετά το φαγητό περάσανε στο διπλανό δωμάτιο που είχε γίνει η υποδοχή νωρίτερα, και αρχίσανε να κουβεντιάζουν με τον πατέρα τους διάφορα πράγματα. Ο Αριστοτέλης παραπονιόταν για τα μαθηματικά, πως ήταν δύσκολα, η Ηρώ του έλεγε να μην ανησυχεί, γιατί τώρα θα έχουν τον Βασίλη που είναι άσσος σε αυτά, ο Αλέξανδρος πιο μεγάλος είχε άλλα σοβαρότερα να συζητήσει και θεωρούσε πως είναι ακατάλληλη στιγμή, και η ώρα περνούσε ευχάριστα, μέχρι που τους διέκοψε η Χρύσα
-Κύριε, ετοίμασα του Βασίλη στο 6
-όχι Χρύσα, ο Βασίλης θα κοιμηθεί εδώ πάνω, μαζί με τα παιδιά, ετοίμασε εδώ ένα δωμάτιο, είπε ο Κυριάκος.
-όπως νομίζεται, στο πράσινο είναι καλά;
-ναι στο πράσινο
Ο Βασίλης δεν κατάλαβε τίποτα, πρώτη φορά βράδιαζε έξω από το ορφανοτροφείο. Από όταν θυμόταν, πάντα σε θάλαμο κοιμότανε, και τώρα ακούει το αριθμό 6 και νομίζει πως είναι ο αριθμός του θαλάμου και δεν δίνει σημασία, περιμένει να παίξει το σιωπητήριο γιατί είναι κουρασμένος και νυστάζει, αλλά εδώ δεν έχει σιωπητήριο. Σε λίγο ο Κυριάκος Μπαλωμένος, σηκώνεται,
-παιδιά ώρα για ύπνο. Τα αγόρια περνούν από μπροστά του, «καληνύχτα πατέρα», καληνύχτα Αλέξανδρε, «Καληνύχτα πατέρα» «Καληνύχτα Άρη» μετά η Ηρώ «Καληνύχτα μπαμπά» και τον αγκάλιασε και το φίλησε στο μάγουλο, εκείνος ανταπέδωσε το φίλημα «καληνύχτα κόρη μου», ο Βασίλης τελευταίος πλησίασε «Καληνύχτα σας, κύριε Κυριάκο» είπε με φωνή που μόλις ακουγότανε, ντρεπότανε πολύ το αγόρι, πρώτη φορά ακολουθούσε μια τέτοια διαδικασία πριν τον ύπνο. Αντί για απάντηση ο Κυριάκος άπλωσε το χέρι του στο ώμο του αγοριού, πάμε να σου δείξω που θα κοιμηθείς. Ανεβαίνοντας την σκάλα προσπαθούσε ο Βασίλης να συγχρονίσει το βήμα του με εκείνο του ευεργέτη του. Από την αριστερή πλευρά την τέταρτη πόρτα, άνοιξε ο Κυριάκος και μπήκανε στο πράσινο δωμάτιο. Όλα ήταν σε αποχρώσεις πρασίνου, και οι τοίχοι και οι κουρτίνες και τα έπιπλα ανοιχτόχρωμα πράσινα.
-Βασίλη εδώ θα κοιμάσαι, στην γωνία είναι το λουτρό, το πρωί θα σηκωθούμε πολύ νωρίς να πάμε στην Εκκλησία, αύριο είναι Χριστούγεννα.
-κύριε Κυριάκο, εγώ είμαι Ολυμπιακός, αλλά για χατίρι σας θα κοιμηθώ στα πράσινα, ευχαριστώ πολύ
-καληνύχτα παιδί μου, καληνύχτα.

Το άλλο πρωινό, Χριστούγεννα του 1954, αθόρυβα άνοιξε η Χρύσα την πόρτα του δωματίου, και πλησίασε τον Βασίλη που κοιμόταν μακαρίως, άπλωσε απαλά το χέρι της στο μέτωπο του παιδιού, και το ξύπνησε.
-ξύπνα Βασίλη, Χριστούγεννα είναι θα πάμε στην εκκλησία.
Ο μικρός άνοιξε τα μάτια του. Μόλις είδε την Χρύσα καθισμένη στο πλάι του κρεβατιού αυθόρμητα άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε, «ευχαριστώ κυρία Χρύσα, ευχαριστώ, καλημέρα»
-Βασίλη πλύσου στο λουτρό η οδοντόβουρτσα είναι δική σου, χτενίσου, και ντύσου, να βάλεις το κουστούμι σήμερα, και αν δεν μπορείς να δέσεις την γραβάτα φώναξε με, θα είμαι σε λίγο απέξω πάλι, πάω να ξυπνήσω και την δεσποινίδα μας.
Ο Βασίλης μόλις βγήκε από το δωμάτιο η Χρύσα, σηκώθηκε πλύθηκε και ετοιμάστηκε, την γραβάτα όμως δεν ήξερε να την δέσει, δεν είχε ποτέ του τέτοια εμπειρία. Έβγαλε δειλά-δειλά το κεφάλι του στην πόρτα και είδε την Χρύσα να βγαίνει από το δωμάτιο της Ηρώς, της έκανε νοήματα, αλλά άσκοπα διότι η Χρύσα ερχότανε να τον βοηθήσει. Φτιάχνοντας όσα εκείνος δεν μπορούσε, τον ενημέρωνε.
-θα πάμε στην Εκκλησία, στην Μητρόπολη, ο Κύριος θα πάει μπροστά από τα κάγκελα, εσύ θα είσαι με τα αγόρια και τον Μιχάλη στην δεξιά πλευρά, ο Μιχάλης ξέρει καλά, να είσαι συνέχεια δίπλα του, γιατί θα έχει κόσμο πολύ σήμερα.
-δεν γίνεται να μην έρθω, κα κάτσω εδώ να περιμένω;
-πα-πα-πα Χριστούγεννα μέρα δεν θα πάς στην Εκκλησία; Δεν είσαι χριστιανός, τον μάλωνε, με τόνο χαϊδευτικό, μετά θα πάμε στην φάμπρικά θα δεις και άλλα παιδιά πιο μεγάλα που δουλεύουν εκεί, θα φάμε όλοι μαζί, θα γνωρίσεις το Γεράσιμο, θα παίξεις με τα γατάκια του. . . .
Λέγοντας του διάφορα ταυτόχρονα τον σουλούπωνε,
-άντε πάμε τώρα να περιμένουμε στο αυτοκίνητο.
Κάτω, έξω από την πόρτα του αρχοντικού, περίμενε ο Μιχάλης, ενώ ο Αριστοτέλης και η Ηρώ είχαν επιβιβαστεί στο πίσω κάθισμα. Μόλις είδε τον Βασίλη τον πλησίασε και κλείνοντας το μάτι συνωμοτικά, του ψιθύρισε, «να είσαι κοντά μου και όλα θα πάνε καλά». ανέβηκε κι αυτός δίπλα στα άλλα παιδιά, έφτασε και ο κύριος Κυριάκος, ο Μιχάλης οδηγούσε και η Χρύσα δίπλα του. Όταν ξεκίνησαν, ο Βασίλης προτού περάσουν την μεγάλη πόρτα, έβαλε τις φωνές, «σταματήστε, ξεχάσαμε τον Αλέξανδρο», ο Κυριάκος Μπαλωμένος γέλασε με την καρδιά του, ο μικρός ντράπηκε για την γκάφα του, και η Ηρώ, ανέλαβε να εξηγήσει πως ο Αλέξανδρος, διαθέτει μοτοσικλέτα και κυκλοφορεί μονάχος του.
Στην Εκκλησία ο κόσμος πολύς. Μόλις προσκύνησε την εικόνα ο Κυριάκος, τον πλησίασε κάποιος και τον προέτρεψε να το ακολουθήσει, τον οδήγησε μπροστά στον σολέα, μαζί με άλλους. Αυτοί ήταν οι επίσημοι της παροικίας, ο Πρέσβης οι Πρόξενοι, ο πρόεδρος της κοινότητας, οι πρόεδροι των Σωματίων, και γενικά οι ταγοί αυτής της παροικίας. Ο Βασίλης κοντά στον Μιχάλη και στον Αριστοτέλη, πέρασαν στην δεξιά πλευρά, ενώ η Χρύσα κρατώντας από το χέρι την Ηρώ, πήγε στην αριστερή πλευρά. Του φάνηκαν ατελείωτες ώρες μέσα σε τόσο κόσμο του Βασίλη, που ήθελε να το σκάσει, ντρεπόταν τον Κυριάκο, την Χρύσα που του έδειξε τόση αγάπη, την Ηρώ. Κάποια στιγμή τελείωσε η λειτουργία, οι επίσημοι βγαίνανε και κατευθύνονταν στην αίθουσα υποδοχής της Μητροπόλεως για ανταλλάξουν τα καθιερωμένες ευχές. Ο Μιχάλης τον σκούντησε ελαφρά «πάμε και εμείς». στην είσοδο περίμενε η Χρύσα με την Ηρώ, και όλοι μαζί πήγανε προς το αμάξι, αφού επιβιβαστήκαν, τα παιδιά πίσω και η Χρύσα στην θέση του συνοδηγού, η Ηρώ είπε, «Βασίλη, μην φωνάξεις, δεν το ξεχάσαμε τον μπαμπά» και σκάσανε στα γέλια όλοι.
Το αυτοκίνητο με τον Μιχάλη οδηγό πήρε τον δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, εκεί που ήταν τα εργοστάσια του Μπαλωμένου, το συγκρότημα αυτό το λέγανε η Φάμπρικα. Σε ένα αρκετά μεγάλο οικόπεδο είχαν ανεγερθεί τα δύο εργοστάσια του Κυριάκου Μπαλωμένου, και στην μια του άκρη είχαν ανεγερθεί τα εργατόσπιτα. Εκεί γενικός κουμανταδόρος ήταν ο Γεράσιμος, ένας ακόμη άνθρωπος χωρίς οικογένεια στην δούλεψη του Μπαλωμένου. Φρόντιζε να λειτουργούν εύρυθμα, οι κουζίνα τα λουτρά και αίθουσες αναψυχής του συγκροτήματος. Για τους κοιτώνες υπεύθυνοι ήταν οι διαμένοντες εκεί. Θάλαμοι χωρητικότητα τριών και τεσσάρων κρεβατιών με μια προσωπική ντουλάπα για τον κάθε ένα.
Τέτοιος στρατωνισμός ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Τα παιδιά που τελείωναν το δημοτικό στα ορφανοτροφεία, και δεν είχαν που να πάνε, βρίσκανε καταφύγιο εκεί. Η άλλη επιλογή ήταν να φύγουν για την πατρίδα και καταλήξουν σε άλλα ιδρύματα, και δεν την προτιμούσαν αυτήν την λύση. Δούλευαν λοιπόν, και όταν πληρώνονταν, κατέβαλαν στον Γεράσιμο, το αντίτιμο της φιλοξενίας. Κάποια από αυτά, καταθέτανε και παραπάνω χρήματα, προκειμένου να μαζευτούν τα κόμιστρα για ένα ταξίδι για το Βέλγιο ή την νότιο Αφρική, για να δουλέψουν στα ορυχεία και να κάνουν χρήματα όπως νόμιζαν. Άλλα πάλι ζούσαν μέχρι την ενηλικίωση τους, ή το γάμο τους. αυτά για τα αγόρια των ορφανοτροφείων.
Τα κορίτσια πηγαίνανε υποχρεωτικά στα ιδρύματα της Βασίλισσας Φρειδερίκης, για να καταλήξουν οι περισσότερες νοσοκόμες του Ερυθρού σταυρού, ή Παπαδιές. Ελάχιστα από αυτά τα κορίτσια έκαναν οικογένειες επειδή γνώρισαν και αγάπησαν κάποιο αγόρι.
Εκεί τους άφησε ο Μιχάλης στην πόρτα, και έφυγε αμέσως, για να πάει στην Μητρόπολη να φέρει τον Κυριάκο Μπαλωμένο. Αυτός βρισκόταν μαζί με τους άλλους επισήμους στην αίθουσα για να ανταλλάξουν ευχές και να χαιρετίσουν τον Δεσπότη. Αυτός άρπαξε την ευκαιρία όταν τον πλησίασε ο Κυριάκος να του πει πως «πήρε τον διαβολάκο σπίτι του» και ο Μπαλωμένος απήντησε πως «το παιδί δεν είναι διαβολάκος, ένα πονεμένο παιδάκι είναι που ζητά την προσοχή και την αγάπη μας, και είμαι διατεθειμένος να του τη δώσω». Κάποια στιγμή άρχισαν να βγαίνουν από την αίθουσα, και τα αυτοκίνητα πλησιάζανε με σειρά ιεραρχική και φεύγανε γεμάτα. Πλησίασε και ο Μιχάλης επιβιβάστηκε ο Κυριάκος Μπαλωμένος και ξαναγύρισε στην φάμπρικα.
Είχαν μαζευτεί όσοι κατοικούσαν στα ενδιαιτήματα της φάμπρικάς, κυρίως νεαρά αγόρια, με τον Γεράσιμο επικεφαλής, και μόλις κατέβηκε από το αυτοκίνητο ο Κυριάκος, άρχισαν να λένε τα Κάλαντα. Ευχήθηκε χρόνια πολλά και προχώρησε προς το εντευκτήριο. Τα τραπέζια είχαν μαζευτεί σωρό σχηματίζοντα ένα μεγάλο Π, έκατσε στην κορυφή ο Κυριάκος και προσκάλεσε να κάτσουν όλοι. Η Ηρώ καθότανε στα δεξιά του πατέρα της, ενώ τα αγόρια είχαν χαθεί ανάμεσα στα άλλα παιδιά. Ο Βασίλης επεδίωξε να κάτσει δίπλα σε δύο παλιούς του γνώριμους, το Φάνη και τον Παμίνο (Θεοφάνη και Επαμεινώνδα), μεγαλύτερους του κατά δυο χρόνια και συμμαθητές του αδελφού του. Μόλις βρήκε την ευκαιρία ρώτησε «που βρίσκεται ο Παναγιώτης» για να πληροφορηθεί πως τον πήρε μια οικογένεια υπό την προστασία της και φύγανε για το Κεμπέκ του Καναδά, το όνομα αυτής της οικογένειας δεν το ξέρανε. Φάγανε τα παρατιθέμενα, που ήταν εξαιρετικά πλούσια, όλα κερασμένα από τη φάμπρικα, και φάγανε με όρεξη, ο Γεράσιμος δεν θα παρακρατούσε αντίτιμο για το σημερινό φαγητό. Τραγούδησαν και χόρεψαν μέχρι το απόγευμα.
Όταν σηκώθηκε ο Κυριάκος για να φύγει, έσπευσαν όλοι να το χαιρετίσουν και αυτό μοίραζε χειραψίες και ευχές. Στον γυρισμό, ο Κυριάκος βλέποντας την κόρη του κουρασμένη, τις ανακοίνωσε πως ήταν η τελευταία χρονιά που την έπαιρνε μαζί του στη φάμπρικα, επειδή μεγάλωσε και έπρεπε να αναλάβει να ξανανοίξει το σπίτι Χριστουγεννιάτικα. Η Φάμπρικα και οι εργάτες θα ήταν δουλειά του Αλέξανδρου από την επόμενη χρονιά. Ο Αλέξανδρος δεν είχε φανεί καθόλου μετά την εκκλησία.
Φθάνοντας στο αρχοντικό τον είδαν να παίζει με τον σκύλο. Ο Κυριάκος σε αυστηρό τόνο, τον κάλεσε να περάσει στο γραφείο του αυτήν την στιγμή και να το περιμένει. Επήγε ο νεαρός στο γραφείο, και αμέσως μπήκε ο Κυριάκος. Η Ηρώ τράβηξε από το χέρι τον Βασίλη,
-πάμε να ακούσουμε
-όχι δεν κάνει
-γιατί;
-γιατί κουβεντιάζουν δυο άνδρες και οι γυναίκες δεν πρέπει να ακούνε
-είσαι χαζούλης, εγώ θα πάω, είπε και ξεκίνησε
Ο Βασίλης που δεν του καλάρεσε χαζούλης την κυνήγησε, και τρέχοντας φτάσανε μπρός από την πόρτα του γραφείου. Ακούσανε τότε την φωνή του Κυριάκου να επιπλήττει το γιό του.
-θα πρέπει να ντρέπεσαι μέρα που είναι πρέπει να είσαι με την οικογένεια
-ποια οικογένεια, όλα αυτά τα μπάσταρδα;
-αυτά τα παιδιά είναι εργάτες που κερδίζουν το ψωμί τους τίμια, και μα αφήνουν και μας κέρδος για να μπορείς να ξοδεύεις εσύ, εδώ και εκεί,
Ο Βασίλης κοκκίνισε δεν ήθελε να ακούσει περισσότερα, και έφυγε τρέχοντας, η Ηρώ όμως ακούμπησε το κεφάλι της στην πόρτα για ακούσει καλλίτερα.
Βγήκε στην αυλή ο Βασίλης, και είδε τον Μιχάλη να προσπαθεί να δέσει τον σκύλο, και εκείνος να του φεύγει, έσπευσε να τον βοηθήσει.
-είσαι καλό παιδί Βασίλη; Ρώτησε
-όχι κύριε Μιχάλη, αλλά θα γίνω, θα γίνω από αύριο
-μπράβο, έτσι θα ευχαριστηθεί και ο κύριος και αρχίσανε την κουβέντα, για διάφορα θέματα, πως αν θέλει να τον βοηθάει με το αυτοκίνητο να πλένει, να μάθει να οδηγάει και στις διάφορες άλλες ασχολίες του.
Ο Βασίλης απαντούσε θετικά, και του πρότεινε κιόλας ένα κόλπο όπως το ονόμασε. Αντί να αγωνίζονται για να δέσουν το σκύλο, που προτιμούσε την ελευθερία, καλά θα ήταν να απλώνανε ένα σύρμα, δεμένο στις άκρες και περασμένο πάνω την αλυσίδα, έτσι ο σκύλος θα ήταν πάντα δεμένος, και ταυτόχρονα θα είχε περιθώρια να τρέχει και να ξεμουδιάζει. Τον επαίνεσε ο Μιχάλης και του είπε να πως θα το αναφέρει στο κύριο το κόλπο, για να το εφαρμόσουν. Πράγματι το ανέφερε στον Κυριάκο, και αυτός κάλεσε τον Βασίλη να τον συγχαρεί.
-μπράβο παιδί μου, έξυπνο κόλπο μου είπε ο Μιχάλης, αλλά δεν λέγεται κόλπο, λέγεται ευρεσιτεχνία
-όχι-όχι, λέγεται πατέντα, αλλά το είπα κόλπο για καταλάβει ο Μιχάλης
-καλά αφού το θέλεις πατέντα, ας το λέμε πατέντα
-κύριε Κυριάκο, πείρε θάρρος ο Βασίλης, εγώ ξέρω κι άλλες πατέντες, είμαι πατενταδόρος.
-σιώπα, έκανε δήθεν έκπληκτος ο Κυριάκος, άμα έχεις κάτι στο νου σου να μου το λές, και μπορεί να είναι χρήσιμες πατέντες, κύριε πατενταδόρε. Άμε να ξεκουραστείς και τα λέμε το βράδυ πάλι.
Το βράδυ εκείνο δεν τα είπαν, επειδή ανεβαίνοντας στο δωμάτιο ο Βασίλης έπεσε στο κρεβάτι ξερός από την κούραση, λυπήθηκε και η Χρύσα να το ξυπνήσει, έτσι απόλαυσε ένα ύπνο χορταστικό. Το άλλο βράδυ όμως, στο τραπέζι ο Κυριάκος προέτρεψε τα παιδιά του και τον Βασίλη μαζί, να γράψουν γράμμα στο άγιο Βασίλη, τι δώρο προσδοκούσαν να τους φέρει. Ο Αλέξανδρος ξίνισε το πρόσωπο του για λίγο, «ακόμα εκεί είστε», είπε με ειρωνική διάθεση. Ο πατέρας του, έκανε πως δεν άκουσε, για να μην χαλάσει την κουβέντα με τα άλλα παιδιά, του είπε πως το πρωί θα περίμενε τα γράμματα φεύγοντας για το γραφείο του, να τα ταχυδρομήσει.
Την άλλη μέρα μόλις έφτασε ο Κυριάκος Μπαλωμένος στο γραφείο, και άνοιξε την τσάντα του, είδε τους τρείς φακέλους των παιδιών. Ο Αλέξανδρος σνομπάρισε αυτήν την κίνηση. Ήταν μεγάλος για τέτοια πράγματα, εκτός από την Χριστουγεννιάτικη κατσάδα, τον είχε προβληματίσει πολύ, η ποινή που ήταν να κλειδώσει την μοτοσικλέτα του, και να κυκλοφορεί με την συγκοινωνία όλη την διάρκεια των εορτών μέχρι να ξαναφύγει για την Ελλάδα. Αυτό το ταπείνωνε στα μάτια των φίλων του, και έψαχνε τρόπο να αντιδράσει. Έπιασε στα χέρια τους φακέλους ο Κυριάκος, και επέλεξε να διαβάσει πρώτον του Βασίλη. Ποία έκπληξη τον περίμενε όταν το άρχισε μα διαβάζει;
«Κύριε Κυριάκο, δεν υπάρχει αυτός ο άγιος Βασίλης, αλλά δεν είπα τίποτα μην κακοκαρδίσω τα άλλα παιδιά. Αυτά είναι παραμύθια για τα μικρά και χαζά παιδάκια. Όλα τα χρόνια δεν ήρθε ποτέ σε μένα, και ότι μπορούσα να φανταστώ, μου ήρθε από Σας, τα Χριστούγεννα, δεν θέλω τίποτα, ευχαριστώ».
Το απόγευμα που γύρισε σπίτι, αναζήτησε το Βασίλη, και παρήγγειλε να τον πάνε στο γραφείο του. Τα παιδιά στο καθιστικό παίζανε σκάκι, ο Αριστοτέλης και η Ηρώ, ο Βασίλης παρακολουθούσε τις κινήσεις προσεκτικά, ήθελε να μάθει σκάκι. Ρωτούσε, του λέγανε κάθε φορά πως μετακινείτε το κάθε πιόνι. Εκείνος αποφασιστικά δήλωσε, πως μέχρι τα φώτα που θα γύριζαν στο ίδρυμα θα τους νικούσε και εκείνα γελάγανε. Τα γέλια έκοψε η παρουσία του Μιχάλη, -Βασίλη σε θέλει ο κύριος στο γραφείο. Τα παιδιά σοβάρεψαν απότομα, η πρόσκληση στο γραφείο ήταν πάντα για επίπληξη. Ακολούθησε τον Μιχάλη μέχρι την πόρτα, κτύπησε διστακτικά και όταν άκουσε «έλα μέσα» μπήκε, με μικρά δειλά βήματα πλησίασε το γραφείο.
-με ζητήσατε; Ρώτησε
-κάτσε Βασίλη, έκανα λάθος μαζί σου, εσύ δεν είσαι παιδί.
Πριν προλάβει να συνεχίσει ο Βασίλης σηκώθηκε βουρκωμένος.
-συγνώμη αν έκανα κάτι κακό, άθελα μου θα έγινε, θα είμαι πιο προσεκτικός,
-κάτσε κάτω, χαμογέλασε ο Κυριάκος, είσαι προπέτης, δεν με αφήνεις να μιλήσω, κάτσε κάτω.
Έκατσε ο Βασίλης και ο Κυριάκος συνέχισε.
εσύ δεν είσαι παιδί, είσαι μεγάλος, είσαι βέβαια και πατετανδόρος αλλά είσαι μεγάλος. Για πες μου τώρα, όλα τα χρόνια που ήσουν μικρός δεν σου έφερε τίποτα ο άγιος Βασίλης;
-αυτό ήταν; πήρε θάρρος ο μικρός, ποτέ ούτε σε όλους τους τροφίμους, μόνο στους οικότροφους φέρνει, δηλαδή οι γονείς τα πάνε.
-πόσα αγόρια είναι τρόφιμοι στο ίδρυμα; Ενδιαφέρθηκε ο Κυριάκος
-72 αγόρια είναι και 41 κορίτσια.
Έγραψε τα νούμερα σε ένα χαρτί ο Κυριάκος και στράφηκε πάλι στο παιδί,
-πήγαινε να βρεις τον Μιχάλη και ελάτε μαζί εδώ, και μην λές σε κανέναν κουβέντα, έφυγε το παιδί βρήκε τον Μιχάλη του είπε πως το ζητά ο κύριος και γυρίσανε μαζί στο γραφείο. Ο Κυριάκος κάπνιζε και πηγαινοερχόταν με νευρικότητα, μόλις τους είδε ησύχασε,
-επιτέλους ήρθατε, άκου Μιχάλη, αύριο το πρωί θα πάρεις τον Βασίλη και θα πάτε στου Σινάνη το εργοστάσιο να φορτώσεις 41 κούκλες, πρόσεξε να μην είναι ίδιες, και μετά στου Γαράτζα να πάρεις 72 αγορίστικα παιχνίδια, θα σε βοηθήσει να τα διαλέξεις ο Βασίλης, και θα τα πάτε στο ορφανοτροφείο, θα πείς του σχολάρχη πως είναι επιθυμία δική μου, την παραμονή της πρωτοχρονιάς το κάθε παιδί, είτε αγόρι, είτε κορίτσι, να πάρει από ένα παιχνίδι. Πηγαίνετε τώρα και τσιμουδιά, δεν πρέπει να μάθει κανείς.
Το βράδυ εκείνο, όταν έφτασε η ώρα της «καληνύχτα», μετά την Ηρώ ο Βασίλης αγκάλιασε τον Κυριάκο και είπε ευχαριστώ μέσα από την ψυχή του.
Οι μέρες των εορτών περνούσαν γρήγορα, ο Βασίλης έδειξε την ευφυΐα του πολλές φορές, προτείνοντας κόλπα όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στο προσωπικό του αρχοντικού. Τώρα ένα σχοινί ανοίγει από μακριά την πόρτα χωρίς να χρειάζεται να πηγαίνει κανείς έως εκεί. Μπέρδεψε τα καλώδια στον Φωτεινό παντογνώστη του Άρη, και έβγαζε πρωτεύουσα της Ελλάδας τα Τίρανα, και το όνομα του Κολοκοτρώνη Θανάση. Ακόμα είχε γίνει αήττητος στο σκάκι, ενώ έλυσε και πολλές από τις ασκήσεις του Άρη. Έφτασε όμως ο καιρός να επιστρέψει στο ορφανοτροφείο, αλλά δεν μελαγχολούσε, επέστρεφε με κουράγιο και όνειρα να κάνει περήφανο τον κύριο Κυριάκο Μπαλωμένο που του φέρθηκε τόσο καλά.
Η Χρύσα είχε ετοιμάσει τις βαλίτζες, της Ηρώς και του Βασίλη, ο Μιχάλης τις φόρτωσε στο αυτοκίνητο, και περίμεναν το Κυριάκο Μπαλωμένο να επιβιβαστεί, για να πάνε στο ίδρυμα. Άλλες φορές πήγαινε την Ηρώ ο Μιχάλης με την Χρύσα, αυτήν την φορά θέλησε ο Κυριάκος να πάει ο ίδιος για να διευθετήσει την υπόθεση του Βασίλη. Ο διευθυντής τον υποδέχθηκε με το συνηθισμένο τρόπο, που υποδεχότανε όλους όσους προσφέρανε χρήματα και υποστήριξη στο ίδρυμα. Χωρίς να χάνει καιρό ο Κυριάκος άρχισε
-επιθυμώ ο Βασίλης να φύγει από τους κοιτώνες των τροφίμων, και να πάει με τους οικότροφους
-μα δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος κύριε Κυριάκο
-πρέπει να βρείτε τώρα προτού φύγω, θέλω να δω που θα καταλύσει αυτό το παιδί
-με φέρνεται σε πολύ δύσκολη θέση, τι μπορώ να κάμω
-τηλεφωνήστε στο πρόεδρο να δώσει λύσει
-στον Δεσπότη;
-στον Δεσπότη τώρα, παρακαλώ, περιμένω
Ο σχολάρχης υποκύπτοντας στην πίεση του δωρητή, σχημάτισε ένα αριθμό στο καντράν του τηλεφώνου, και ζήτησε τον Σεβασμιότατο:
-ο κύριος Μπαλωμένος επιμένει, να δει το κατάλυμα του Ράπτη, εδώ δεν υπάρχει κανένα διαθέσιμο και εκείνος επιμένει τι να κάνω;
Ο Δεσπότης διέθετε ένα διαμέρισμα στο ίδρυμα, που ελάχιστες φορές το χρόνο διανυχτέρευε, εκεί υπήρχε και ένα δεύτερο δωμάτιο του διάκου του, έδωσε την άδεια να μένει ο Βασίλης μέχρι το καλοκαίρι που θα έφευγε οριστικά από το ορφανοτροφείο στο διαμέρισμα αυτό.
-δηλαδή συνέχιζε στο τηλέφωνο ο διευθυντής, στο δωμάτιο του διάκου; Α΄, Α΄, κατάλαβα-κατάλαβα όπως ευλογείται.
Γύρισε στον Κυριάκο Μπαλωμένο,
-είπε ο Δεσπότης να τον βάλουμε στο δικό του διαμέρισμα, ελάτε να σας το δείξω.
Στον πρώτο όροφο του ιδρύματος, μετά τα γραφεία και στην άκρη-άκρη και δίπλα στο παρεκκλήσι της Παναγίας, ήταν το Δεσποτικό, όπως το λέγανε. Εκεί κατευθύνθηκαν ο σχολάρχης και ο Κυριάκος Μπαλωμένος κρατώντας από το χέρι τον Βασίλη. Άνοιξε την πόρτα και μπήκαν. Ο Βασίλης δεν τολμούσε να βγάλει μιλιά. Είχε την αίσθηση πως όπου νάναι, το όνειρο τελειώνει, θα φύγει ο Κυριάκος, και το κορμάκι του θα γεμίσει πάλι μελανιές απ’ τη ζωστήρα. Ο Κυριάκος του χάδεψε τα μαλλιά,
-εδώ θα μένεις Βασίλη, και κοίτα να με βγάλεις ασπροπρόσωπο,
-εδώ κύριε; Ευχαριστώ μα δεν είναι μεγάλο για μένα
-είναι ένα μοναδικό, δεν υπάρχει άλλο και σου αξίζει κύριε πατενταδόρε; Γελώντας συνέχισε, αλλά πρέπει να είσαι υπόδειγμα
-το υπόσχομαι, τα άλλα παιδιά όμως; Τι θα λένε, πως είμαι καρφί;
-αν δεν είσαι, και να μην γίνεις ποτέ, άστους να λένε, σύμφωνοι; Άμε να φέρεις τα πράγματα σου, τα έχει ο Μιχάλης
-έχω και πράγματα τώρα, ευχαριστώ κύριε, ευχαριστώ και έφυγε να πάει να φέρει την βαλίτζα του, εκείνη την ώρα βρήκε την ευκαιρία ο Κυριάκος Μπαλωμένος να επιστήσει την προσοχή του σχολάρχη ως προς την αντιμετώπιση του παιδιού.
-ο Βασίλης δεν είναι τυχαίο παιδί, και από σήμερα δεν θα λογίζεται και ορφανό, για ότι χρειαστεί θα ειδοποιείτε εμένα.
Η αλλαγή του Βασίλη ήταν τελείως απρόσμενη. Η επίδοση του στα μαθήματα αρίστη. Ενώ πρώτα μόνο στα μαθηματικά ήταν καλός, τώρα παρακολουθούσε όλα τα μαθήματα με την ίδια επιμέλεια. Φρόνιμος στην τάξη μέσα και στα διαλείμματα δεν κρυβόταν για να καπνίσει, δεν κάπνιζε πλέον. Τα βράδια δεν ανεβοκατέβαινε από τις υδρορροές, για συλήσει τις αποθήκες. Τα άλλα ορφανά που κάνανε παρέα, δεν τα σνομπάρισε καθόλου, αντίθετα τους μοίρασε πολλά από εκείνα που του έδωσε ο Κυριάκος. Το χαρτζιλίκι που έστελνε κάθε εβδομάδα μαζί εκείνο της Ηρώς, που ανταμώνανε στα διαλείμματα, μοιράζονταν στα παιδάκια αυτά. Οι δάσκαλοι και οι παιδονόμοι απορούσαν πως ήταν δυνατόν να γίνει αυτή η αλλαγή, και το δαιμονισμένο όπως το αποκαλούσαν να γίνει αγγελάκι. Οι πιο θρησκόληπτοι μιλάγανε για θαύμα. Ο μόνος που δεν μπορούσε να χωνέψει αυτήν την αλλαγή ήταν ο σχολάρχης, που επιζητούσε επιμόνως αφορμή, αλλά δεν εύρισκε.
Ο Βασίλης ήταν πρώτος μαθητής της τάξεως, αγαπητός από όλους τους συμμαθητές του, εάν εξακολουθούσε μέχρι το τέλος με την ίδια επίδοση θα ήταν ο σημαιοφόρος του σχολείου.

Πέρασε ο καιρός και κόντευε το Πάσχα. Την κουφή εβδομάδα που κλείνανε τα σχολεία, ο Μιχάλης πήρε τα παιδιά σπίτι για τις εορτές στο. Όταν η Χρύσα άνοιξε την βαλίτσα του Βασίλη είδε ελάχιστα από εκείνα που είχε τοποθετήσει η ίδια.
-Βασίλη, ρώτησε που είναι τα υπόλοιπα;
-κυρία Χρύσα τα χάρισα στα άλλα ορφανά, που δεν τα ξέρει ο κύριος
-πρέπει να του το πούμε όμως,
-θα το πούμε μαζί με την Ηρώ το βράδυ, γιατί και εκείνη το ίδιο έκανε.
Αγκάλιασε το παιδί η Χρύσα και εκείνο ανταπέδωσε τον εναγκαλισμό
-είσαι μεγάλη καρδιά, πολύ μεγάλη.
Όταν το απόγευμα επέστρεψε ο Κυριάκος από το γραφείο, τον υποδέχθηκαν τα παιδιά, μαζί και ο Άρης, ο Αλέξανδρος θα ερχότανε σε δύο μέρες. Ο Βασίλης σοβαρά του είπε αμέσως μετά
-κύριε πρέπει να πούμε κάτι στο γραφείο
-μπα! μπα! στο γραφείο, γιατί στο γραφείο;
-είναι σοβαρό
-αφού είναι τόσο σοβαρό πάμε τώρα,
Προχώρησε μπροστά ο Κυριάκος, τον ακολουθούσε ο Βασίλης κρατώντας από το χέρι την Ηρώ. Αυτό δεν του άρεσε του Κυριάκου, από την άλλη σκέφτηκε ακόμα είναι παιδάκια.
-λοιπόν, κύριε πατενταδόρε, τι είναι τόσο σοβαρό;
-ξέρετε κύριε, η Ηρώ και εγώ, ότι μας δώσατε στην βαλίτζα μας, τα μοιράσαμε στα άλλα ορφανά, επειδή ξέρω πως αυτά στοιχίσανε χρήματα, υπόσχομαι μόλις κλίσει το σχολείο, να εργαστώ στην φάμπρικα να τα ξεπληρώσω.
Σηκώθηκε ο Κυριάκος Μπαλωμένος από την καρέκλα του, πλησίασε τα δύο παιδιά, που κρατιόνταν απ τα χέρια και είχαν το κεφάλι χαμηλά, γονάτισε και τα αγκάλιασε, τα φίλησε στα μάγουλα
-δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι τέτοιο παιδί μου, είμαι πολύ χαρούμενος που ενέργησες με αυτόν τον τρόπο, και έδειξες και στην Ηρώ, αλλά δεν μπορούμε να φροντίζουμε όλα τα παιδιά, αλλιώς θα φτωχύνουμε και εμείς και θα χρειαζόμαστε βοήθεια και τότε ποιος θα μας την δώσει; Ας είναι χαλάλι τους, χίλιες φορές, και αυτό το Πάσχα θα το κάνουμε στο ίδρυμα μαζί με τα παιδιά, στην φάμπρικα θα πάει ο Αλέξανδρος, καιρός του είναι πια.
Τέτοια μεγαλοβδόμαδο και τέτοιο Πάσχα δεν είχε ξαναπεράσει ο Βασίλης, ούτε και η Ηρώ ούτε και ο Αριστοτέλης που παρά την διαφορά ηλικίας έδειχνε να δένει μια γερή φιλία με τον Βασίλη. Αλλά και τα παιδιά του ορφανοτροφείου με τα καινούργια ρούχα που είχαν φροντίσει η Χρύσα και ο Μιχάλης. Οι παιδονόμοι ευχαριστημένοι και απορημένοι για το αναπάντεχο φετινό Πάσχα, και ο μόνος που στραβομουτσούνιαζε ήταν ο διευθυντής. Έκανε και τα σχετικά παράπονα στον Κυριάκο «Εφέτος καλά, του χρόνου που θα απαιτούν τέτοια μεγαλεία, που θα βρεθούν τα χρήματα;» ήταν καμία πενηνταριά χρονών, ανύπαντρος, και με τέτοιο χαρακτήρα ποια τον έπαιρνε;
Η Κυριακή του Θωμά ήταν η ημέρας που επέστρεψαν τα παιδιά στο ίδρυμα. Μέχρι τέλος της σχολικής χρονιάς δεν υπήρχε άλλη ανάπαυλα. Ο Βασίλης με το ίδιο ζήλο συνέχισε τις επιδόσεις του, και η λήξη των μαθημάτων το ανέδειξε πρώτον μαθητή και σημαιοφόρο. Ήταν πρώτη φορά που ένας τρόφιμος θα σήκωνε την σημαία στην παρέλαση, πάντα οι οικότροφοι είχαν αυτήν την τιμή. Εκτός από αυτήν την τιμή, ήταν και ο θεσπισμένος έπαινος με χρηματικό έπαθλο (τρείς χρυσές λίρες), από τον σύλλογο των αποδήμων Χιωτών. Ήταν ο Βασίλης εκείνος που θα εκφωνούσε το αποχαιρετιστήριο εκ μέρους των μαθητών. Ήταν πολύ ευτυχισμένος ο Βασίλης, και πολύ περήφανος ο Κυριάκος Μπαλωμένος που έκανε σωστή διάγνωση και επιλογή για να βοηθήσει. Η Ηρώ δε, έλεγε «εγώ του χρόνου θα την σηκώσω την σημαία». Και μετά από όλα αυτά τα ευχάριστα, μπήκανε στο αυτοκίνητο για το αρχοντικό. Η ζωή στο ορφανοτροφείο για τον Βασίλη είχε τελειώσει, και άρχιζε μια άλλη περίοδος της ζωής του, εξ’ ίσου δύσκολη.

Όταν φτιάσανε στο σπίτι, ο Βασίλης δεν ανέβηκε στο πράσινο δωμάτιο, αλλά περίμενε υπομονετικά, πότε θα γυρίσει ο Κυριάκος Μπαλωμένος, να συζητήσουν. Μάταια η Χρύσα του έλεγε να ξεκουραστεί λίγο, από τις συγκινήσεις της ημέρας, αυτός είχε αποφασίσει να περιμένει, και τίποτα δεν του άλλαζε αυτήν την απόφαση. Τα απόγευμα που ήρθε ο Κυριάκος τον βρήκε στην είσοδο, του άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου να κατέβει, πήρε την τσάντα από το χέρι του και ξεκίνησε να πηγαίνει στο γραφείο.
-ε! Βασίλη, που πάμε;
-στο γραφείο κύριε, ελάτε,
Σαστισμένος ο Κυριάκος από την πρωτοβουλία του παιδιού το ακολούθησε μέχρι το γραφείο. Όταν έκατσε στη καρέκλα του ο Βασίλης άρχισε να αγορεύει
-κύριε Κυριάκο, ευχαριστώ για όσα κάνατε για μένα και για τα άλλα παιδιά. Το βραβείο για την επίδοση μου, το χρωστάω όλο σε Σας, λέγοντας αυτά έβγαλε από την τσέπη τρείς λίρες και τις άφησε πάνω στο γραφείο και συνέχισε
-τώρα δεν μπορεί να κοιμάμαι στο πράσινο δωμάτιο, πρέπει να πάω στην φάμπρικά, να δουλέψω, να αρχίσω να ζώ το εαυτό μου, γι αυτό δεν ανέβηκα μέχρι τώρα επάνω.
-Βασίλη με εκπλήσσεις! Γιατί να πάς στη φάμπρικα; Εγώ θέλω να πάς στο γυμνάσιο, το μυαλό σου κόβει και τώρα που είσαι και καλό παιδί είμαι σίγουρος πως θα προκόψεις και θα με κάνεις περήφανο που σε ανέλαβα.
-όχι κύριε όχι, δεν έχω το δικαίωμα αυτό, εγώ θέλω να δουλέψω για να εξασκηθεί το μυαλό μου και να γεμίσει η τσέπη μου, να βοηθήσω και εγώ άλλα ορφανά όπως εσείς εμένα. Τι όφελος έχει να μάθω πότε έγινε η μάχη του Μαραθώνα και πόσα τετραγωνικά χιλιόμετρα είναι η Ισπανία, άχρηστες γνώσεις. Εγώ είμαι πατετανδόρος, μόνο με την δουλειά θα αποδώσω.
-καλά παιδί μου, όπως θέλεις, να το πείς στην Ηρώ εσύ, σύμφωνοι; Πάρε τώρα τα χρήματα που άφησε στο τραπέζι και να τα δώσεις στον Γεράσιμο στην Φάμπρικα, αυτός θα σου ανοίξει λογαριασμό στην τράπεζα που θα είναι δικό σου και μόνο δικός σου. Αύριο το πρωί ο Μιχάλης θα σε πάει στην φάμπρικα, απόψε κοιμήσου στο πράσινο κι ας είσαι Ολυμπιακός.

Το άλλο πρωί ο Βασίλης επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο, μαζί με τον Κυριάκο, έκατσε στο μπροστινό κάθισμα πλάι στον Μιχάλη, και αφού αφήσανε το Κυριάκο Μπαλωμένο στο συνεργείο της πόλης, συνέχισαν για την φάμπρικα. Εκεί ο Γεράσιμος ειδοποιημένος τους καλωσόρισε, τακτοποίησε τον Βασίλη σε ένα τρίκλινο δωμάτιο, λέγοντας πως εδώ μένει ο Κώστας και θα περιμένουν ποιος ξέρει ποιος άλλος θα έρθει. Του έδειξε όλο το συγκρότημα, ακόμα του άνοιξε λογαριασμό στο μεγάλο τεφτέρι που κρατούσε. Του παρήγγειλε να ξεκουραστεί γιατί από αύριο θα έπιανε δουλειά στις αντλίες.
Η πρώτη ημέρα της δουλειάς στις αντλίες ήτανε και η τελευταία. Παρουσιάστηκε στον Λεωνίδα που ήταν επικεφαλής στο εργοστάσιο και εκείνος τον έστειλε στο βαφείο. Ο μάστορας (Βαφέας) του έριξε μια λοξή ματιά. «για πόσο καιρό;» ο Βασίλης δεν κατάλαβε, και δεν μίλησε. Ακολουθούσε τις εντολές του μάστορα πρόθυμα αλλά αμίλητος, κάποια στιγμή λέει του μάστορα,
-μάστορα να σου πω ένα κόλπο;
Αντί για απάντηση έφαγε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα, που είδε αστράκια, παραπάτησε λίγο και πέφτοντας το χέρι του έπιασε το ματσακόνι. (είδος σφυριού που σπάει τις σκουριές) το πήρε και κοπάνησε στα δάκτυλα του ποδιού τον μάστορα, εκείνος έχασε την ισορροπία του έπεσε και παρέσυρε το ράφι με τα χρώματα, διαλυτικά χημικά υγρά περιέλουσαν, δημιουργώντας του εγκαύματα. Αμέσως ο Βασίλης έφυγε τρέχοντας μην το πιάσει κανείς και χάθηκε. Πήγε ο μάστορας στο νοσοκομείο, ειδοποιήθηκε ο Κυριάκος Μπαλωμένος, που έσπευσε στο νοσοκομείο πρώτα να δει το τραυματία, και αμέσως μετά στο εργοστάσιο να μάθει από τον Λεωνίδα τι έγινε. Ο Λεωνίδας δεν κατάλαβε τίποτα, μια στιγμή είδε τον μικρό να τρέχει και την επόμενη το μάστορα να φωνάζει από τους πόνους.
Πήγε στην φάμπρικα μήπως βρει τον Βασίλη, αλλά ο Γεράσιμος του είπε πως δεν φάνηκε. Συλλογισμένος γύρισε στο σπίτι του, φώναξε την Χρύσα
-Χρύσα τι θα κάνουμε με το παιδί αυτό; Έκανε μεγάλη ζημιά και τραυμάτισε ένα μεγαλύτερο του.
-κύριε, πιστεύω πως δεν φταίει ο Βασίλης, που είναι τώρα παιδί;
-δεν γνωρίζω εξαφανίστηκε, λες και άνοιξε η γη και το κατάπιε
-να πάω εγώ να βρω το ορφανό;
-πήγαινε Χρύσα και κάνε οτιδήποτε νομίζεις ελεύθερα
-να πάρω και την Ηρώ μαζί μου;
-όχι-όχι την Ηρώ, μετά από δύο δευτερόλεπτα συνέχισε όχι την Ηρώ μόνη της πάρε και τον Αριστοτέλη.
Πέρασε στο γραφείο του, και η Χρύσα μαζί με τα παιδιά επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για την φάμπρικα. Όταν χαιρέτισαν το Γεράσιμο, εκείνος τους είπε πως δεν το είδε καθόλου. Η Ηρώ ήξερε τα κατατόπια, πήγε στην υπόγυια αποθήκη με τα τρόφιμα, και του φώναξε
-Βασίλη, έβγα μην φοβάσαι, δειλά πίσω από τα σακιά με τα κρεμμύδια πρόβαλε το κεφάλι του ο Βασίλης
-Σσσσς, σιγά βρε θα μας πιάσουν
-έλα ο μπαμπάς σε θέλει, πρέπει να μάθει τι έγινε, μην φοβάσαι
-είναι απάνω ο κύριος
-όχι μόνο η Χρύσα και ο Άρης, ξεθάρρεψε ο Βασίλης και ακολουθώντας την Ηρώ ανέβηκε τις σκάλες.
Ο Γεράσιμος τον πλησίασε, «πως τρύπωσε εκεί μέσα ρε παιδάκι μου;». γυρνώντας προς την Χρύσα «ορίστε ο λεβέντης ολόκληρος». Η Χρύσα πλησίασε το αγόρι, άπλωσε το χέρι της «έλα Βασίλη πάμε όλα τελειώσανε πάμε» μόλις φτάσανε στο αρχοντικό, η Χρύσα είπε του Βασίλη πως ο κύριος περίμενε στο γραφείο του, να τον δει και να εξηγηθούν. Εκείνος χωρίς καθόλου χρονοτριβή πήγε στο γραφείο, κτύπησε την πόρτα και δεν περίμενε απάντηση, αλλά την άνοιξε μπήκε θαρρετά.
-κύριε δεν φταίω εγώ
-Βασίλη με στενοχώρησες, φταις ή όχι με στενοχώρησες. Πες μου τι έγινε
Ο μικρός άρχισε να διηγιέται τι έτρεξε στο βαφείο.
Η Χρύσα με την Ηρώ στο μεταξύ είχαν τρυπώσει στο γραφείο, ακούγανε με προσοχή το παιδί να εξιστορεί και να παραπονιέται, «γιατί δηλαδή ο καθένας μπορεί να με δέρνει;» η Ηρώ πλησίασε τον πατέρα της,
-μπαμπά δεν είναι δίκιο να τον δέρνουν, έτσι δεν είναι;
-έτσι είναι κόρη μου, ο Βασίλης δεν θα ξαναπάει στην φάμπρικα τέλος. Περάστε έξω τώρα πρέπει να μιλήσουμε μόνοι μας. Όταν βγήκαν έξω, κοίταξε τον Βασίλη στα μάτια
-Βασίλη πιστεύω πως λές αλήθεια
-αλήθεια λέω κύριε, και τα μάτια του βούρκωσαν, σε Σας δεν θα πω ποτέ ψέματα, αλλού λέγω αλλά όχι σε Σας.
-ναι παιδί μου, θα ρυθμίσω εγώ τα υπόλοιπα, μην ανησυχείς, ούτε αστυνομίες ούτε δικαστήρια θα έχουμε μην ανησυχείς. Κάτσε στην καρέκλα τώρα, γιατί πρέπει να σκεφτούμε τι θα γίνει με σένα. Που θα δουλέψεις αφού δεν θέλεις να πας στο γυμνάσιο.
-να βοηθάω τον κύριο Μιχάλη, να πλένω το αυτοκίνητο, να φροντίζω τα λουλούδια το σκύλο, να βοηθάω την κυρία Χρύσα. . . .
-όχι δεν είναι δουλειές αυτές για σένα, εσύ έχεις μυαλό είπαμε, είσαι πατενταδόρος, θα σε πάρω στο συνεργείο στην πόλη, και θα μένεις στο γραφείο, θυμάσαι εκείνο το δωμάτιο που άλλαξες την πρώτη φορά. Θα είσαι φύλακας τα βράδια. Δίπλα υπάρχει εστιατόριο εκεί θα τρώς. Και θα πηγαίνεις με μάστορα, τον Λυκούργο, στις επισκευές. Πως σου φαίνεται;
-γιατί όχι στο σπίτι κύριε;
-στο σπίτι δουλεύουν επτά άνθρωποι, δεν χρειάζεται περισσότερους, άλλωστε εκεί κάτω θα είμαστε μαζί και θα μου λές τα κόλπα και τις πατέντες που σκέφτεσαι, και ότι είναι καλό θα το εφαρμόζουμε και χωρίς σφαλιάρες.
Κατέβασε το κεφάλι κάτω ο Βασίλης, είχε απεριόριστη ευγνωμοσύνη στο Κυριάκο, και δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση. Από την άλλη μέρα μετακόμισε στο δωμάτιο του συνεργείου στην πόλη. Ο Κυριάκος τον παρέδωσε στον Λυκούργο, με την προτροπή να το προσέχει ιδιαίτερα, διότι είναι ευέξαπτος. Και ο Βασίλης απεδείχθη για τον μάστορα του, ο ιδανικός βοηθός. Υπάκουος και έξυπνος, έλεγε πολλές φορές κάποια «κόλπα», και ο Λυκούργος άμα τα έκρινε σωστά τα εφάρμοζε.
Πέρασε έτσι κανένας μήνας λίγο παραπάνω ίσως, όταν ο Κυριάκος μαζί με τα παιδιά και την Χρύσα, ετοιμαζόντουσαν για τις διακοπές του καλοκαιριού. Ο Μιχάλης έμενε πίσω για να μην κλείσει όλη η επιχείρηση. Προορισμός όπως κάθε χρόνο η Ελλάδα. Εκεί είχε δυο σπίτια στην νέα Αρτάκη. Κάθε χρόνο το Αύγουστο τον περνάγανε εδώ, από την εποχή που ζούσε η μακαρίτισσα η γυναίκα του. Είχε ακόμα ένα στην νέα Χαλκηδόνα, εκεί έμενε ο Αλέξανδρος όσο καιρό σπούδαζε.
Προτού ξεκινήσουν ο Κυριάκος Μπαλωμένος, φώναξε τον Βασίλη και του πρότεινε να έρθει μαζί του στις διακοπές, και ο Βασίλης πολύ σοβαρά έφερε τις αντιρρήσεις του, «ποιός θα φυλάει το γραφείο τα βράδια, πως θα δουλεύει ο Λυκούργος μόνος του, ποιος θα κάνει παρέα στον κύριο Μιχάλη». Ο Κυριάκος ικανοποιημένος με την σοβαρότητα και την υπευθυνότητα του παιδιού δεν επέμενε. Είχε σκοπό στη Ελλάδα όταν θα ήταν να φροντίσει για το μέλλον του, σκεφτότανε την σχολή των εμποροπλοιάρχων, ή κάτι ανάλογο.

Γρήγορα κύλησε ο καιρός και επέστρεψαν ανανεωμένοι από τις διακοπές ο Κυριάκος με την παρέα του. Μετά τις πρώτες ενημερώσεις, από τον Μιχάλη, ζήτησε να παρουσιαστεί ο Βασίλης. Εκείνος έλειπε μαζί με τον μάστορα του. Υπομονετικά περίμενε να γυρίσουν, και όταν ήλθαν ζήτησε να δει το Λυκούργο πρώτα, να μάθει για τις επιδόσεις και την διαγωγή του αγοριού, και ο μάστορας είπε «πως είναι κρίμα ένα τέτοιο μυαλό να χαραμίζεται στις αντλίες», «αυτό λέω και εγώ, αλλά δεν ακούει» είπε ο Κυριάκος. Μετά μπήκε ο Βασίλης στο γραφείο
-καλημέρα κύριε, καλώς ορίσατε
-έλα κοντά παιδί μου να αγκαλιάσω
-όχι θα λερωθείτε, μετά που θα σχολάσω
-ωραία σχόλασε τώρα, άντε πλύσου να πάμε σπίτι να δεις τα παιδιά
-αμέσως είπε ο Βασίλης και χαμογέλασε ευτυχισμένος
Θέλησε να κάτσει πλάι στο Μιχάλη, αλλά ο Κυριάκος του είπε να κάτσει δίπλα του, και εκείνος υπάκουσε.
-άκου παιδί μου Βασίλη, είσαι μεγάλος και πρέπει υπεύθυνα να αντιμετωπίσεις την ζωή, τα εφόδια που έχεις είναι λίγα και το μυαλό σου βαστά περισσότερα. Δεν θέλεις να πάς εδώ στο γυμνάσιο, σέβομαι τους λόγους σου, αλλά αυτό να μην είναι αιτία να μένεις αμόρφωτος. Ρώτησα στην Αθήνα, μπορείς να πάς στην σχολή εμποροπλοιάρχων, να βγείς σε λίγα χρόνια καπετάνιος, να ταξιδέψεις όλο τον κόσμο.
-δεν θέλω κύριε να ταξιδεύω, εγώ θέλω να δουλεύω και να φτιάχνω πατέντες.
-να πάς τότε σε μια σχολή επαγγελματική να γίνεις μηχανικός
-τότε που θα μένω σε κανένα ορφανοτροφείο πάλι, ή σε κανένα ίδρυμα της Βασίλισσας; Προτιμώ εδώ με τον μάστορα να μαθαίνω τις αντλίες
-του χρόνου η Ηρώ θα έχει τελειώσει το σχολείο και θα πρέπει να πάει στο γυμνάσιο ή στις γαλλίδες καλόγριες. Σκέπτομαι όμως να την στείλω μαζί με την Χρύσα στην Αθήνα, τι λές τότε θα πάς και συ μαζί τους και θα δούμε σε ποιο σχολείο και τι θα επιλέξεις να μάθεις.
-κι Αλέξανδρος;
-αυτός θέλει δυο χρόνια ακόμα και θα γυρίσει να αναλάβεις την φάμπρικα. Τότε ποιος θα προσέχει τις δύο γυναίκες;
-καλά κύριε αφού είναι έτσι, να περάσει ο χρόνος και βλέπουμε
Με αυτήν την κουβέντα φτάσανε στο σπίτι, ανταμώσανε με τα παιδιά του Κυριάκου του δώσανε δώρα που φέρανε από την Ελλάδα και άρχισαν να του διηγούνται πως περάσανε. Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, δεν θέλησε να μπεί στην τραπεζαρία, προτίμησε να πάει στην κουζίνα μαζί με το προσωπικό, και αργότερα παρακάλεσε την Χρύσα να του στρώσει το δωμάτιο 6, γιατί και αυτός ανήκε προσωπικό. Ο Κυριάκος Μπαλωμένος δεν έφερε αντίρρηση, απεναντίας θαύμασε ακόμη μια φορά την διάκριση του παιδιού.

Τα Χριστούγεννα του 1955 ήταν διαφορετικά από τα προηγούμενα. Δεν πήγε ο Βασίλης στο αρχοντικό, δεν κοιμήθηκε στο πράσινο δωμάτιο. Στο δωμάτιο του συνεργείου μονάχος μετά από φαγητό στο διπλανό εστιατόριο. Την ημέρα της εορτής δεν πήγε στην φάμπρικα που πήγαν οι υπόλοιποι. Κοιμήθηκε πολλές ώρες, κουράστηκε από τον ύπνο. Έκανε σκέψεις πολλές, τα έβαλε με την μοίρα του, αναζήτησε παρέα, ήθελε να κλάψει, αλλά δεν έκλαψε. Οι άνδρες δεν κλαίνε. Περίμενε να περάσουν αυτές οι 48 ώρες που έμεινε κλειστό το συνεργείο. Όταν άνοιξε και άρχισαν να έρχονται οι εργαζόμενοι ανακουφίστηκε. Επιτέλους ξανανάσανε. Του ευχήθηκε ο Κυριάκος του ευχήθηκε ο μάστορας του, και η ζωή ξαναβρήκε το ρυθμό της, μέχρι το Πάσχα.
Τότε, ένοιωσε ακόμα βαρύτερο το αίσθημα της μοναξιάς, και μόλις άνοιξε το συνεργείο, μπήκε στο γραφείο του Κυριάκου,
-κύριε πάω όπου θέλετε, και κάνω ότι μου πείτε εσείς ξέρετε καλύτερα
-έλα εδώ πατενταδόρε, εγώ δε πονούσα νομίζεις, αλλά σε άφησα για καταλάβεις ότι μόνος κανείς ούτε στον παράδεισο δεν κάνει. Τον αγκάλιασε και συνέχισε.
-θα είσαι και συ παιδί μου, και θα σε αγαπώ το ίδιο, δεν σε υιοθέτησα ενώ ήταν πολύ εύκολη διαδικασία, επειδή σεβάστηκα την προσωπικότητα σου, μη φέρνεις αντιρρήσεις ποτέ, διότι όσο μυαλό και να νομίζεις πως κουβαλάς, τα χρόνια της ζωής βαραίνουν περισσότερο. Στην δουλειά τώρα και το καλοκαίρι μόλις κλείσουν τα σχολεία τα ξαναλέμε.
Το καλοκαίρι του 1956 ο Βασίλης είχε συμπληρώσει δεκατρία χρόνια ζωής και για πρώτη φορά θα ταξίδευε για την Ελλάδα να γνωρίσει την πατρίδα που ήξερε μόνο από τα βιβλία. Ο Κυριάκος Μπαλωμένος, με τα δύο παιδιά, την Ηρώ και τον Αριστοτέλη, την Χρύσα και τον προστατευόμενο του, μπήκαν στο τρένο, να ταξιδέψουν μέχρι το λιμάνι και από κεί στο πλοίο για Ελλάδα. Το καράβι έκανε δυο ημέρες και μισή για να δέσει στον Πειραιά, μετά το τρένο μέχρι την Χαλκίδα, και στην συνέχεια το λεωφορείο για την Νέα Αρτάκη. Μεγάλο ταξίδι για τον Βασίλη, και πρωτόγνωρη εμπειρία, ενώ τα άλλα παιδιά τον πειράζανε.
Όταν τακτοποιηθήκανε στην Νέα Αρτάκη, ο Κυριάκος Μπαλωμένος, μαζί με τον Βασίλη, επέστρεψαν στην Αθήνα. Είχε γνωριμίες ο Κυριάκος στην πρωτεύουσα. Σε όλο το διάστημα εξηγούσε στο νεαρό αγόρι, τι σπουδαία αποτελέσματα θα είχε αν μάθαινε όσα μπορούσε περισσότερα, από αυτά που διδάσκονται, πόσο μεγάλος πλούτος είναι οι γνώσεις και ακόμα πως επειδή ο Θεός το προίκισε με ένα εύστροφο μυαλό, δεν έχει δικαίωμα να το αφήσει να πάει χαμένο. Στην Αθήνα τον πήρε μαζί του, γνώρισε κάποιους φίλους του, όλοι θαύμασαν την σοβαρότητα του παιδιού, και κάποιοι από αυτούς προσφέρθηκαν να βοηθήσουν και οικονομικά. Η τελική απόφαση που πήραν ήταν να πάει ο Βασίλης στην Χίο, στην ναυτική σχολή, που εκείνη την εποχή δεχότανε οικότροφους μαθητές. Η Ηρώ θα πήγαινε γυμνάσιο στην Αθήνα και μαζί με την Χρύσα θα μένανε στο σπίτι της Νέας Χαλκηδόνας, φροντίζοντας και τον Αλέξανδρο, που του έλειπε ένα χρόνος να τελειώσει και να επιστρέψει να αναλάβει την φάμπρικα.
Μπήκαν στο καράβι για την Χίο, και εκεί τους περίμενε ο σχολάρχης, «μιλημένος καταλλήλως» ειδοποιημένος από τον Γιάννη Μπακόπουλο, φίλο του Κυριάκου. Μετά τις συστάσεις και τα προκαταρτικά γύρισε προς τον Βασίλη,
-νεαρέ μου, εδώ θα βρεις το μέλλον σου, χρειαζόμαστε παιδιά με όρεξη για δουλειά, με έξυπνο μυαλό, για ανταπεξέρχονται στις δυσκολίες της θάλασσας, με αποφασιστικότητα να παλέψουν την ζωή στα ίσα, και από ότι βλέπω στα μάτια σου, αυτά τα προσόντα τα έχεις. Όσο θα είσαι στη σχολή θα είσαι και θα καλείσαι κύριος, όπως και συ θα αποκαλείς τους άλλους σπουδαστές κυρίους. Θα έχεις ειδική στολή που θα φοράς κατά την διάρκεια της φοιτήσεως και καπέλο. Ακόμα αν είσαι καλός στις επιδόσεις σου θα πάρεις υποτροφία για να καλύψεις τα έξοδα της φοιτήσεως, αλλιώς θα πρέπει να δουλεύεις στη σχολή, ή να τα καταβάλει ο κηδεμόνας σου.
-θα αναλάβω εγώ ότι χρειαστεί, είπε ο Κυριάκος
-όχι κύριε, το διέκοψε ο Βασίλης, όχι, θα δουλέψω όπου με βάλουν, και θα πάρω και υποτροφία, Σας το υπόσχομαι. Θα Σας βγάλω ασπροπρόσωπο.
-Μπράβο παιδί μου, είπε ο σχολάρχης, έτσι αποφασιστικός πρέπει να είσαι, να σταθείς στα πόδια σου μόνος σου, η ζωή δεν χαρίζεται σε κανέναν. Ο ενθουσιασμός σου με ικανοποιεί, συνέχισε έτσι. Τώρα θέλεις να μείνεις εδώ ή θα έρθεις στην αρχή της χρονιάς, πρώτη Σεπτεμβρίου πρέπει να είσαι εδώ οπωσδήποτε.
Ο Βασίλης γύρισε προς τον Κυριάκο, «τι λέτε κύριε;» ο Κυριάκος σηκώθηκε
-κύριε σχολάρχα, θα φύγουμε είναι η πρώτη φορά, ίσως και η μοναδική που κάνει ο Βασίλης διακοπές, θα παρουσιαστείς στο τέλος του μήνα. Ήρθαμε για την εγγραφή και την γνωριμία, ευχαριστούμε πολύ
-θα σε περιμένω κύριε Ράπτη τον Σεπτέμβριο, ώρα καλή σας.

Ξεκίνησαν για την επιστροφή στο Πειραιά με καράβι, δυο τρείς μέρες στην Αθήνα είδαν και άλλους γνωστούς του Κυριάκου. Στα σχέδια του ήταν και η μετεγκατάσταση στην πατρίδα, και έψαχνε τρόπους για να επενδύσει τα χρήματα που με διάφορους τρόπους έφερνε στην Αθήνα. Ο Αλέξανδρος θα αναλάμβανε την φάμπρικα σε ένα δυο χρόνια το πολύ τρία, αυτό θα αποδεσμευόταν και έπρεπε να φροντίσει για το Αριστοτέλη που δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος, όσο για την Ηρώ θα παντρευότανε και θα ευτυχούσε. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισε να πάει σε γυμνάσιο στην Ελλάδα και να μην την στείλει στις καλόγριες. Στην Νέα Αρτάκη ο Βασίλης έγινε πάλι παιδί, έτρεξε έπαιξε κολύμπησε με τα παιδιά του Κυριάκου, τους έλεγε πως θα γίνει καπετάνιος, πως τον είπε ο σχολάρχης κύριο Ράπτη και ένα σωρό άλλα σχέδια που έκανε. Και πέρασε ο μήνας Αύγουστος, οι διακοπές τελείωσαν. Η παρέα ξεκίνησε για την επιστροφή. Στην Αθήνα κατέληξαν στο σπίτι της Νέας Χαλκηδόνας, εκεί φρόντισε για την εγγραφή στο γυμνάσιο της Ηρώς ο Κυριάκος, ετοιμάστηκε και ο Βασίλης για την Χίο.
-θα μας έρθεις τα Χριστούγεννα, έτσι δεν είναι; Ρώτησε η Ηρώ
-βέβαια, θα έρθω, και το Πάσχα το καλοκαίρι όμως θα ταξιδεύω, απήντησε όλος σοβαρότητα ο Βασίλης, εσύ να διαβάζεις και εγώ θα διαβάζω για βγώ πρώτος, και θα βγώ σίγουρα.
-ναι Βασίλη είμαι σίγουρος για σένα, είπε η Χρύσα το ίδιο και ο κύριος όλοι σε πιστεύουμε.
Ήταν τριάντα Αυγούστου του 1956, στο λιμάνι του Πειραιά το καράβι για την Χίο περίμενε του επιβάτες του να επιβιβαστούν. Ένας εξ αυτών ήταν ο Βασίλης, με μια μικρή Βαλίτζα στο χέρι, αποχαιρετούσε στην αποβάθρα τον Κυριάκο και την Ηρώ που ήλθαν να το ξεπροβοδήσουν. Δεν ήθελε να τον πάει ο Κυριάκος στη σχολή, «είμαι ο κύριος Ράπτης από τώρα» έλεγε. Ανέβηκε στο πλοίο και τους ξαναχαιρέτισε από το κατάστρωμα, και μόλις απέπλευσε ζήτησε την καμπίνα του. Ψυχρολουσία του ήρθε όταν του είπαν πως δεν έχει καμπίνα για παιδιά που δεν συνοδεύονται, να κάτσει στο κατάστρωμα και να βρει μια γωνιά να κοιμηθεί, γιατί το ταξίδι είναι πολλές ώρες. Άδικα τους εξήγησε πως «είναι ο κύριος Ράπτης που πάει στην σχολή και θα γίνει καπετάνιος». Τα ειρωνικά σχόλια διαδέχθηκαν οι απειλές, ή θα καθόταν ήσυχος ή θα τον αρχίζανε στις σφαλιάρες. Ταπεινωμένος για άλλη μια φορά στην ζωή ο Βασίλης, βρήκε μια γωνιά, έκατσε με την βαλίτζα αγκαλιά, κοιμήθηκε εύκολα και έκανε όνειρα, πως ήταν αυτός ο καπετάνιος, και όλοι τον υπάκουαν πρόθυμα.
Το πρωί φθάνοντας στο νησί, πήρε τη άμαξα να το πάει στην σχολή. Ο θυρωρός μόλις άκουσε το όνομα του κοίταξε μια λίστα, και μετά του είπε
-περάστε κύριε Ράπτη,
Αυτός μόλις άκουσε αυτήν την προσφώνηση αναθάρρησε, που να πάω τώρα; Συλλογίστηκε και ο θυρωρός λές και κατάλαβε την σκέψη του συνέχισε
-στην αριστερή πτέρυγα, στο ραφείο σας περιμένουν. Θα σας ενημερώσουν και θα σας τακτοποιήσουν.
Μόλις πέρασε την πόρτα της πτέρυγας, κοίταξε γύρω να βρει το ραφείο. Είδε την επιγραφή «ΡΑΦΕΙΟΝ» σε μια πόρτα, κτύπησε δειλά και μπήκε. Εκεί υπήρχαν πέντε κυρίες στις ραπτομηχανές και ένας κύριος με στολή, που τον υποδέχθηκε
-παρακαλώ το όνομα σας
-Ράπτης Βασίλειος, είπε σοβαρά, ήταν ξαφνιασμένος από την αντιμετώπιση αυτή. Ήταν πρώτη φορά που του μιλούσαν έτσι. Μόνο ο Κυριάκος του είχε καλομιλήσει ίσαμε τώρα και εδώ όλοι τον υπολήπτοταν.
-μισό λεπτό κύριε, κοίταξε και αυτός μια λίστα, μάλιστα δωμάτιο 36, περάστε από εδώ παρακαλώ,
τον πέρασε πίσω από ένα παραβάν, και άρχισε να του παίρνει μέτρα, άγνωστες εμπειρίες για το παιδί που αμίλητο παρακολουθούσε τα γινόμενα. Όταν τελείωσε το μέτρημα συνέχισε
-θα είναι έτοιμα τα ρούχα σας σε δύο ημέρες, περάστε στο διπλανό δωμάτιο να πάρετε παπούτσια, και μετά στο τρίτο όροφο είναι το δωμάτιο σας, στην μεσαία κλίνη. Ευχαριστώ.
Περνώντας στο διπλανό δωμάτιο, είδε άλλο νεαρό να περνάει με την σειρά του στο ραφείο, ενώ στα παπούτσια ήταν άλλοι δύο που δοκίμαζαν.
-τι νούμερο παρακαλώ;
-έχω παπούτσια, δεν χρειάζομαι
-αυτά θα τα φορείτε μόνο εκτός σχολής, εδώ θα πρέπει να βάζετε της σχολής
-αφού είναι έτσι 37 νούμερο
Πήρε τα παπούτσια τα δοκίμασε και ικανοποιήθηκε με την πρώτη. Είπε ξανά ευχαριστώ και ξεκίνησε για να βρει το δωμάτιο στο τρίτο όροφο. Το 36 δωμάτια ήταν τρίκλινο, με θέα την αυλή της σχολής, και στο βάθος την θάλασσα. Στο μεσαίο κρεβάτι υπήρχε ένας σάκος γεμάτος ρούχα, εσώρουχα πετσέτες, κάλτσες παντόφλες, και προσωπικά είδη οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα τσατσάρα και σαπούνι. Τρείς μεταλλικοί φωριαμοί, ένα για κάθε ένοικο. Ο δικός του θα ήταν ασφαλώς ο μεσαίος αφού μεσαίο ήταν και το κρεβάτι, τον άνοιξε και έβαλε μέσα το σάκο, και ξάπλωσε στο κρεβάτι να κοιμηθεί ήταν πολύ κουρασμένος.
Κατά την μία κτυπούσε ένα κουδούνι παρατεταμένα, μαθημένος από το ορφανοτροφείο κατάλαβε πως ήταν ώρα συσσιτίου. Κοίταξε από το παράθυρο να δει πως μαζεύονται εδώ, αλλά άδικα. Κατέβηκε τα σκαλιά και είδε κίνηση. Νεαρά αγόρια αλλά και μεγάλοι, ομοιόμορφα ντυμένοι κατευθυνόντουσαν στα εστιατόρια, όπως είδε την επιγραφή. Μπήκε και αυτός από πίσω. Τα τραπέζια χωράγανε 6 άτομα το καθένα, κοίταξε αμήχανα για προσδιορίσει που θα κάτσει. Ίσαμε τώρα κανείς δεν του είχε απευθύνει λόγο. Το πλησίασε ένας νεαρός, και του είπε συνωμοτικά, «ποιο δωμάτιο;» «36» είπε ο Βασίλης, «τότε θα πάς σε εκείνο» και του έδειξε ένα τραπέζι. Όλα τα τραπέζια ήταν σερβιρισμένα αλλά όχι πλήρως. Άλλα είχαν δύο τρία ή πέντε και έξ σερβίτσια. Σε κάθε τραπέζι κάθονταν δυο διπλανών δωματίων οι ένοικοι. Αυτό ο Βασίλης δεν το ήξερε. Πήγε λοιπόν να κάτσει στο τραπέζι που υπέδειξε ο νεαρός. Μόλις έκατσε ήρθε τρέχοντας ο τραπεζοκόμος, «Σαν πολύ γρήγορα δεν έγινες αρχηγός» ντράπηκε ο Βασίλης, «συγνώμη δεν το ήξερα, που να κάτσω είμαι στο 36» «παρακαλώ κύριε ακολουθείστε με» και τον οδήγησε σε ένα τραπέζι μακριά από εκείνο πού έκατσε, «εδώ θα είστε για όλη την χρονιά που θα μένετε στο 36». Στο συγκεκριμένο τραπέζι υπήρχαν τέσσερα σερβίτσια, οι άλλοι δύο οικότροφοι δεν είχαν δηλώσει παρουσία ακόμα. Κοίταξε ένα γύρω και είδε το νεαρό που τον είχε στείλει σε λάθος τραπέζι, να γελάει με τους συνδαιτυμόνες του. Θύμωσε πολύ ο Βασίλης και σκέφτηκε να του ζητήσει τον λόγο, ύστερα σκέφτηκε τον σχολάρχη και τον Κυριάκο, που τους υποσχέθηκε να είναι φρόνιμος, και αναθεώρησε.
Μετά το γεύμα, έκανε ένα γύρω στη αυλή να εγκλιματιστεί στο περιβάλλον. Μεγάλη η αυλή, στην άκρη είχε γυμναστήριο και γήπεδο μπάσκετ. Την έφερε βόλτα δυο και τρείς φορές και όταν κουράστηκε ανέβηκε πάλι στο δωμάτιο. Βρήκε εκεί έναν άλλο νεαρό που συστήθηκε,
-είμαι ο Στέλιος Μπαξάνης
-Βασίλης Ράπτης, είπε αυτό και άπλωσε το χέρι σε χειραψία που ανταπέδωσε ο Στέλιος.
-περιμένουμε και τρίτο φαίνεται εδώ
-μάλλον, πρώτη φορά έρχεσαι εδώ; Εγώ πρώτη φορά
-και εγώ πρώτη φορά ήρθα, μόλις τελείωσα το σχολειό, με έστειλε ο πατέρας μου, αλλά εγώ θα την κοπανήσω. Δεν θα γίνω εγώ παγωτατζής
-παγωτατζής; Απόρησε ο Βασίλης
-παγωτατζής βέβαια, δεν τους βλέπεις όλους που καμαρώνουν με τις στολές και χαιρετιούνται, και λέγονται κύριε και κύριε και κοροϊδεύονται μεταξύ του και κοροϊδεύουν και τον κόσμο. Εγώ όμως θα το σκάσω, δεν θα φάω εδώ τα χρόνια μου, θα γυρίσω στο νησί μου.
-από πού είσαι; Τόλμησε να ρωτήσει ο Βασίλης. Αυτά που άκουγε του φάνηκαν αλλόκοτα. Αυτός καμάρωνε που τον λέγανε κύριο και ο άλλος ντρεπότανε.
-από την Τήνο είμαι, και θα πάω γρήγορα, αν δεν μπορώ μονάχος θα με διώξουν θα φροντίσω γι αυτό.
-εγώ θα κοιμηθώ τώρα. Είπε ο Βασίλης για να τελειώσει η κουβέντα που έσπειρε ζιζάνια στο μυαλό του. Μετά το γεγονός στο πλοίο έρχεται αυτό να του εκμηδενίσει το όνειρο. «Όχι εγώ υποσχέθηκα στον κύριο κα θα το κάνω, θα είμαι ο καλύτερος εδώ».
Αδιάφορα κύλησαν οι πρώτες μέρες, προσπαθώντας να εγκλιματιστεί, περιφερόταν στην πτέρυγα στην οποία εγκαθιστούσαν του πρωτοερχόμενους στην σχολή. Έμαθε το πρόγραμμα, τις ώρες του φαγητού, ξανάκουσε το γνώριμο από το ορφανοτροφείο σιωπητήριο. Γνώρισε εκτός από τον Στέλιο και το Χαράλαμπο ως συγκάτοικο. Υπέγραψε πρακτικό παραλαβής στο ραφείο, φόρεσε την στολή που του δώσανε, και επιπλέον ένα πηλήκιο.
Στις 7 του Σεπτεμβρίου του 1956 άρχισαν τα μαθήματα στη σχολή. Στην τάξη του Βασίλη, περίμενε πως θα ήταν ο μεγαλύτερος, αφού ένα χρόνο δούλευε στο συνεργείο, υπήρχαν όμως και μεγαλύτεροι, και γενικά στο σχολείο αυτό που λεγότανε ναυτικό γυμνάσιο, δεν ήταν σαν το σχολείο που ήξερε. Πιστός στην υπόσχεση του, έβαλε όλες τις δυνάμεις για διάκριση. Στο μόνο που στερούσε ήταν στην γυμναστική. Σε όλα τα άλλα μαθήματα ήταν πρώτο και με διαφορά. Στις εργασίες της σχολής πρόθυμος στις λύσεις των δυσκολιών που τεχνηέντως βάζανε οι εκπαιδευτές, εξαιρετικά επιτήδειος. Είχε γίνει αγαπητός από τους διδάσκοντες, αλλά και από τους συμμαθητές του, τους επιμελείς αλλά και τους άτακτους. Το εμπιστευόντουσαν όλοι γιατί είχε μπέσα. Δεν πρόδωσε κανέναν, ότι και αταξία ή ζημιά και να έκανε.

Μπαίνοντας ο Δεκέμβριος, τον κάλεσε ο σχολάρχης να παρουσιαστεί. Εκείνος μπήκε στο γραφείο του με την πρέπουσα διαδικασία, και περίμενε να μάθει τι τον ήθελε.
-κύριε Ράπτη, άρχισε ο σχολάρχης, πρέπει να είσαι γενναίος. Έχω να σου ανακοινώσω δυο πράγματα.
-ακούω κύριε σχολάρχα
-πρώτον για πρώτη φορά στην σχολή, αποφασίστηκε να χορηγηθεί υποτροφία σε σπουδαστή τόσο νωρίς, δηλαδή όχι μόνο από την πρώτη τάξη, αλλά κα από το πρώτο δίμηνο. Αυτή βέβαια η υποτροφία έρχεται από το Σωματείο που σε έχει ξαναβραβεύσει, θυμάσαι τις λίρες. Μόνη σου υποχρέωση είναι μα μην τους απογοητεύσεις και πιστεύω θα το καταφέρεις. Δεύτερον, ένα γράμμα από τον κύριο Μπαλωμένο, που μου γνωστοποίησε και μένα το περιεχόμενο, θα στο δώσω εάν το απαιτήσεις.
-τι γράφει; Αφού Σας το γνωστοποίησε δεν είναι μυστικό.
-η Χρύσα με την Ηρώ επέστρεψαν πίσω, διότι η υγεία της Χρύσας δεν άντεξε το κλίμα της Αθήνας, και να μείνει η Ηρώ μονάχη είναι αδύνατον. Έτσι τα Χριστούγεννα και το Πάσχα θα μένεις στην σχολή. Το καλοκαίρι θα κάνεις εκπαιδευτικά ταξίδια δεν θα έχεις χρόνο για διακοπές, έτσι πρέπει να καταλάβεις, πως θα είσαι συνέχεια εδώ μαζί μας, στην σχολή και στο νησί
-μάλιστα κύριε, κατάλαβα ένα ορφανοτροφείο ακόμα, όσο και να το γλυκάνετε ορφανοτροφείο θα είναι, χωρίς επισκεπτήριο χωρίς δικού μου ανθρώπους, αλλά δεν πειράζει ξέρω από αυτά, εγώ θα τηρήσω την υπόσχεση μου στο κύριο Κυριάκο θα βγώ πρώτος από εδώ μέσα, ότι και αν χρειαστεί.
-παιδί μου, είπε ο σχολάρχης παρακάμπτοντας το πρωτόκολλο, μακάρι να είχα και εγώ ένα υιό σαν εσένα, είναι τυχερός ο Μπαλωμένος που σε έχει
-δεν με έχει κανείς κύριε, είμαι ελεύθερος και θα μείνω
Έφυγε χωρίς να πάρει το γράμμα του Κυριάκου προς αυτόν, και ο σχολάρχης το έβαλε στον φάκελο του, δεν διάβασε ποτέ τις δικαιολογίες του, και δεν του συγχώρεσε την εγκατάλειψη του, όπως νόμιζε στα βαθιά. Αισθανότανε προδομένος, διότι φανταζότανε πως αφού έφυγε η Ηρώ με την Χρύσα έπρεπε και αυτός να ακολουθήσει. Αλλά πάλι έλεγε μια ζωή ορφανός και παραπεταμένος δεν είμαι; Θα τους κάνω εγώ όλους να μιλάνε για μένα κάποια μέρα. Και με μεγαλύτερο ζήλο έπιασε την μελέτη. Ήταν μόλις δεκατριών ετών. Δεν φαντάζονταν πως η υποτροφία ήταν αποκλειστικά χορηγία του Κυριάκου Μπαλωμένου, που δεν ήθελε να τον προσβάλει.
Ο Κυριάκος είχε αγαπήσει μέσα από την καρδιά του αυτό το παιδί. ο Αλέξανδρος ήταν πολύ εγωιστής και ο Αριστοτέλης κάτω του μετρίου, έβλεπε λοιπόν στον Βασίλη το αγόρι που θα ήθελε να είχε, γι αυτό και το βοηθούσε.
Πέντε χρόνια στο ναυτικό γυμνάσιο, δεν πείρε ποτέ έξοδο. Στις επιδόσεις των μαθημάτων θεωρητικών και πρακτικών ήταν πάντα ο πρώτος στη τάξη του. Αγαπητός από όλους τους εκπαιδευτές και τους καθηγητές. Φίλος με όλο το προσωπικό της σχολής. Τακτικός συνομιλητής με το σχολάρχη, που φρόντισε να το διορίσει υπεύθυνο στην βιβλιοθήκη, με το προνόμιο να έχει δικό του δωμάτιο μονόκλινο. Αρκούμενος σε όσα η σχολή προσέφερε αποταμίευε τα έσοδα από τα εκπαιδευτικά ταξίδια, και της υποτροφίας. Ο σχολάρχης τον είχε για υπόδειγμα, αν και του Βασίλη του κακοφαινόταν όταν το παίνευαν. Παρά το γεγονός που δεν αρνιόταν ποτέ συνεργασία σε κάθε επίπεδο, ήταν εξαιρετικά λιγομίλητος. Είχε πάρει ύψος, αλλά εξακολουθούσε να είναι αδύνατος. Σκόπευε μόλις τελειώσει να πάει στην Ναυτικών Δοκίμων να γίνει αξιωματικός του πολεμικού Ναυτικού.
Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι το Πάσχα του 1961. Μόλις πέρασαν οι Άγιες ημέρες, και ετοιμαζόντουσαν για το ταξίδι της χρονιάς, τον κάλεσε να παρουσιαστεί ο σχολάρχης. Χωρίς καθυστέρηση παρουσιάστηκε, εκείνος του έδωσε μια επιστολή. Είδε τον αποστολέα «Κυριάκος Μπαλωμένος».
-κύριε σχολάρχα, μπορώ να μην το παραλάβω;
-όχι, αυτήν την φορά δεν γνωρίζω το περιεχόμενο του, αλλά πρέπει να γνωρίζεις πως ο κύριος Μπαλωμένος είναι ο ευεργέτης σου όλα αυτά τα χρόνια, ανώνυμα και διακριτικά. Είναι αχαριστία να μην διαβάσεις τι σου γράφει.
-μάλιστα κύριε, όπως ορίζεται. Και έκανε μεταβολή να φύγει
-στάσου λίγο κύριε Ράπτη, δεν τελειώσαμε
-συγνώμη κύριε και στάθηκε προσοχή
-άκου παιδί μου, ξέρει πόσο σε εκτιμούμε όλοι στη σχολή και το αξίζεις, θέλω να με κρατά ενήμερο αν είναι κάτι σοβαρό, θέλω ακόμα να με θεωρείς φίλο σου και πρόθυμο να βοηθήσω σε κάθε περίπτωση.
-ευχαριστώ κύριε τιμή μου.
-πάρε άδεια για το υπόλοιπο της ημέρας, πήγαινε τώρα

Τα χρόνια που πέρασαν ο Αλέξανδρος είχε τελειώσει τις σπουδές του, και αναλάμβανε την διοίκηση της φάμπρικας ο Αριστοτέλης είχε τελειώσει το γυμνάσιο με το ζόρι, και δούλευε στο συνεργείο βοηθώντας τον Μιχάλη του οποίου το πόστο θα έπαιρνε, αφού δεν ήταν για περισσότερα. Η Ηρώ μεγάλωνε και ομόρφυνε, στην Πέμπτη τάξη του γυμνασίου ήταν η καλλονή του σχολείου, την κυνηγούσαν όλα τα αγόρια, αλλά εκείνη δεν ενέδιδε. Αυτά μέχρι το Πάσχα του 61, όταν κλέφτηκε με τον γυμναστή, έναν νέο που ήρθε με απόσπαση, και φύγανε για την Ελλάδα. Το σκάνδαλο ήταν για την παροικία τεράστιο. Ο Κυριάκος, πολύ ντροπιασμένος και απογοητευμένος σκεφτότανε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα.

Αυτά με λίγα λόγια έγραφε στη επιστολή του ο Κυριάκος Μπαλωμένος, και ζητούσε την γνώμη του Βασίλη.
Όταν τελείωσε την ανάγνωση, το ξαναδιάβασε πολλές φορές. Δεν πίστευε τα γραφόμενα. Ζήτησε ακρόαση από τον σχολάρχη που τον δέχθηκε αμέσως
-κύριε σχολάρχα αιτούμαι έξοδο σήμερα
-ελεύθερα, αλλά που θα πάς, πρώτη φορά σε πέντε χρόνια ζητάς έξοδο.
-δεν ξέρω, θα περπατήσω στην χώρα, δεν ξέρω.
-πήγαινε στην γραμματεία, θα ειδοποιήσω
-ευχαριστώ και κάνοντας μεταβολή έφυγε. Πήγε στην γραμματεία πήρε την άδεια και πέρασε την πύλη με προορισμό την χώρα. Σκέφτηκε να πάει να μεθύσει, όταν μπήκε στην πόλη, ανακάλεσε, σκέφτηκε να μην ρεζιλέψει την στολή που φορούσε, να μην χαλάσει την διαγωγή που μέχρι τώρα έχει επιδείξει. Ήθελε όμως απεγνωσμένα να κάνει κάτι, να ξεσπάσει για όσα διάβασε στην επιστολή του Κυριάκου. Με αυτές τις σκέψεις και με το κεφάλι χαμηλά, περπατούσε όταν άκουσε να κτυπά μια καμπάνα, ήταν ώρα εσπερινού. Χωρίς να το σκεφτεί πέρασε το κατώφλι της Εκκλησίας. Έκατσε σε μια άκρη, δεν είχε καλές σχέσεις με την Εκκλησία, αλλά έκατσε και του φάνηκε πως τέλειωσε γρήγορα, όταν ήρθε ο Ιερέας και τον σκούντησε
-συμβαίνει κάτι παιδί μου, μπορώ να βοηθήσω
-όχι όχι, τίποτα, πρέπει να φύγω;
-όχι κάτσε να προσευχηθείς όσο θέλεις
-να προσευχηθώ; Αναρωτήθηκε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, μόλις πέρασε την πύλη ρώτησε αν ο σχολάρχης είναι ακόμα εδώ, και όταν πήρε καταφατική απάντηση αίτησε ακρόαση. Ο σχολάρχης τον δέχθηκε αμέσως.
-κύριε σχολάρχα μπορείτε να διαβάστε, είπε και του έδωσε το γράμμα.
-λοιπόν; Ρώτησε εκείνος όταν τελείωσε την ανάγνωση τι θα απαντήσεις;
-κύριε αποφάσισα, θα φύγω από την σχολή
-να πάς στο Μπαλωμένο, θα χαραμίσεις μια σπουδαία καριέρα
-όχι κύριε, βοηθήστε με, θα πάω να υπηρετήσω την θητεία μου στην αεροπορία ως εθελοντής, γνωρίζεται και εσείς πως έχω την κατάλληλη ηλικία, ξέρω πως θα υπηρετήσω περισσότερους μήνες, αλλά το έχω αποφασίσει. Βοηθήστε με να τα κάνω νόμιμα, για να μην υποπέσω σε παραπτώματα αφού θα υποχρεωθώ να το σκάσω από την σχολή.
-κύριε Ράπτη, με εκπλήσσεις. Κάνε μου την χάρη να τα ξαναπούμε μετά το ταξίδι, μια χρονιά έμεινε ακόμη.
-είμαι αποφασισμένος
-αν εσύ είσαι αποφασισμένος, εγώ πρέπει να σε συνετίσω, κάνε μου την χάρη να το σκεφτείς τουλάχιστον δυο μέρες, είναι σήμερα Τετάρτη, αν μέχρι την Κυριακή έχει την ίδια γνώμη, από Δευτέρα θα αρχίσουμε την διαδικασία.
-ευχαριστώ κύριε σχολάρχα, αλλά θα επανέλθω την Κυριακή ή μάλλον την Δευτέρα. Πήγε για ύπνο χωρίς να κατέβει στο βραδινό φαγητό.
Την άλλη μέρα ο σχολάρχης συγκάλεσε το συμβούλιο των καθηγητών, του είπε την απόφαση του Βασίλη και ζήτησε γνώμες. Όλοι είχαν να πού μόνο καλά λόγια, αλλά ήταν πεπεισμένοι πως αφού το αποφάσισε δεν θα έκανε πίσω για κανένα λόγο. Γνωρίζανε, πως είχε εμμονή σε ότι αποφάσιζε. Έτσι προέτρεψαν το σχολάρχη να τον βοηθήσει όσο μπορεί, αφού στο κάτω κάτω δεν ζητούσε κάτι παράνομο, και αν το ναυτικό έχανε κάποιο ταλέντο, κάποιο άλλο θα βρισκότανε. Βασανίστηκε ο σχολάρχης να βρει τρόπο να τον μεταπείσει, αλλά δεν εύρισκε. Ήρθε η Δευτέρα. Ο Βασίλης αντί να πάει στην τάξη του, παρουσιάστηκε στο γραφείου του σχολάρχη.
-ήρθα κύριε
-πες μου Βασίλη, μου επιτρέπεις να σε φωνάζω έτσι, δεν είσαι πλέον ναυτόπαιδο, γιατί το κάνεις αυτό;
-ο στρατός και το ναυτικό δεν παίρνουν εθελοντές στην δική μου ηλικία, κύριε. Για όσο καιρό θα υπηρετώ την θητεία μου, δεν θα μπορεί να έχει την βοήθεια μου ο κύριος Κυριάκος, στον οποίο δεν μπορώ να την αρνηθώ, και παράλληλα δεν θέλω να την προσφέρω. Πέντε χρόνια εδώ, και ούτε μια φορά δεν παρουσιάστηκε να μάθει για την πρόοδο μου, εγώ για χάρη του ήμουν τόσο επιμελής. Πέντε χρόνια είναι πολλά, αλλά εγώ είμαι μαθημένος από ορφανοτροφεία κα ιδρύματα, δεν θα μου κακοφανεί και ο στρατός, στο κάτω κάτω τι είναι, ένα ορφανοτροφείο για μεγαλύτερα παιδιά είναι.
-Βασίλη, εγώ θα είμαι εδώ, όταν τελειώσεις κα θέλεις να με δείς ή να συνεχίσεις,
-όχι κύριε, θα σας είμαι ευγνώμων, και θα έρθω ενδεχομένως να σας δω, αλλά το ναυτικό τελείωσε για μένα σήμερα.
-καλά, Βασίλη θα φροντίσω από σήμερα την υπόθεση, μπορείς να διαμένεις εδώ μέχρι να σε καλέσουν να παρουσιαστείς. Εν τω μεταξύ πρέπει να αρχίσεις να παραδίδεις καθήκοντα. Θα αλλάξεις δωμάτιο και θα πάς στον ξενώνα. Το τελευταίο που θέλω να σου πώ είναι πως εδώ υπάρχει ένα βιβλιάριο καταθέσεων στην Εθνική τράπεζα, με ένα σεβαστό ποσό, είναι δικό σου, είναι οι αμοιβές σου από τα ταξίδια και οι χορηγίες υπέρ σου για τις επιδόσεις σου, που ποτέ δεν πήρες στο χέρι, αυτά θα σου είναι χρήσιμα τώρα.
-κύριε σχολάρχα, είμαι εξαιρετικά ευγνώμων, σε σας και σε όλους τους εκπαιδευτές, κρατήστε το βιβλιάριο, δεν θα μου χρειαστούν στο στρατό θα αρκεστώ σε ότι υπάρχει, μαθημένος είμαι. Θα είναι ένας λόγος για να έρθω όταν απολυθώ να τα ξαναπούμε.
Ο Βασίλης με αυτήν την απόφαση του, δεν τελείωσε την ναυτική σχολή, πριν τελειώσει την πέμπτη τάξη εγκατέλειψε για να πάει εθελοντής στην αεροπορία σε ηλικία δεκαοκτώ χρόνων, το φθινόπωρο του 1961. Υπηρέτησε τρία ολόκληρα χρόνια, στην διάρκεια των οποίων δεν είχε απολύτως καμία επαφή, ούτε με τον Κυριάκο, ούτε με τον σχολάρχη. Υπόδειγμα φαντάρου, πρόθυμος και πειθαρχικός. Κατάφερε να πετύχει τον στόχο του και εδώ, ημέρα παρουσιάσεως, ημέρα απολύσεως. Το φθινόπωρο του 1964 απολυόταν, ο διοικητής του τον ρώτησε για πού θέλει το φύλο πορείας, και εκείνος ζήτησε για Χίο, να πάει όπως είχες υποσχεθεί στον σχολάρχη να το δει, αλλά και να πάρει τα χρήματα, θα ήταν η σιρμαγιά, για τα σχέδια που κατάστρωνε όσο καιρό υπηρετούσε, να ανοίξει ένα γραφείο να πουλάει πατέντες.
Χάρηκε ο σχολάρχης όταν τον είδε, τον προέτρεψε να συνεχίσει τη σχολή από το σημείο που την άφησε, δεν το έπεισε, ούτε και όταν του πρότεινε να τον προσλάβει στην σχολή ως θυρωρό ή ως μάγειρα. Ο Βασίλης ήταν ανένδοτος, ήθελε να πάει στην Αθήνα, να πιάσει σπίτι δικό του, να τρώει όποτε πεινά και όχι όταν σημαίνει το καμπανάκι συσσίτιο και να κοιμάται όποτε και όσο θέλει χωρίς σιωπητήριο. Παραδίδοντας του το βιβλιάριο της τράπεζας, του σύστησε με πολύ επιμονή, να βρει ένα συγκεκριμένο ξενοδοχείο στον Πειραιά, Χιώτη και γνωστού του σχολάρχη, τουλάχιστον μέχρι να βρει το σπίτι που ονειρευόταν. Εκείνος το υποσχέθηκε, έβαλε στην τσέπη του το βιβλιάριο και ξεκίνησε για το καράβι που θα τον έφερνε κοντύτερα στην υλοποίηση των σχεδίων του. Αυτήν την φορά ταξίδεψε σε καμπίνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: