Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Γράφει ο George Menios και εγώ συμφωνώ


Γράφει ο George Menios και εγώ συμφωνώ 
Mην κρατάς τίποτα για μια ειδική περίπτωση, Κάθε μέρα που ζεις είναι μια ειδική περίπτωση. Κατάλαβα ότι η ζωή πρέπει να είναι ένα σύνολο εμπειριών που σε γεμίζουν και όχι μια απλή επιβίωση. Δεν φυλάσσω πια τίποτα. Χρησιμοποιώ τα ακριβά κρυστάλλινα ποτήρια κάθε μέρα. Βάζω τα καινούργια μου ρούχα για να πάω για ψώνια αν αποφασίσω έτσι ή το επιθυμώ. Δεν κρατώ το ακριβό μου άρωμα για τις ειδικές περιπτώσεις, το χρησιμοποιώ όποτε το θέλω. Η φράση ' μια μέρα...' και ' μια απ’ αυτές τις μέρες ' εξαφανίζονται από το λεξιλόγιο μου. Αν αξίζει τον κόπο να δεις ή να ακούσεις ή να κάνεις κάτι, κάντο τώρα. Είναι αυτά τα μικρά πράγματα που αν δεν γίνουν θα με δυσαρεστούσαν αν ήξερα ότι οι ώρες μου ήταν μετρημένες. Θα με δυσαρεστούσαν γιατί έπαψα να βλέπω καλούς φίλους με τους οποίους θα επικοινωνούσα μια ' μέρα ' …... Θα με δυσαρεστούσαν γιατί δεν έγραψα ένα γράμμα που ήθελα να γράψω ' μια απ αυτές τις μέρες '. Θα στεναχωριόμουν και θα λυπόμουν γιατί δεν είπα στους πολύ δικούς μου συχνά και αρκετά πόσο τους αγαπώ. Δίνε στους ανθρώπους περισσότερα από αυτά που περιμένουν και κάντο με γούστο. Μάθε απ έξω το αγαπημένο σου ποίημα και μην πιστεύεις όλα όσα ακούς. Μην σκορπάς όλα αυτά που έχεις και μην κοιμάσαι όσο θα ήθελες. Όταν λες ' σ’ αγαπώ '...λέγε το σοβαρά Όταν λες ' λυπάμαι ', κοίτα στα μάτια αυτόν στον οποίο απευθύνεσαι. Μείνε αρραβωνιασμένος τουλάχιστον έξι μήνες πριν παντρευτείς. Αν πιστεύεις στον κεραυνοβόλο έρωτα με την πρώτη ματιά, μην περιγελάς τα όνειρα των άλλων. Αγάπα βαθιά και με πάθος. Μπορεί να βγεις λαβωμένος απ’ αυτή την αγάπη αλλά είναι ο μόνος τρόπος να ζήσει ολοκληρωτικά τη ζωή. Σε περίπτωση διαφωνίας να είσαι δίκαιος. Μην προσβάλεις και μη δικάζεις τους άλλους για τους γονείς τους, να μιλάς αργά αλλά να σκέφτεσαι γρήγορα. Αν σε ρωτήσουν κάτι στο οποίο δεν θέλεις να απαντήσεις, Χαμογέλα και ρώτησε: ' γιατί θέλεις να το μάθεις?' Να θυμάσαι ότι ο μεγάλος έρωτας όπως και οι μεγάλες επιτυχίες έχουν μεγάλα ρίσκα. Να τηλεφωνείς στην μάνα σου και να λες ' με υγεία ' όταν κάποιος φταρνίζεται. Όταν χάνεις μη ξεχνάς το μάθημα, θυμήσου….: Σεβασμός στον εαυτό σου, Σεβασμός στους άλλους, υπευθυνότητα σ’ όλες σου τις πράξεις Μην επιτρέψεις και μια μικρή ανοησία καταστρέψει μια μεγάλη φιλία. Αν διαπιστώσεις ότι έκανες λάθος, επανόρθωσε το αμέσως. Χαμογέλα όταν απαντάς στο τηλέφωνο, με όποιο μιλάς θα το καταλάβει αυτό . Παντρέψου με άτομο που το αρέσει η συζήτηση…..όταν γεράσετε η δυνατότητα συζητήσεως θα είναι πιο σημαντικό απ’ Οτιδήποτε άλλο. Πέρνα λίγο καιρό σε μοναξιά, άνοιξε την αγκαλιά σου στην αλλαγή χωρίς να ξεχάσεις τις αρχές και τις αξίες σου. Θυμήσου ότι η σιωπή πολλές φορές είναι η καλύτερη απάντηση. Διάβαζε περισσότερο και βλέπε λιγότερο tv, ζήσε μια καλή και τίμια ζωή. Αργότερα όταν θα γεράσεις και αναθυμάσαι το παρελθόν, Θα δεις ότι μπορείς να χαρείς την ζωή ακόμα περισσότερο. Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό αλλά κλείδωνε καλά το αυτοκίνητο σου. Μια ερωτική ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι απαραίτητη. Κάνε ότι μπορείς για να δημιουργήσεις ένα περιβάλλον ήσυχο και αρμονικό. Σε περίπτωση διαφωνίας με τους δικούς σου, δώσε σημασία στο παρόν και μην αναθυμάσαι το παρελθόν. Διάβαζε ανάμεσα στις γραμμές και να μοιράζεσαι τις γνώσεις σου. Είναι ένας τρόπος για να γνωρίσεις την αθανασία. Μη διακόπτεις ποτέ κάποιον, τη στιγμή που σου δείχνει την αγάπη του. Ασχολήσου με τα δικά σου. Μην εμπιστεύεσαι κάποιο που δεν κλείνει τα μάτια του όταν σε φιλάει. Μια φορά το χρόνο πήγαινε κάπου που δεν έχεις πάει ποτέ. Αν κερδίσεις ή διαθέτεις αρκετά χρήματα, διάθεσε το για την βοήθεια των άλλων όσο είσαι ακόμα στη ζωή. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση που ο πλούτος μπορεί να σου δώσει. Θυμήσου ότι αν δεν αποκτήσεις αυτό που θέλεις, πολλές φορές εξαρτάται από την τύχη. Μάθε τους κανόνες της ζωής και να ξέρεις ότι μπορεί να παραβείς κάποιο. Θυμήσου ότι η καλύτερη σχέση είναι αυτή που η αγάπη ανάμεσα σε δύο άτομα είναι πιο μεγάλη από την ανάγκη που έχει ο ένας για τον άλλο. Κρίνε την επιτυχία σου σε σχέση με αυτά τα οποία αρνήθηκες για να την αποκτήσεις..

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Υπερβόσκηση


Οι ρυθμοί που δουλεύουν υπηρεσίες είναι διαφορετικοί και δεν  εξαρτάτε από την βούληση των εργαζομένων ανθρώπων, αλλά από την νοοτροπία και πολλές φορές την υποχρεωτική συμπεριφορά που εκούσια ή ακούσια επιβάλλεται. Το δημόσιο έχει τους δικούς του ρυθμούς, που ναι μεν είναι αργοί αλλά όχι καταστροφικοί σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα που κάποιες φορές όντας άπληστος κάνει ανεπανόρθωτες ζημιές.
Αν και η καλαισθησία είναι θέμα προσωπικό του καθενός χώρια, υπάρχουν και κάποιες σταθερές αξίες. Δεν συγκρίνεται η ομορφιά της θάλασσας με την ομορφιά του βουνού επειδή είναι ανόμοια πράγματα. Όπου το κύμα κτυπά την στεριά είναι όμορφο εφ’ όσον δεν έχει επέμβει ο άνθρωπος, όπου όμως ανακατεύτηκε έφτιαξε μαρίνες και οργανωμένες πλαζ και τις γέμισε με κάθε είδους απόβλητο. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στα βουνά.
Αυτές τις ημέρες πληροφορήθηκα πως τα Αστερούσια όρη, εδώ που βρίσκεται το κατάλυμα μου, είναι χαρακτηρισμένα «ως τόπος υπερβόσκησης». Ελάχιστοι τόποι παγκοσμίως έχουν χαρακτηριστεί έτσι. Αναφέρεται στην Γέννεση
καὶ εἶπεν ὁ θεός Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου, σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ’ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως.
καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου, σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ’ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν.
Η απληστία του ανθρώπου δεν συμφώνησε και θέλησε περισσότερα. Ενώ ο τόπος μπορεί βλαστάνει και μπορεί να θρέψει έναν ορισμένο αριθμό ζώων, δεν αρκέστηκε σε αυτόν αλλά εκβίασε την γή να βλαστήσει περίσσια βάζοντας της φωτιά. Την πρώτη φορά και την δεύτερη απέδωσε από την Τρίτη κι ύστερα άρχισε να λιγοστεύει την παραγωγή χόρτου, ύστερα από κάποια χρόνια σταμάτησε τελείως. Δημιουργήθηκαν με αυτόν τον τρόπο αποκρουστικοί ξερότοποι γεμάτοι χώμα και πέτρες. Υπάρχουν τόποι άνυδροι και αφιλόξενοι, εκεί που δεν επέμβει ο άνθρωπος για να επωφεληθεί και κράτησαν την ομορφιά τους και ας είναι άνυδροι και αφιλόξενοι. Το ίδιο φαινόμενο γίνεται με τα δάση, χαλάμε την ομορφιά τους για να επωφεληθούμε, παραβλέπουμε πως με αυτόν τον τρόπο υποθηκεύουμε την ποιότητα της μελλοντικής ζωής μας.
Γιατί όλα αυτά; Μα είναι απλό, δεν αισθανόμαστε την ανάγκη μαζί με τον ψαλμωδό να αναβοήσουμε και εμείς προς Αυτόν.  
ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτήσεώς σου.

Δεν θα έγραφα τα παραπάνω αν δεν έβλεπα στην παρακάτω διεύθυνση ένα βίντεο που με τρόμαξε λίγο, αλλά στο τέλος είπα πως είναι αδύνατο να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
έχουμε κατά καιρούς διαβάσει για τον πόλεμο των άστρων. Έχει εγκαταστήσει ο άνθρωπος στο διάστημα δορυφόρους που επηρεάζουν τις κλιματιστικές συνθήκες, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη και καλλίτερη παραγωγή τροφίμων, στην ουσία  είναι όπλα με σκοπό να σκοτώσει τον συνάνθρωπο του και να αποδοθούν οι φόνοι σε καιρικά φαινόμενα. Είναι καιρός να αφυπνιστεί ο άνθρωπος να αφήσει την αλαζονεία που τον έχει κυριέψει να σηκώσει τα χέρια προς τα επάνω και να αναβοήσει
  Κύριε τῶν Δυνάμεων, μεθ' ἡμῶν γενοῦ, ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοηθόν, ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν,  Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς.

Ασπαρτάμη


SWEET POISON! Πρέπει να το διαβάσετε!

Τον Οκτώβριο του 2001, η αδελφή μου άρχισε να αρρωσταίνει πολύ . Είχε σπασμούς στο στομάχι και κινούταν με δυσκολία. Το περπάτημα γινόταν με μεγάλη δυσκολία... Και έπρεπε να βάζει όλα τα δυνατά της για να σηκωθεί από το κρεβάτι! Πονούσε αφόρητα.
Μέχρι τον Μάρτιο του 2002, είχε υποστεί αρκετές βιοψίες ιστού και μυών και της είχαν δώσει 24 διαφορετικά φάρμακα. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν ποιο ήταν το πρόβλημα . Πονούσε τόσο πολύ και ήταν τόσο άρρωστη που απλά ήξερε ότι πέθαινε.
Έβαλε το σπίτι της, τους τραπεζικούς λογαριασμούς, ασφάλεια ζωής, κ.λπ. .. στο όνομά της μεγαλύτερης κόρης της, και φρόντισε ώστε τα μικρότερα παιδιά της να είναι εξασφαλισμένα.
Ήθελε επίσης μια τελευταία χαρά, έτσι προγραμμάτισε ένα ταξίδι στην Φλόριντα (βασικά σε μια αναπηρική καρέκλα) για την 22η Μαρτίου.
Στις 19 Μαρτίου, την κάλεσα να ρωτήσω πώς πήγαν οι τελευταίες εξετάσεις της, και είπε ότι δεν βρέθηκε τίποτα, αλλά πίστευαν ότι είχε σκλήρυνση κατά πλάκας.
Θυμήθηκα ένα άρθρο ενός φίλου που μου έστειλε με e-mail και ρώτησα την αδελφή μου αν έπινε σόδα διαίτης; Μου είπε ότι το έκανε. Και πως μάλιστα  ετοιμαζόταν να ανοίξει μια εκείνη τη στιγμή.
Της είπα να μην την ανοίξει και να σταματήσει να πίνει το σόδα διαίτης! Της έστειλα στο e-mail της, το άρθρο που ο φίλος μου, ένας δικηγόρος, μου είχε στείλει. Η αδερφή μου μου τηλεφώνησε 32 ώρες μετά από την προηγούμενη τηλεφωνική συνομιλία μας και μου είπε ότι είχε σταματήσει να πίνει σόδα διαίτης και μπορούσε τώρα να περπατήσει!
Οι μυϊκοί σπασμοί εξαφανίστηκαν. Είπε ότι δεν αισθανόταν 100%, αλλά σίγουρα πολύ καλύτερα. Μου είπε θα μιλήσει με τον γιατρό της για το σχετικό άρθρο και θα με πάρει τηλέφωνο όταν θα πάει στο σπίτι.
Ο γιατρός της έμεινε άφωνος! Θα μιλούσε με όλους τους ασθενείς του με ΣΚΠ για να ανακαλύψει εάν κατανάλωναν τεχνητές γλυκαντικές ουσίες οποιουδήποτε είδους. Με λίγα λόγια, η αδελφή μου είχε δηλητηριαστεί από την ασπαρτάμη στην σόδα διαίτης .... και κυριολεκτικά πέθαινε με έναν αργό και άθλιο θάνατο.
Όταν έφτασε στη Φλόριντα 22 Μαρτίου, το μόνο που έπρεπε να πάρει ήταν ένα χάπι για τη δηλητηρίαση από την ασπαρτάμη! Τώρα είναι καλά και οδεύει προς μια πλήρη ανάκαμψη. Και περπατάει! Δεν είναι σε αναπηρική καρέκλα! Το άρθρο έσωσε τη ζωή της.
Αν το αναψυκτικό σας λέει «χωρίς ζάχαρη» στην ετικέτα? ΜΗΝ το σκέφτεσαι καν! Έχω περάσει αρκετές ημέρες δίνοντας διάλεξη στο Παγκόσμιο Περιβαλλοντικό Συνέδριο με θέμα "ασπαρτάμη"     στην αγορά ως "Nutra Sweet", "Equal" και "Spoonful".
Στην εναρκτήρια ομιλία από την EPA, ανακοινώθηκε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 2001, υπήρξε μια επιδημία πολλαπλών σκληρύνσεων και ο συστηματικού ερυθηματώδους λύκου. Ήταν δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς ποια τοξίνη προκαλεί αυτή την καλπάζουσα αύξηση   
Σηκώθηκα και είπα ότι ήμουν εκεί για να μιλήσω σχετικά με αυτό ακριβώς το θέμα. Θα σας εξηγήσω γιατί η ασπαρτάμη είναι τόσο επικίνδυνη:
Όταν η θερμοκρασία του γλυκαντικού είναι μεγαλύτερη από 86 βαθμούς F, το ξυλο-οινόπνευμα της ΑΣΠΑΡΤΑΜΗΣ μετατρέπεται σε φορμαλδεΰδη και στη συνέχεια σε μυρμηκικό οξύ, το οποίο με τη σειρά του προκαλεί μεταβολική οξέωση ... Μυρμηκικό οξύ είναι το δηλητήριο που βρίσκεται στο τσίμπημα των ερυθρών μυρμηγκιών. Η τοξική μεθανόλη μιμείται, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, τη σκλήρυνση κατά πλάκας και το συστηματικό ερυθηματώδη λύκο.
Πολλοί άνθρωποι είχαν διαγνωστεί κατά λάθος ότι πάσχουν από ΣΚΠ. Παρά το γεγονός ότι η σκλήρυνση κατά πλάκας δεν είναι αιτία θανάτου, η τοξική μεθανόλη είναι!
Ο Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος έχει γίνει σχεδόν ανεξέλεγκτoς, όπως και η σκλήρυνση κατά πλάκας, ιδίως με την κατανάλωση Diet Coke και Pepsi .
Τα θύματα συνήθως δεν γνωρίζουν ότι η ασπαρτάμη είναι ο ένοχος. Συνεχίζουν τη χρήση της - ερεθίζουν το λύκο σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται η κατάσταση απειλητική για τη ζωή τους. Έχουμε δει ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο να γίνονται ασυμπτωτικοί αμέσως μόλις σταματήσουν την κατανάλωση διαιτητικής σόδας.
Σε αρκετές περιπτώσεις από αυτούς που διαγνώστηκαν με σκλήρυνση κατά πλάκας, τα περισσότερα από τα συμπτώματα εξαφανίζονται. Έχουμε δει πολλές περιπτώσεις όπου η απώλεια όρασης εξαφανίστηκε και η απώλεια ακοής βελτιώθηκε αισθητά.
Αυτό ισχύει επίσης για τις περιπτώσεις των εμβοών και η ινομυαλγία.
Κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης, είπα, «Αν χρησιμοποιείτε ασπαρτάμη (Nutra Sweet, Equal, Spoonful κ.λπ.) και υποφέρετε από συμπτώματα ινομυαλγίας , σπασμούς, πόνους, μούδιασμα στα πόδια, κράμπες, ίλιγγο, ζάλη, πονοκέφαλο, πόνο στις αρθρώσεις, ανεξήγητη κατάθλιψη, κρίσεις άγχους, μπερδεύετε την ομιλία σας, έχετε θολή όραση ή απώλεια μνήμης, τότε έχετε πιθανώς δηλητηριαστεί από ΑΣΠΑΡΤΑΜΗ!  
Οι άνθρωποι πηδούσαν επάνω κατά τη διάρκεια της διάλεξης λέγοντας, "έχω κάποια από αυτά τα συμπτώματα!!!"
Είναι αναστρέψιμη η κατάσταση; Ναι! Ναι! Ναι! STOP σόδες διαίτης και να επαγρύπνηση για την ασπαρτάμη στις ετικέτες των τροφίμων!
Πολλά προϊόντα είναι εμπλουτισμένα με αυτό! Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Ο Δρ Espart (ένας από τους ομιλητές μου) παρατήρησε ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι φαίνεται να έχουν συμπτώματα για ΣΚΠ και κατά την πρόσφατη επίσκεψή του σε ένα νοσοκομείο, μια νοσοκόμα δήλωσε ότι έξι από τους φίλους της, που ήταν συστηματικοί καταναλωτές Diet Coke, είχαν όλοι διαγνωστεί με ΣΚΠ. Αυτό είναι πέρα από κάθε σύμπτωση!
Η σόδα διαίτης ΔΕΝ είναι ένα προϊόν διατροφής! Είναι ένα χημικά   τροποποιημένο προϊόν που περιέχει πολλαπλά άλατα και ασπαρτάμη και που στην πραγματικότητα σε κάνει να επιθυμείς να καταναλώσεις υδατάνθρακες.
Είναι πολύ πιο πιθανό να κάνετε αύξηση σωματικού βάρους!
Τα προϊόντα αυτά περιέχουν επίσης τη φορμαλδεΰδη, η οποία αποθηκεύεται στο λιπώδη κύτταρα, ιδιαίτερα στα ισχία και τους μηρούς.
Η φορμαλδεΰδη είναι μια απόλυτη τοξίνη και χρησιμοποιείται κυρίως για τη διατήρηση «δειγμάτων ιστών"
Πολλά προϊόντα που χρησιμοποιούμε καθημερινά περιέχουν αυτές τις χημικές ουσίες αλλά ΔΕΝ πρέπει να τα αποθηκεύσει το σώμα μας!
Ο Δρ. HJ Roberts δήλωσε στις διαλέξεις του, ότι από τη στιγμή που απελευθερώθηκαν από τα προϊόντα «διαίτης» και χωρίς αξιόλογη αύξηση της σωματικής άσκησης, οι ασθενείς του έχασαν κατά μέσο όρο 9 κιλά σε μια περίοδο δοκιμής.
Η ασπαρτάμη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τους διαβητικούς.
Βρήκαμε ότι ορισμένοι γιατροί, οι οποίοι πίστευαν ότι είχαν έναν ασθενή με αμφιβληστροειδοπάθεια, στην πραγματικότητα, είχε συμπτώματα που προκαλούνται από ασπαρτάμη.
Η ασπαρτάμη αποσυντονίζει εντελώς τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Έτσι ένας διαβητικός μπορεί να υποστεί οξεία απώλεια μνήμης λόγω του γεγονότος ότι το ασπαρτικό οξύ και η φαινυλαλανίνη είναι νευροτοξικά όταν λαμβάνονται χωρίς τα άλλα αμινοξέα που απαιτούνται για μια καλή ισορροπία.
Η αντιμετώπιση του διαβήτη είναι σε όλα σχετική με την ισορροπία. Ειδικά με τους διαβητικούς, η ασπαρτάμη περνάει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ αίματος / εγκεφάλου και επιδεινώνει , στη συνέχεια, τους νευρώνες του εγκεφάλου προκαλώντας διάφορες βλάβες του εγκεφάλου, σπασμούς, κατάθλιψη, μανιοκατάθλιψη, κρίσεις πανικού, ανεξέλεγκτο θυμό και οργή.
Η κατανάλωση της ασπαρτάμης προκαλεί τα ίδια συμπτώματα και σε μη διαβητικούς επίσης. Σχετικά έγγραφα και μελέτες αποκαλύπτουν επίσης ότι χιλιάδες παιδιά στα οποία είχε διαγνωστεί ADD και ADHD είχαν πλήρη ανάκαμψη στη συμπεριφορά τους όταν αυτές οι χημικές ουσίες αφαιρέθηκαν από τη διατροφή τους.
Τα λεγόμενα «συνταγογραφούμενα φάρμακα τροποποίησης συμπεριφοράς» (Ritalin και άλλα) δεν χρειάζονται πλέον. Και για να πούμε την αλήθεια , δεν ήταν απαραίτητα εξ αρχής!
Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά «δηλητηριάζονταν» σε καθημερινή βάση με τα ίδια τα τρόφιμα που ήταν «καλύτερα γι 'αυτούς από τη ζάχαρη».
Υπάρχουν επίσης υπόνοιες ότι η ασπαρτάμη που καταναλώθηκε σε χιλιάδες παλέτες diet Coke και diet Pepsi από τους άνδρες και τις γυναίκες που πολεμούσαν στον πόλεμο του Κόλπου, μπορεί να είναι εν μέρει υπεύθυνη για το γνωστό σύνδρομο  του Πολέμου του Κόλπου.
Ο Δρ Roberts προειδοποιεί ότι μπορεί να προκαλέσει εκ γενετής ανωμαλίες, δηλαδή, διανοητική καθυστέρηση, εάν λαμβάνονται κατά την περίοδο της σύλληψης και κατά τη διάρκεια των πρώιμων σταδίων της κύησης. Τα παιδιά ιδιαίτερα κινδυνεύουν από νευρολογικές παθήσεις και δεν πρέπει ποτέ να τους δίδονται τεχνητά γλυκαντικά.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές ιστορίες περιπτώσεων που αφορούν παιδιά που πάσχουν από νευρολογικές διαταραχές, οι οποίες μιλάνε για τη μάστιγα των νευρολογικών παθήσεων που προκαλούνται άμεσα από τη χρήση του εν λόγω θανάσιμου δηλητηρίου».
Εδώ έγκειται το πρόβλημα:
Υπήρχαν ακροάσεις του Κογκρέσου στις ΗΠΑ, όταν η ασπαρτάμη έχει συμπεριληφθεί σε 100 διαφορετικά προϊόντα και είχαν διατυπωθεί ισχυρές αντιρρήσεις όσον αφορά τη χρήση της. Μετά από αυτή την πρώτη ακρόαση, έχουν υπάρξει δύο επόμενες ακροάσεις, και ακόμα δεν έχει γίνει τίποτα. Το λόμπι των φαρμάκων και των χημικών προϊόντων έχουν πολύ βαθιές τσέπες.
Δυστυχώς, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της Monsanto για την ασπαρτάμη έχει λήξει! Υπάρχουν τώρα πάνω από 5.000 προϊόντα στην αγορά που περιέχουν αυτή το θανάσιμο χημικό και θα υπάρξουν χιλιάδες περισσότερα. Καθένας θέλει ένα «κομμάτι από την πίτα της ασπαρτάμης».
Σας διαβεβαιώνω ότι η Monsanto, ο δημιουργός της ασπαρτάμης, ξέρει πόσο θανατηφόρα είναι.
Δεν είναι ειρωνικό το γεγονός ότι η Monsanto χρηματοδοτεί, μεταξύ άλλων, την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία, τη Αμερικανική Διαιτητική Εταιρεία και το Συμβούλιο του Αμερικανικού Κολεγίου Ιατρών;
Αυτό έχει πρόσφατα δημοσιευθεί στους New York Times. Οι οργανώσεις αυτές δεν μπορεί να ασκήσουν κριτική για τις πρόσθετες ύλες ή να σταματήσουν να σχετίζονται με την εταιρεία Monsanto, επειδή παίρνουν χρήματα από τη βιομηχανία τροφίμων και οφείλουν να εγκρίνουν τα προϊόντα τους.
O Αμερικανός Γερουσιαστής Howard Metzenbaum έγραψε και παρουσίασε ένα νομοσχέδιο με το οποίο θα απαιτούνται προειδοποιητικά σήματα στα προϊόντα που περιέχουν ασπαρτάμη, ιδίως όσον αφορά έγκυες γυναίκες, παιδιά και βρέφη.
ΣΤο νομοσχέδιο θα κατατίθονταν  επίσης ανεξάρτητες μελέτες σχετικά με τους γνωστους κινδύνους και τα προβλήματα που υπάρχουν στο γενικό πληθυσμό σχετικά με καρδιακές προσβολές, αλλαγές στη χημεία του εγκεφάλου, νευρολογικές αλλαγές και συμπτώματα συμπεριφοράς.
Το νομοσχέδιο θάφτηκε.
Είναι γνωστό ότι το ισχυρό λόμπι των φαρμάκων και χημικών είναι υπεύθυνοι γι 'αυτό, αφήνοντας χαλαρά τα κυνηγόσκυλα της νόσου και του θανάτου σε ένα ανυποψίαστο και ανενημέρωτο κοινό. Λοιπόν, ενημερωθήκατε τώρα!
Έχετε δικαίωμα να γνωρίζετε!
Παρακαλώ στείλτε το e-mail σε συγγενείς και φίλους σας.
Έχουν κι αυτοί το δικαίωμα να γνωρίζουν!

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ: Αφήνουν τα παιδιά τους στα παιδικά χωριά SOS λόγω φτώχειας

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ: Αφήνουν τα παιδιά τους στα παιδικά χωριά SOS λόγω φτώχειας

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Αιτία Διαζυγίου


Στα χρόνια που ζούμε έχουν αυξηθεί υπερβολικά τα διαζύγια όχι μόνο στις πολιτείες αλλά και στα χωριά. Ήταν κάποτε σπάνιο φαινόμενο να υπάρχει ζωντοχήρα στο χωριό, σήμερα έχουμε παραπάνω από μια και θεωρείται φυσιολογικό. Φταίνε άραγε για την αποτυχία μόνο το ζευγάρι που χωρίζει ή και ο περίγυρος του; Φταίει άραγε η χειραφέτηση της γυναίκας; Μήπως αντιστραφήκαν οι όροι  και το ασθενές φύλο είναι το αρσενικό; Φταίει που καταργηθήκαν σχεδόν τα προξενιά; Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε σωρό εικασιών χωρίς να βγάλουμε συμπέρασμα, επειδή ακριβώς και οι εικασίας είναι ανεύθυνες. Στην προκειμένη όμως ιστορία υπήρχε λόγος διαζυγίου και μάλιστα τόσο σοβαρός που έπρεπε να υποστηριχτεί με το δίκαννο.

Σε ένα χωριό, ας το ονομάσουμε Σκορποχώρι, στην δεκαετία του 60 ζούσε ο Μαθιός, χήρος με δυο κορίτσια μικρά, την Κλειώ και την Φιλιώ. Ζούσε ακόμα η μάνα του, ήταν ηλικιωμένη και δεν μπορούσε να κάνει καλά τα κορίτσια που πήγαιναν στο σχολειό. Ο Μαθιός δουλευταράς και προκομμένος αγωνιούσε για τα κορίτσια του. Ήταν εποχή που ακόμα λογαριάζανε την τιμή και αυτός είχε το κούτελο του καθαρό. Μετά το σχολείο τα κορίτσια από μικρά πήγαιναν στο χωράφι κοντά στον πατέρα τους, εκείνος φρόντιζε πάντα να έχουν δουλειά. Εύρισκε τον τρόπο πάντα να απασχολούνται και όταν δεν υπήρχε δουλειά συγκεκριμένη τις έβαζε να μαζεύουν τις πέτρες από το χωράφι για να είναι καθαρό. Τα κορίτσια μαζεύανε τις πέτρες και σχημάτιζαν έναν σωρό που όσο περνούσαν τα χρόνια μεγάλωνε. Όσο μεγάλωνε ο σωρός τόσο πιο αφράτο γινόταν το χωράφι και απέδιδε περισσότερα. Οι συγχωριανοί πειράζανε τον Μαθιό για τον σωρό αλλά εκείνος με αυτόν τον τρόπο είχε υπό πλήρη έλεγχο τα κορίτσια του. Ακούγονταν διάφορα για άλλα κορίτσια για τα δικά του λέγανε πως ήταν κελεπούρια για όποιον τις έπαιρνε.
Μαζί με τον σωρό των πετρών μεγάλωναν και τα κορίτσια, και έφτασαν σε ηλικία γάμου. Αυτό το θέμα απασχολούσε πολύ τον Μαθιό, έπρεπε να φροντίσει για την αποκατάσταση τους, τα παλικάρια του χωριού δεν τα ενέκρινε επειδή γνώριζε πράγματα για την κάθε οικογένεια και καμιά δεν ήταν σαν την δική του άμεμπτη. Αυτά συμβαίνουν στις μικρές κοινωνίες. Τον πλησίασε η προξενήτρα (γνωστό φαινόμενο της εποχής) και του πρότεινε για γαμπρό τον Νώντα, έναν Σαμιώτη ναυτικό που θέλει να αράξει στην στεριά και να νοικοκυρευτεί. Τον γνώρισε ο Μαθιός, του έκανε καλή εντύπωση και δώσανε τα χέρια. Ποιο κορίτσι θα έπαιρνε δεν είπαν, είχε δικαίωμα επιλογής ήταν δύο, όποια του έκανε καλλίτερα αυτήν θα παντρευόταν, θα ερχότανε στο χωριό σώγαμπρος, θα έκτιζε σπίτι και  επένδυε όσα είχε μαζεμένα από τα ταξίδια. Έτσι και έγινε, πήρε την Φιλιώ, πείσμωσε η Κλειώ που ήταν μεγαλύτερη και δήλωσε πως δεν θα παντρευτεί ποτέ.
Πράγματι έτσι έγινε, εγκαταστάθηκε ο Νώντας στο Σκορποχώρι, όσες οικονομίες είχε τις επένδυσε στο χωριό. Έκτισε ένα μεγάλο σπίτι, άνοιξε μαγαζί παντοπωλείο-καφενείο και τα έγραψε στο όνομα της γυναίκας του. Οι χωριανοί τον πείραζαν γι αυτήν την κίνηση, κι αυτός ανταποδίδοντας τα πειράγματα έλεγε πως είναι σώγαμπρος και άρα ξένος με τις νοοτροπίες τους. Όταν γέννησε η Φιλιώ το πρώτο παιδί τους, ήταν κορίτσι το βάπτισαν Κλειώ, αφορμή ήταν για να εγκατασταθεί στο σπίτι τους να βοηθάει, ήταν μεγάλο και χωρούσαν. Όταν γεννήθηκε το αγόρι το ονόμασαν Μαθιό. Ο παππούς Μαθιός πλέον είχε ολοκληρώσει το καθήκον του όπως έλεγε και δεν άργησε να φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ο Νώντας αφεντικό και νοικοκύρης στο χωριό ήταν ευτυχισμένος. Είχε μια γυναίκα υπάκουη και την αδελφή της βοηθό σε όλα. Απέκτησε πέντε παιδιά, αλλά ήταν πάντα ο σώγαμπρος του χωριού. Φιλοπρόοδος έφερε στο χωριό σκαφτική μηχανή λαστίχωσε  τα χωράφια του, πράγματα πρωτόγνωρα για το χωριό. Σκεφτότανε να αγοράσει και τρακτέρ, είχε κάνει και τα προκαταρτικά παζάρια.
Έφερε έναν γεωπόνο να συμβουλευτεί τι είδους καλλιέργεια θα του απέφερε περισσότερα κέρδη, εκείνος τον συμβούλευσε να βάλει αμπέλια αμερικανικά, που δεν χαλούν εύκολα αλλά πρωτίστως θα έπρεπε να πάρει εκείνον τον σωρό από τις πέτρες που έστεκε ακριβώς μέσ’ την μέση του χωραφιού. Το σκέφτηκε ο Νώντας και το απεφάσισε. Έπρεπε να βρει φορτηγό και φορτωτή, το συζήτησε με την γυναίκα του, και ήταν η πρώτη φορά που καυγάδισαν με από πολλά χρόνια γάμου. Διαφωνούσε η Φιλιώ, «-Ξέρει πόσο κόπο κάναμε για να γίνει ο σωρός αυτός;». «-Μα είναι άχρηστος, είναι πέτρες» αντέτεινε αυτός αλλά άδικα. Για πρώτη φορά ακούστηκαν στο χωριό οι φωνές τους. Σχολιάζανε στο καφενείο πως έφτανε το τέλος του σώγαμπρου. Ο Νώντας θεωρούσε δεδομένο πως ό,τι και έκανε είχε την σύμφωνη γνώμη της γυναίκας του, επειδή ποτέ δεν του έφερε αντίρρηση και τώρα του κακοφαινότανε. Την αγνόησε και βρήκε φορτηγό και της το ανακοίνωσε, «-Αύριο θα έρθει το φορτηγό να πάρει τις πέτρες». Εκείνη του είπε πως «-Αν τολμήσεις και τις αγγίξεις θα φύγεις από το χωριό, μην ξεχνάς ποτέ πως είσαι σώγαμπρος»  δεν είπε τίποτα άλλο σηκώθηκε και έφυγε.
Το άλλο πρωί όταν το φορτηγό με τον φορτωτή έκαναν την εμφάνιση τους στο χωράφι αντίκρισαν ένα ανθρώπινο φράγμα έχοντας επικεφαλή την Κλειώ και την Φιλιώ με τις καραμπίνες στα χέρια. Μάταια ο Νώντας προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα. Έφυγε μαζί με το φορτηγό. Το βράδυ που γύρισε σπίτι του τον περίμεναν πάλι δυο καραμπίνες στην πόρτα, «-Δεν έχεις λόγο πια να βρίσκεσαι εδώ». Του υπέδειξαν να φύγει από το χωριό και να μην ξαναέρθει γιατί την επόμενη θα τον σκοτώνανε «-Η μια στην φυλακή και η άλλη στα παιδιά» του ξεκαθάρισαν. Έκπληκτος, απογοητευμένος, απορημένος και θυμωμένος ρώτησε «-Μα για τις πέτρες;» «-Ξέρεις με τι κόπο τις μαζέψαμε;» είπαν και οι δύο με μια φωνή.
Το διαζύγιο βγήκε ο Νώντας δεν ξαναφάνηκε στο χωριό, άρχισε να ταξιδεύει πάλι. Στο χωριό σχολιάζανε πολλές φορές, ακόμα και στο καφενείο που το δούλευε η Ζωντοχήρα Φιλιώ για να μεγαλώσει τα πέντε παιδιά της «αιτία διαζυγίου, ο σωρός από πέτρες»

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου

Το ξυπνητήρι κτυπούσε παρατεταμένα πάνω στο κομοδίνο ώσπου να το ακούσει ο Γιάννης και να σηκωθεί από το κρεβάτι του, να πάει αργά αργά να βουρτσίσει τα δόντια του, όσα  απομείνανε γιατί δεν είναι νέος πλέον, ξεπέρασε τα 78 χρόνια ζωής. Με τον ίδιο αργό ρυθμό άναψε το καμινέτο και έψησε τον καφέ του το ήπιε με ένα κουλουράκι που έβγαλε από την χάρτινη συσκευασία και με μεγάλη προσοχή ξανασυσκεύασε τα υπόλοιπα. Έπειτα ντύθηκε, έβαλε το καλό κουστούμι αυτό που το πήγαινε στο καθαριστήριο δυο φορές το χρόνο, για να είναι πάντα καθαρό και σιδερωμένο, είχε και άλλα, αλλά αυτό είναι το καλό, το επισημότερο. Μένει ο Γιάννης σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα στα άνω Πατήσια, μένει μονάχος είναι πολλά χρόνια που μένει μονάχος. Τώρα είναι συνταξιούχος έμπορος, και η σύνταξη του δεν επαρκεί για καλλίτερο διαμέρισμα από αυτό που βρίσκεται σήμερα. Πριν βγει από το σπίτι βλέπει στον καθρέπτη αν είναι το καπέλο σωστά στην θέση του παίρνει το μπαστούνι του, κοιτά την φωτογραφία του πατέρα του, που βρίσκεται κορνιζωμένη και κρεμασμένη στην μέση του δωματίου, κάμει τον σταυρό του και ξεκινά, σήμερα είναι μεγάλη μέρα. Έχει ραντεβού στην Κηφισιά σε κάποιον οίκο ευγηρίας.
Είναι καιρός που ψάχνει να βρει ένα τέτοιου είδους ίδρυμα να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, αλλά δεν το δέχονται εύκολα, έχει υποβάλει πολλές φορές αιτήματα είναι υγιής άλλα η σύνταξη είναι μικρή και δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία, έτσι περιμένει την ποθούμενη καταφατική απάντηση η οποία δεν έρχεται. Σήμερα όμως κατευθύνεται προς την Κηφισιά τον οίκο ευγηρίας «Καρτζών» που δεν τον γνωρίζει, είχε κληθεί τηλεφωνικά από την κυρία Μαίρη την πρόεδρο να περάσει να εξετάσουν τη περίπτωση του.
Πήρε τον ηλεκτρικό και κατέβηκε στην Κηφισιά, μετά από μια στιγμή δισταγμού άπλωσε το χέρι να σταματήσει ένα ταξί. Δεν τον βαστάγανε τα πόδια να πάει μέχρι εκεί, από την άλλη όμως το κόμιστρο θα του στοίχιζε ένα ή δύο γεύματα, αυτό ήταν το δίλλημα του, τελικά μπήκε στο ταξί και έφτασε στο ίδρυμα που είχε το ραντεβού. Σε ένα μεγάλο κτήμα ένα παλιό αρχοντικό είχε μετατραπεί σε οίκο ευγηρίας. Το ταξί τον άφησε στην είσοδο. Πέρασε την είσοδο με την μεγάλη επιγραφή «οίκος ευγηρίας η ευγνωμοσύνη» στο θυρωρείο σταμάτησε, είπε στον θυρωρό το όνομα του και πως έχει ραντεβού με την κυρία Μαίρη, του έδειξε ο θυρωρός ποιόν διάδρομο να ακολουθήσει για περάσει αμέσως στα γραφεία. Περπατώντας ο Γιάννης έβλεπε τον περιποιημένο κήπο με το κουρεμένο γκαζόν πάνω στο οποίο υπήρχαν διάδρομοι που οδηγούσαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις προς όλο το συγκρότημα.  Στην από πίσω πλευρά του αρχοντικού είχε ανεγερθεί ένα τριώροφο κτήριο που χαλούσε την αρμονία αλλά αυτός δεν πήγαινε εκεί, πήγαινε στο κέντρο στο γραφείο της προέδρου. Όσο έβλεπε τόση πολυτέλεια απογοητευότανε. Είχε στο μυαλό του τόσες απορρίψεις που είχε κι όλας στα αυτιά του τα όμορφα παρηγορητικά λόγια που θα τον συνόδευαν μέχρι την έξοδο. Όταν έφθασε στην μεγάλη τζαμένια πόρτα δίστασε να μπει, έπιασε το πόμολο για λίγο και αμέσως μετά έκανε μεταβολή να φύγει. Δεν πρόλαβε να κατέβει τα σκαλοπάτια και βγήκε μια νεαρά νοσοκόμα να τον προλάβει, «-Κύριε Γιάννη, κύριε Γιάννη μην φεύγετε, σας περιμένει η κυρία Μαίρη» τον έπιασε από τον αγκώνα για να προλάβει την αντίδραση του και τον γύρισε προς την είσοδο του αρχοντικού, εκείνος πειθήνια την ακολούθησε μέχρι την είσοδο, μπαίνοντας μέσα αντίκρισε στον τοίχο ένα τεράστιο πορτραίτο, το κοίταξε προσεκτικότερα και αμέσως λιποθύμησε.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα μαλακό κρεβάτι. Φορούσε πιτζάμα, απέναντι από το κρεβάτι μια ντουλάπα μεγάλη μαρτυρούσε πως τα ρούχα του ήταν εκεί, κολλητά ήταν η πόρτα του λουτρού ενώ παραδίπλα μια πόρτα έβγαζε στο μπαλκόνι με θέα στον τεράστιο κήπο και λίγο παραπέρα ένα τραπέζι είχε μια φρουτιέρα γεμάτη, και δυο καρέκλες στο πλάι, και ακριβώς από πάνω μια φωτογραφία του πορτραίτου που υπήρχε στην είσοδο, εκεί εστίασε το βλέμμα του ο Γιάννης και μουρμούρισε «-πατέρα». Σηκώθηκε αργά και με δυσκολία, ανάμικτα συναισθήματα τον διακατείχαν, προσπάθησε να ντυθεί αλλά δυσκολευότανε «-ρεζίλη θα γίνω» σκέφτηκε, τότε ακούστηκε κτύπος στην πόρτα.
-Εμπρός, είπε απορημένος ποιος είναι;
Άνοιξε η πόρτα και πέρασε μια κοπέλα ντυμένη με θαλασσιά φόρμα.
-Εγώ είμαι η Χαρά, θα σας βοηθάω σε ότι χρειάζεται, τις νύχτες θα είναι η Ελπίδα, μαζί με την Αγάπη έχουμε αναλάβει αυτήν την πτέρυγα,
-Ποια πτέρυγα παιδάκι μου; Εγώ δεν μένω εδώ, ένα ραντεβού έχω.
-Ναι ξέρω, σας περιμένει η κυρία Μαίρη.
-Ποια είναι αυτή; Που θα την βρω; Πως με αναζήτησε; Μισό λεπτό να ντυθώ μονάχα.
-Να σας βοηθήσω;
-Όχι-όχι μπορώ αντέδρασε ο Γιάννης και πήγε να πάρει το παντελόνι αλλά δεν είχε κουράγιο, «-Συγχώρεσε με παιδάκι μου ο εγωισμός μου φταίει, βοήθησε με»
-Και με την ρόμπα να πάτε δεν θα την πειράξει,
-Μα ποια είναι αυτή τέλος πάντων η κυρία Μαίρη;
-Είναι η χήρα του ιδρυτή μας του Πωλ Καρτζών.
-Δώσε μου το μπαστούνι και πάμε να την γνωρίσω.
-Να φέρω καροτσάκι;
-Όχι-όχι είμαι καλά πάμε σιγά-σιγά.
Ακολουθώντας και σε κάποιες στιγμές υποβασταζόμενος ο Γιάννης κατέβηκε τις σκάλες και έφθασε μπροστά σε μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα, η Χαρά κτύπησε και χωρίς να περιμένει απόκριση άνοιξε λέγοντας «-Ο κύριος Γιάννης», η κυρία Μαίρη που ήταν σκυμμένη στο γραφείο διαβάζοντας κάποια χαρτιά, σηκώθηκε και πήγε μέχρι την πόρτα να τον υποδεχθεί:
-Καλώς όρισες στο σπίτι Σου.
Χαμογέλασε πικραμένα ο Γιάννης και κοίταξε τον χώρο του γραφείου, ένα μεγάλο δρύινο γραφείο και πιο εκεί ένα πέτσινο σαλόνι φανερώνανε αρχοντιά και πλούτο.
-Κάθισε Γιάννη, κάθισε συνέχισε με τον ίδιο φιλικό τρόπο η κυρία Μαίρη.
Εκείνος προχώρησε προς τον μεγάλο καναπέ και έκατσε σε μια άκρη, κοίταξε προς το γραφείο και είδε πάλι την φωτογραφία του πατέρα του. Η κυρία Μαίρη αφού έδιωξε την Χαρά σίμωσε να κάτσει δίπλα στον Γιάννη. Ο Γιάννης την παρατηρούσε με προσοχή σαν να την εξέταζε, ήταν καλοστεκούμενη είχε περάσει τα 60 διακριτικά μακιγιαρισμένη με τον αέρα των αφεντικών. Όταν έκατσε άρχισε να μιλά:
-Βλέπω την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια σου, θα σου λύσω όλες τις απορίες τώρα που μείναμε μόνοι, σε αποκαλώ απλά Γιάννη και σου κάνει εντύπωση, θα έπρεπε να σε λέω κύριο Καραγιάννη Γιάννη του Ιωάννου μήπως; Βλέπεις την φωτογραφία στο τοίχο απορημένος και αναρωτιέσαι τι γυρεύει η φωτογραφία του πατέρα σου σε όλο το κτήριο; Θα με φωνάζεις Μαίρη, εγώ είμαι η χήρα του Παύλου του αδελφού σου.
-Πως; Μονολεκτικά εξέφρασε την απορία του, «-Πως;» Ξανάπε και χώθηκε βαθύτερα στον καναπέ και ξαναρώτησε «-Πως;» Σαν να μην υπήρχαν άλλες λέξεις.
-Ο αδελφός σου ο Παύλος όταν ήρθε στην Καλιφόρνια έκοψε το όνομα του κράτησε την αρχή και το τέλος και έγινε το Καρτζών, το Πωλ το καταλαβαίνεις υποθέτω.
-Ναι, το καταλαβαίνω απήντησε ξεψυχισμένα.
-Η φωτογραφία που υπάρχει παντού στο κτήριο αναρτημένη είναι του πατέρα σας, του Γιάννη Καραγιάννη, ήρωα και τραυματία δυο πολέμων. Δεν τον γνώρισα, αλλά ούτε και τον δικό μου, είμαι αγνώστου πατρός, χρειαζόμουν έναν και έλαχε να είναι ο δικός σου αφού παντρεύτηκα τον Πωλ.
Ο Γιάννης ακούμπησε το κεφάλι πίσω και πριν λιποθυμήσει για δεύτερη φορά την ίδια μέρα ψιθύρισε «-Ψέματα-ψέματα».

Όταν ξύπνησε ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά, στην πόρτα στεκόταν η κυρία Μαίρη και τον κοιτούσε, μπορούσε να διακρίνει στο βλέμμα της αγάπη μα και απορία, αυτός έκανε να σηκωθεί μα δυσκολευόταν.
-Μην σηκώνεσαι ακόμα, θα σου πεί ο γιατρός.
-Εγώ είμαι υγιής, αντέδρασε αυτός.
-Σε πιστεύω μα θα χρειαστείς λίγες ημέρες ανάπαυση, θα στα πεί ο γιατρός επέμενε η κυρία Μαίρη. Αυτός όροφος έχει τρία δωμάτια και το δικό μου, μην ανησυχείς είναι η Χαρά εδώ να σε φροντίζει, πάω στο γραφείο γιατί έχω δουλειά και θα ξανάρθω.
Προσπάθησε ο Γιάννης να σηκωθεί μα πάλι δεν μπορούσε το κεφάλι του ήταν βαρύ, κοίταξε γύρω απελπισμένα, όταν είδε την Χαρά χαμογέλασε,
-Μπορείς παιδί μου να με βοηθήσεις να σηκωθώ; Πρέπει να πάω στην . . .  
Δεν χρειάστηκε να ολοκληρώσει την κουβέντα και η Χαρά το βοήθησε να πάει μέχρι το λουτρό, τον ρώτησε αν θέλει να τον βοηθήσει κι άλλο, δεν χρειάζονταν. Όταν βγήκε έκατσε στην πολυθρόνα απέναντι από την φωτογραφία του πατέρα του και αναστέναξε, «-Πατέρα», και γύρισε ο νους του πολλά χρόνια πίσω να θυμηθεί τα κατορθώματα του ήρωα δύο πολέμων Γιάννη Καραγιάννη του Λάζου.

Γιάννης Καρατζάς του Λάζου
Ο πρώτος πόλεμος ήταν ο Μικρασιατικός, τότε ο Γιάννης δεν λεγόταν Καραγιάννης ακόμα, αλλά Καρατζάογλου επειδή ήταν ο γιός του Καρατζά. Ο πατέρας του μαζί με τον αδελφό του διατηρούσαν στην Σμύρνη μεγάλο εμπορικό κατάστημα, ήταν από τους προύχοντες που υποδέχθηκαν τους συμμάχους όταν επιβιβάστηκαν στην Σμύρνη. Εκείνη ακριβώς την περίοδο θεώρησε καταλληλότερη ο Γιάννης Καρατζάογλου, παλικαράκι γύρω στα 20 να φύγει κρυφά από τους γονείς του και το θείο του, παίρνοντας μαζί του όλες τις λίρες που αποταμίευαν οι Αφοί Καρατζά και δεν ήταν λίγες, μαζί με αυτές και ομόλογα και διάφορα άλλα χρεόγραφα που δεν ήξερε τι θα τα κάνει αλλά ήξερε πως είχαν αξία. Φθάνοντας στο Πειραιά άλλαξε το όνομα του συμπτύσσοντας Καρατζάς Ιωάννης σε Καραγιάννης, έτσι όμως, του ήταν άχρηστα όλα τα έγγραφα που είχε κλέψει και τα έκαψε. Τίποτα πλέον δεν μαρτυρούσε πως ήταν απόγονος της φημισμένης οικογένειας Καρατζά.
Οι παρέες που βρήκε στον Πειραιά δεν ήταν από τις καλλίτερες ή τις ηθικότερες, είχε όμως χρήματα και ξόδευε. Έβλεπε πως αυτά δεν είναι ανεξάντλητα και άνοιξε ένα εμπορικό κατάστημα Δραπετσώνα αλλά αμέσως το γύρισε σε οικιακά και είδη μπακαλικής επειδή είχε αρχίσει η καταστροφή και ερχόντουσαν καραβιές οι πρόσφυγες. Βερεσέ και βιβλιαράκι ήταν σχεδόν υποχρεωτικά για όλους τους πρόσφυγες και αυτός πουλούσε τρείς και τέσσαρες φορές πάνω στους άλλοτε συμπατριώτες του. Παράλληλα έκανε τον τοκογλύφο δανείζοντας και θησαυρίζοντας, αν κανένας δεν ήταν συνεπείς στο χρέος τους οι μπράβοι του την πρώτη φορά τον δέρνανε και την δεύτερη το σκότωναν. Δωροδοκούσε τους αστυνομικούς και αυτοί κάνανε τα στραβά μάτια σε επιλεγμένα μαγαζιά που είχε συμφέροντα, ενώ σε άλλα αντίθετα εξαντλούσαν το γράμμα του νόμου. Κάποτε νόμισε πως ο Πειραιάς δεν τον χωρούσε και άνοιξε στην πλατεία του Ψειρή δεύτερο μαγαζί με σκοπό να επεκταθεί στην πρωτεύουσα. Ήταν ο Καραγιάννης τόσο ευέλικτος που είχε υποστήριξη από όλες τις μεριές και μεγάλωνε και πλούταινε. Παντρεύτηκε το 1930 την Φωφώ και σε δυο χρόνια ήρθε και το πρώτο του παιδί, τον ονόμασε αυτάρεσκα Γιάννη, έτσι, για επιβάλει το όνομα του είς διπλούν όπως έλεγε, ακολούθησαν το επόμενο χρόνο η Δούκισα και το 1936 μαζί με την δικτατορία του Μεταξά τα δίδυμα  ο Πέτρος και ο Παύλος. Το όχι και η επιστράτευση τον βρήκαν νοικοκύρη με τρία μαγαζιά νόμιμα και πολλά κέρδη παράνομα, έπαιζε πάντα σε δύο ταμπλό. Έκρυψε πολλές λίρες σε τόπο που δεν είπε σε κανέναν και αφού φίλησε τα παιδιά του και την γυναίκα του έφυγε για το μέτωπο.
Σε όλη την διαδρομή από την Αθήνα μέχρι την Δοϊράνη σκεφτόταν τον τρόπο να γυρίσει πίσω, δεν ήταν γι αυτόν ο πόλεμος, γλύτωσε από τον προηγούμενο για να σκοτωθεί τώρα; Όταν αποβιβαστήκαν από το τραίνο είχε πάρει την απόφαση του. Θα γύριζε τραυματίας πολέμου, είχε σκεφτεί τον τρόπο και είχε βρει λύση. Ίσως και να ήταν ο πρώτος τραυματίας πολέμου που επέστρεψε στην Αθήνα. Στην πορεία προς το μέτωπο η μονάδα του έπεσε σε ναρκοπέδιο, χωρίς καθόλου δισταγμό όπλισε και πυροβόλησε το αριστερό πόδι στην φτέρνα. Ούρλιαξε από τους πόνους αλλά επέτυχε το σκοπό του, γύριζε ήρωας τραυματίας πολέμου, ίσως κουτσός αλλά μπορεί και να γιατρευότανε, πάντως θα ήταν σε κάθε περίπτωση δίπλα στα παιδιά του την γυναίκα του και τα μαγαζιά του, που σε καιρό πολέμου άμα είσαι επιτήδειος οικονομάς περισσότερα. Επέστρεψε στο σπίτι του, και μετακόμισε πάλι στον Πειραιά, ένοιωθε ασφάλεια κοντά στην θάλασσα. Η αλήθεια είναι πως είχε κρύψει τις λίρες στην Δραπετσώνα και ήθελε να είναι κοντά. Εκεί άρχισε τις παλιές δοσοληψίες, είχε χάσει πολλά από τους βερεσέδες και έπρεπε να τα πάρει πίσω, ένας τρόπος υπήρχε και τον εφάρμοσε, έγινε μαυραγορίτης. Χρηματοδοτούσε την  αντίσταση και παράλληλα πρόδινε στους Γερμανούς, αντί όπως οι πολλοί να τρώει από τα έτοιμα, αυτός τα πολλαπλασίαζε. Στο σπίτι τα παιδιά του δεν γνώρισαν στέρηση, τους είχε και δάσκαλο για να μην πηγαίνουν σχολείο. Τα δύο μεγάλα ο Γιάννης και η Δούκισα παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τα μαθήματα, ενώ οι δίδυμοι συνέχεια μάλωναν, εύρισκα πάντα μια αφορμή για να εναντιωθούν ο ένας στον άλλο, μάταια η μάνα τους έλεγε, πως πρέπει να είναι μονιασμένοι σαν τον Πέτρο με τον Παύλο.
Τελείωνε η γερμανική κατοχή και φυσούσε ο αέρας της ελευθερίας, οι Γερμανοί πριν φύγουν καθαρίζανε τους καταδότες, ο Καραγιάννης το αντιλήφτηκε εγκαίρως και φρόντισε να κρυφτεί στους αντιστασιακούς, όταν τελείωσε ο πόλεμος θεώρησε πως πρέπει να επιστρέψει στην πρωτεύουσα, κάτι όμως τον κρατούσε, εμπιστεύτηκε το ένστικτο του που δεν τον γέλασε. Το Δεκέμβριο του 44 έγινε στην Αθήνα χαμός, άρχισε ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Μόλις διώξανε τους αριστερούς από την Αθήνα πήρε απόφαση να μετακομίσει. «-Τώρα αρχίζει η ανοικοδόμηση τώρα υπάρχουν κέρδη». Λογάριαζε χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του το αντάρτικο του Πειραιά, τον θεώρησαν προδότη και δοσίλογο, θυμηθήκαν πως και με τους Γερμανούς τα πήγαινε καλά, τον πέρασαν από το δικαστήριο του λαού και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Βρέθηκε ο εκτελεστής, κάποιος από τους πολλούς που του χρωστούσε χρήματα και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Παραφύλαξε έξω από σπίτι του Καραγιάννη πολλές φορές και κάποτε βρήκε την ευκαιρία να πυροβολήσει, αλλά αντί να πετύχει τον στόχο του πέτυχε την γυναίκα του και το κορίτσι, έτσι ο Καραγιάννης όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στην πλατεία του Ψειρή, ήταν με τα τρία αγόρια 13 χρονών ο μεγάλος και 9 χρονών τα δίδυμα και μια παραδουλεύτρα για να τα φροντίζει.
Δικτυώθηκε γρήγορα στην Αθήνα. Σαν θύμα των άναρχοκουμουνιστών είχε υπόληψη και συμπάθειες, χάρη στις γνωριμίες που έκαμε του απονεμήθηκε και μετάλλιο ανδρείας για το τραύμα στον πόλεμο. Ήταν πλέον αναμφισβήτητα ήρωας. Έστησε μαγαζιά στην Ερμού και στην Αθηνάς στο κέντρο της πρωτεύουσας, αλλά δεν άφησε τον Πειραιά παραπονεμένο, είχε κύκλωμα από το οποίο δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να ξεκολλήσει, χρηματοδότησε και εκεί ένα κουτούκι που περνούσε πολλά βράδια και συναλλαζότανε με τον υπόκοσμο. Ο χαρακτήρας του δεν άλλαξε, πάντα σε δύο ταμπλό έπαιξε, το αγαπημένο του σλόγκαν ήταν «-Το νόμισμα έχει δυο πλευρές, αλλά μια αξία».
Όταν ο Γιάννης Καργαγιάννης του Ιωάννου ο γιός του δηλαδή απολύθηκε από τον στρατό, στα μέσα του 1955, η Αθήνα άλλαζε όψη. Η οικοδομή δούλευε ασταμάτητα, πολυκατοικίες και διαμερίσματα έπαιρναν τον χώρο των προσφυγικών μονοκατοικιών. Από όλα τα μέρη της Ελλάδας κατέφθαναν με κάθε τρόπο στην Αθήνα οι επαρχιώτες. Έξυπνος ο Καραγιάννης είδε πως εδώ υπάρχει ένας ακόμη τρόπος πλουτισμού. Πήρε τον μεγάλο του γιό σε συμβολαιογράφο και μετάφερε όλες τις εμπορικές επιχειρήσεις της Αθήνας στο όνομα του, ο Γιάννης υπέγραφε μάλλον απρόθυμα, επειδή του φαινότανε το βάρος δυσβάστακτο αλλά και στον πατέρα του δεν άρεσαν καθόλου οι αντιρρήσεις. Η προτροπή του συμβολαιογράφου ήταν εξαιρετικά σαφής «-Θα υπογράφεις πάντα ως Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου». Ο δε πατέρας του είχε μόνο μια απαίτηση να μην ξεκρεμαστούν οι επιγραφές να μην αλλάξει το όνομα το συγκρότημα να μείνει δηλαδή (Γιάννης Καραγιάννης), αυτό άλλωστε θα ήταν και το όνομα του νέου αφεντικού, με αυτήν την σκέψη τον βάπτισε και Γιάννη.
Τα άλλα παιδιά του τα δίδυμα αντέδρασαν σε αυτήν την κίνηση, ήταν φοιτητές  και σε λίγο καιρό θα στρατευόντουσαν. Ήταν η πρώτη φορά που ομονοούσαν. Έκανε μια σύναξη ο Καραγιάννης με τα παιδιά του και εξήγησε πως ήταν πολύ πικραμένος από το Πέτρο και το Παύλο επειδή μονίμως διαφωνούσαν, είχαν την απαίτηση να σπουδάσουν, δεν πήγαιναν ποτέ σε κανένα μαγαζί να βοηθήσουν, ενώ ο Γιάννης πάντα ήταν πρόθυμος. Πέρα από αυτό ήταν νέοι ακόμα για τους δώσει να διαχειριστούν, μετά την στρατιωτική θητεία τους, θα λυνότανε το θέμα και κατέληξε
-Μη προβληματίζεστε και εγώ να σας αδικήσω ο Γιάννης θα επανορθώσει, είναι ο μόνος που έχει ακέραιο χαρακτήρα εδώ μέσα, έμοιασε της μάνα σας, μην μαραζώνετε υπάρχουν και άλλα χρήματα τόσες οικοδομές σηκώνονται και άλλα έσοδα έρχονται κάντε υπομονή μέχρι να απολυθείτε από τον στρατό.
-Δηλαδή, ρώτησε ο Παύλος θα ασχοληθείς με τις αντιπαροχές
-Είδες ανόητε, τον έκοψε ο πατέρας του, θα ασχοληθώ με τις παροχές μόνο, όλοι αυτοί οι οικοδόμοι που δουλεύουν θέλουν κάπου να ξοδέψουν όσα βγάζουν και εγώ θα τους βοηθάω.

Όταν τα παιδιά του Καραγιάννη απολυθήκαν δεν προέβηκε στην ίδια χειρονομία με τον μεγαλύτερο, τα θεωρούσε ανώριμα. Είχαν οργανωθεί σε πολιτικά κόμματα, ο ένας στα δεξιά και ο άλλος αριστερά. Στο σπίτι απαγορεύονταν οι πολιτικές συζητήσεις, μόλις όμως βγαίνανε από την εξώπορτα άρχισαν τον διαπληκτισμό και πολλές φορές κατάληγαν και σε γρονθοκοπήματα. Ο Καραγιάννης στενοχωριόταν με αυτήν την κατάσταση αλλά δεν μπορούσε να βρει λύση. Κάποιες φορές ένιωθε τύψεις και αναλογιζότανε πως πληρώνει τα κρίματα της νιότη του. έλεγε με το μυαλό του «‑Εγώ βασάνιζα δύο και τώρα με βασανίζουν εμένα δύο».
Ένα απόγευμα τον καλέσανε στο Αστυνομικό τμήμα να εξακριβώσουν αν ο νεαρός που συνέλαβαν ήταν όντως γιός του ευυπόληπτου έμπορα και ήρωα του αλβανικού μετώπου Γιάννη Καραγιάννη και χάρη σε αυτήν την ιδιότητα αφήσανε ελεύθερο το παιδί του.
Εκείνο το βράδυ γυρνώντας στο σπίτι του μαζί με τον Παύλο ήταν πολύ σκεφτικός, ζήτησε να έρθει ο μεγάλος του ο γιός και μαζί αποτραβήχτηκαν σε μια άκρη του σαλονιού να κουβεντιάσουν. Έδιωξε τους δίδυμους και παρήγγειλε στην παραδουλεύτρα να μην τους ενοχλήσει κανείς και για κανένα λόγο. Άναψε τσιγάρο και πρόσφερε και στον γιό του επέμενε μάλιστα να το καπνίσει παροτρύνοντας τον πως είναι πλέον το αφεντικό και δεν πρέπει να ντρέπεται κανέναν ούτε και αυτόν ακόμα. Μίλησαν πολλές ώρες. Στην ουσία μίλαγε ο πατέρας Γιάννης Καραγιάννης και άκουγε ο γιός Γιάννης Καραγιάννης, του εξήγησε πως δεν πιστεύει στον Θεό και στους παπάδες αλλά φτάνει κάποια στιγμή που ο κάθε άνθρωπος θέλει να ξαγορευτεί τα κρίματα του, και αυτός έκρινε το παιδί του και ως διάδοχο του καταλληλότερο για αυτήν την εξομολόγηση. Είπε τόσα για την ζωή του που ο Γιάννης ένοιωθε τον κόσμο να χάνεται, πουθενά μα πουθενά δεν υπήρχε κάτι ηθικό, κάτι τίμιο ακόμα και την γυναίκα που παντρεύτηκε την πήρε επειδή του χρωστούσε ο πατέρας της χρήματα και δεν είχε τρόπο να ξεχρεώσει. Έμαθε για τα πορνόσπιτα του Πειραιά, τις συναλλαγές με τον υπόκοσμο, άκουσε λέξεις που δεν τις είχε καθόλου στο λεξιλόγιο του. Κόντεψε να ξημερώσει και στο σαλόνι υπήρχε τόσος καπνός που δύσκολα έβλεπες και ο Γιάννης Καραγιάννης του Λάζου αποφάσισε να αποσυρθεί,  είχε πεί όλα όσα τον βάραιναν, ήταν ανακουφισμένος, είχε αποκαλύψει στον γιό του πως ο συμβολαιογράφος ήξερε τα πάντα επειδή ήταν συνεταίροι από την εποχή της γερμανικής κατοχής.
Ο Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο να αεριστεί το δωμάτιο, κοίταξε το μεγάλο εκκρεμές στον τοίχο, έδειχνε έξι παρά δέκα λεπτά, λυπήθηκε να ξυπνήσει την παραδουλεύτρα να του ετοιμάσει τον καφέ πριν ξεκινήσει για την δουλειά και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, να τον φτιάξει μονάχος, τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός, προερχότανε από το δωμάτιο του πατέρα του έτρεξε και ανοίγοντας την πόρτα τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι ανάσκελα και στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα πιστόλι με την κάνη στραμμένη στο στόμα του και το προσκεφάλι γεμάτο αίματα. Έμεινε ακίνητος στην πόρτα και ψιθύρισε «-Πατέρα».

Μετά την κηδεία άρχισαν ουσιαστικά οι ευθύνες του Γιάννη Καραγιάννη του Ιωάννου. Ο πρώτος του και ο μεγαλύτερος μπελάς ήταν η φαγωμάρα των αδελφών του. δεν υπήρχε κανένα απολύτως θέμα που να μην διαφωνήσουν. Μοναχική εξαίρεση ήταν τα οικονομικά που στρέφονταν εναντίον του, θεωρώντας τον προνομιούχο. Καημός μεγάλος και σαράκι που τον κατέτρωγε το ερώτημα να πεί στους δίδυμους την αλήθεια για τον πατέρα τους ή να την φυλάξει για τον εαυτό του και όλο ανέβαλε την απόφαση για αργότερα. Ο συμβολαιογράφος γνώστης όλων των οικονομικών υποθέσεων του πατέρα του τον κάλεσε στο γραφείο του, με την παράκληση να πάει μονάχος και εκείνος δέχθηκε αμέσως. Όταν αντάμωσαν του σύστησε τον γαμπρό του, έναν Κεφαλλονίτη με σπινθηροβόλα μάτια.
-Γιάννη ο γαμπρός μου ο Γεράσιμος θα είναι η διάδοχος κατάσταση σε αυτό το γραφείο και θεωρώ επιβεβλημένο να είναι παρόν, επειδή και εσύ διάδοχος είσαι του Καραγιάννη, οι δουλειές που είχα εγώ με τον πατέρα σου θα περάσουν τώρα στα χέρια τα δικά σου και του Γερασίμου.
-Ποιες δουλειές; Εγώ γνωρίζω πως τα μαγαζιά είναι τακτοποιημένα από καιρό.
-Ναι τα μαγαζιά είναι απόλυτα δικά σου, εσύ θα έχεις τον πλήρη έλεγχο, αυτά είναι τα νόμιμα και η βιτρίνα, εκεί δεν ανακατευόμαστε εμείς. Υπάρχουν όμως και άλλες δουλειές.
-Δηλαδή; Ρώτησε γεμάτος απορία ο Γιάννης
-Υπάρχουν τα σπίτια στον Πειραιά, το κουτούκι, η παρατράπεζα και ο τεκές της λαχαναγοράς
-Τα ξέρετε λοιπόν όλα; Αυτά μου τα είπε ο πατέρας το τελευταίο βράδυ και του εξέφρασα τις αντιρρήσεις μου
-Αυτό δεν έχει σημασία, μιλάμε σε σένα ως αρχηγό της οικογένειας, αν δεν θέλεις είναι και τα δίδυμα.
-Δώστε μου λίγες ημέρες προθεσμία.
-Εντάξει Γιάννη, θα ανταμώσουμε πάλι σε μια εβδομάδα.
Όταν γύρισε σπίτι τον περίμεναν τα αδέλφια του. με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις τους είπε να περάσουν στο σαλόνι για να κουβεντιάσουν. Άναψε τσιγάρο και προσφέροντας  στους δίδυμους είδε στον καθρέπτη πάνω από τον μπουφέ το είδωλο του, να κάνει τις ίδιες ακριβώς κινήσεις που έκανε και ο πατέρας του την μοιραία βραδιά στον ίδιο χώρο και έσβησε αμέσως το τσιγάρο.
-Ακούστε με και ξεχάστε για λίγο τους καυγάδες σας, ξέρω πως τα έχετε και οι δυό μαζί μου επειδή είναι τα μαγαζιά δικά μου. Εάν τα θέλετε τόσο πολύ ευχαρίστως αύριο το πρωί σας τα μεταβιβάζω όπως εσείς συμφωνήσετε και εγώ δεν θέλω τίποτα.
-Πως αυτή η μεγαλοσύνη εκ μέρους σου; Ρώτησε ο Πέτρος
-Κάτι πονηρό κρύβεται, συμπλήρωσε ο Παύλος.
-Έχει δίκιο ο Παύλος, κάτι πονηρό κρύβεται, ο πατέρας μας εκτός από τα μαγαζιά αυτά που έχω την κυριότητα έχει και άλλες επιχειρήσεις με πολύ περισσότερα κέρδη, εκείνα τα προόριζε για σας.
-Τι δουλειές; Είπαν με ένα στόμα
-Πολλές και κερδοφόρες, αλλά όχι απόλυτα νόμιμες
-Τι μας λές; Ο πατέρας μας ήταν ήρωας δύο πολέμων και θα έκανε παρανομίες; Φώναξε ο Παύλος και σηκώθηκε.
-Κάτσε κάτω δεν τελειώσαμε, θα πάρουμε αποφάσεις και μετά θα φύγεις.
Ο τόνος της φωνής ήταν τέτοιος που δεν επιδεχότανε αντίρρηση, έκατσε πάλι κάτω ο Παύλος.
-Μεθαύριο το πρωί, συνέχισε ο Γιάννης θα ανταμώσουμε με τον συμβολαιογράφο και τον γαμπρό του, μέχρι τότε να έχετε αποφασίσει τι ζητάει ο καθένας σας και ό,τι ζητήσετε να είστε σίγουροι πως δεν θα φέρω καμία αντίρρηση, αρκεί, και αυτός είναι ο μόνος όρος που βάζω να μην δείχνουμε προς τα έξω φαγωμένοι μεταξύ μας, δεν με ενδιαφέρει τίποτα υλικό και δεν μπορώ να ανεχθώ αυτήν την φαγωμάρα ανάμεσα σας από μικρά παιδιά, πρέπει κάποτε να τελειώσει με όποιο τίμημα.
Βγήκε από το δωμάτιο και κατέβηκε στον κήπο, του χρειαζότανε αέρας. Οι δύο μικρότεροι αδελφοί βγήκαν από σπίτι και προχώρησαν για πρώτη φορά στον δρόμο χωρίς να βρίζονται.

Δυο ημέρες αργότερα ανταμώσανε με τον συμβολαιογράφο και γαμπρό του, όχι στο γραφείο αλλά σε μια μονοκατοικία απόμακρη στα κάτω Πετράλωνα. Ο διάκοσμος του σπιτιού σκονισμένος και βρώμικος μαρτυρούσε πως δεν ήταν σε χρήση. Όταν έκατσαν ο Συμβολαιογράφος πήρε πρώτος τον λόγο:
-Ακούστε Καραγιάννηδες, θα σας είπε ο Γιάννης τι συμβαίνει.
-Όχι δεν μας είπε, θέλω να τα ακούσω από σένα, μίλησε αυθάδικα ο Πέτρος.
-Νεαρέ μου, αν δεν έχεις τρόπους, έχω εγώ τον τρόπο να σου μάθω
Ο Πέτρος σηκώθηκε θυμωμένα από την καρέκλα του και την ίδια στιγμή άνοιξαν δυο πόρτες και φανήκαν έξι νταήδες με τα μαχαίρια στα χέρια. Ο Πέτρος χλόμιασε και έκατσε πάλι.
-Αυτός είναι ο τρόπος, αν σε ενδιαφέρει ή αν θέλεις να σηκωθείς θα το κάνεις με ευγένεια. Έγνεψε στους μπράβους ο συμβολαιογράφος και εξαφανιστήκαν.
-Λοιπόν συνέχισε ο πατέρας σας και εγώ είχαμε δουλειές εκτός από τα μαγαζιά του Γιάννη, αν θέλετε συνεχίζουμε αν θέλετε αγοράζω το μερίδιο σας, εσείς αποφασίζετε.
-Για τι ποσά μιλάμε; Ρώτησε ο Γιάννης διστακτικά
-Αν τα αγοράσω σας δίνω τέσσερεις χιλιάδες λίρες και αποσύρεστε σαν να μην υπάρχετε και δεν διεκδικείτε τίποτα, αλλιώς ένας από εσάς θα αναλάβει το πόστο του Καραγιάννη.
-Αν δεν τα αγοράσετε όλα, τι παζάρι μπορούμε να κάνουμε; Ρώτησε ο Παύλος
-Σας δίνω δύο χιλιάδες και παίρνω τα σπίτια, σας μένει ο τεκές και το κουτούκι, ή αντίστροφα κρατώ το τεκέ και το κουτούκι και κρατάτε τα σπίτια.
Τα αδέλφια κοιτιόντουσαν μεταξύ τους απορημένα, τελικά ο Γιάννης σηκώθηκε ήρεμα και πλησίασε τον συμβολαιογράφο, δώσε μας λίγες ημέρες καιρό μια βδομάδα. Αυτός συμφώνησε για το επόμενο ραντεβού χωρίς να καθορίσει τον τόπο.
Οι αδελφοί Καραγιάννη επέστρεψαν στο σπίτι τους αμίλητοι. Πέρασαν στο σαλόνι μέχρι να σερβιριστεί το βραδινό φαγητό και άρχισαν να συνδιαλέγονται.
-Εγώ, άρχισε να λέει ο Γιάννης πρώτος δεν θέλω τίποτα προτιμώ να αποσυρθώ από όλα, να πάω να δουλέψω κάπου και πορευτώ
-Εσύ πάντα ηθικός μα η ηθική δεν τρώγεται, τον αποστόμωσε ο Πέτρος, εδώ είναι η ευκαιρία να γίνουμε αφεντικά του Πειραιά να επεκταθούμε . . .
-Κάνε ότι νομίζεις εγώ δεν σε εμποδίζω, εμένα όμως να με έχεις ξεγραμμένο πλέον
-Γιατί ρε αδελφέ, επέμβηκε στον διάλογο ο Παύλος, χρήμα υπάρχει άφθονο γιατί να μην το χαρούμε να κάνουμε την ζωή μας. Κράτα εσύ τα νόμιμα μαγαζιά, έτσι θα ήθελε και ο πατέρας μας, γι’ αυτό και σου τα μεταβίβασε και άσε εμάς να κανονίσουμε τα υπόλοιπα.

Το επόμενο ραντεβού με τον συμβολαιογράφο έγινε στα κάτω Πατήσια σε μια μονοκατοικία πάλι. Τα τρία αδέλφια αυτή την φορά ήρθαν ενωρίτερα και περίμεναν στον δρόμο να φανούν ο συμβολαιογράφος με την παρέα του, που κατέφθασαν με δύο αυτοκίνητα. Το σπίτι αυτό ήταν πιο νοικοκυρεμένο από των Πετραλώνων. Όταν πέρασαν μέσα χωρίς περιστροφές και προλόγους και χωρίς καν να καθίσουν ο συμβολαιογράφος ρώτησε:
-Τι αποφασίσατε
Πήρε τον λόγο ο Γιάννης –Τα αδέλφια μου θα σας που τις δικές τους αποφάσεις και μετά εγώ, μίλα Παύλο.
-Εγώ ξεκίνησε ο Παύλος συμβιβάζομαι να μου δώσεις δύο χιλιάδες λίρες και θα φύγω από το Πειραιά σαν να μην υπήρξα ποτέ, μένει στον Πέτρο να διαλέξει τι θα κρατήσει, τα σπίτια ή τους τεκέδες.
-Αυτοί που βλέπεις είναι φοβητσιάρηδες, εγώ δεν είμαι θέλω στην πάρτι μου τα σπίτια.
-Σειρά σου Γιάννη, είπε ο συμβολαιογράφος
-Εγώ θέλω την ησυχία μου, ποιος μπορεί να μου την εξασφαλίσει; Ρώτησε και τον κοίταξε στα μάτια.
-Εγώ θα στην εξασφαλίσω, δώσε μου το χέρι σου γιατί εσύ είσαι ο πραγματικός άνδρας, εσύ πείρες από την μάνα σου, το έλεγε συχνά ο μακαρίτης. Κράτα τα μαγαζιά είναι απόλυτα νόμιμα, στο γραφείο θα είμαι για ότι χρειαστείς και μην ξεχνάς να υπογράφεις πάντα Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου, οτιδήποτε προκύψει με το Γιάννης Καραγιάνννης  του Λάζου να μου το στέλνεις εμένα. Ο Γεράσιμος θα συνεχίσει με τα αδέλφια σου πάμε εμείς τώρα.
 Φύγανε μαζί ο Γιάννης και συμβολαιογράφος καταλήξανε σε μια ταβέρνα να πιούν ένα κρασί στην καινούργια εποχή που άρχιζε. Ο Γιάννης έμοιαζε να διέγραψε από το νού του τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στο πρώτο ποτήρι κρασί. Θεώρησε οικείο πρόσωπο το συμβολαιογράφο και του ζήτησε υποστήριξη και βοήθεια και συμβουλές ώστε να μην παρανομήσει. Εκείνος υποσχέθηκε να του βρει δύο καλούς και τίμιους συμβούλους, αλλά τόνισε πολλές φορές πως οι αποφάσεις θα είναι αποκλειστικά δικές του, το ίδιο και η ευθύνη για τα αποτελέσματα. Το βράδυ εκείνο ήταν το τελευταίο που είδε ο Γιάννης τα αδέλφια του. Ο Πέτρος έφυγε για να εγκατασταθεί στον Πειραιά, να ελέγχει τα σπίτια του και πριν περάσουν τρείς μήνες βρέθηκε μαχαιρωμένος στην Δραπετσώνα, έξω από το σπίτι που πρωτοκατοίκησε ο Καραγιάννης όταν ήρθε από την Σμύρνη. Ο Παύλος πήρε τα χρήματα και εξαφανίστηκε, δήλωσε στον Γεράσιμο πως θα ζήσει άναρχα και ελεύθερα σαν χίπις, κατευθύνεται προς Μάταλλα της Κρήτης για αρχή και μετά όπου τον βγάλει ο άνεμος.

Συνετός και φρόνιμος ο Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου, πρόσεχε να μην αδικήσει κανέναν άνθρωπο και σε τίποτα. Άκουγε με προσοχή τις συμβουλές εκείνων που του έστειλε ο Συμβολαιογράφος, αλλά ποτέ δεν ενεργούσε παρορμητικά. Σκεφτότανε την κάθε του κίνηση και φρόντιζε να είναι απόλυτα εντάξει με το γράμμα του νόμου. Παρά τις αναταραχές που γνώριζε η Αθήνα τα μαγαζιά του πρόκοβαν και μεγάλωναν. Είχε φτάσει να έχει σαράντα δύο άτομα υπαλλήλους, με τους οποίους είχε σχέση οικογενειακή. Πήγαινε στα σπίτια τους και έτρωγε μαζί τους. δεν χρειάστηκε ποτέ να του ζητήσουν αύξηση επειδή αυτός προλάβαινε πάντα τις ανάγκες τους. Στο σπίτι στην πλατεία Ψειρή είχε εγκατασταθεί μια οικογένεια όταν πέθανε η παραδουλεύτρα και το φρόντιζε σε ότι χρειάζονταν. Δεν παντρεύτηκε επειδή όπως έλεγε δεν προλάβαινε να κάνει οικογένεια, γιατί άνηκε σε μια τόσο μεγάλη με όλους τους υπαλλήλους του. Τον φωνάζανε όλοι ανεξαιρέτως Γιάννη, έλεγε πως μόνο ο πατέρας του ήταν ο κύριος Γιάννης. Τον πρώτο καιρό είχε λίγες δυσκολίες με συναλλαγματικές και επιταγές του πατέρα του αλλά τις έστελνε στον συμβολαιογράφο και εκεί τελείωνε το θέμα.
Όταν η χούντα κατέλαβε την Ελλάδα, του πρότεινε να τον διορίσει δήμαρχο, εκείνος ευγενικά αρνήθηκε. Οι στρατιωτικοί επέμεναν πως τιμούσαν στο πρόσωπο του τον ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον πατέρα του, γι αυτό δεν μπόρεσε να αρνηθεί θέση συμβούλου στην (Συμβουλευτική επιτροπή) την μικρή βουλή όπως την ονόμαζε το καθεστώς ως εκπρόσωπος των εμπόρων. Όταν ήρθε η μεταπολίτευση ο Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου είχε περάσει τα σαράντα του χρόνια, ώριμος κατασταλαγμένος επαγγελματικά επιτυχημένος κοινωνικά καταξιωμένος και είχε όλα τα εχέγγυα για να ασχοληθεί με την πολιτική. Ευγενικά αρνήθηκε στις προτάσεις που του έγιναν και από τότε άλλαξε η τύχη του. εκείνοι που θεωρούσαν τιμή να τον περιλάβουν στα ψηφοδέλτια τους, ανακάλυπταν πως ήταν καταπιεστής του λαού χουντικός συνεργάτης και φίλος των Απριλιανών, του σπάσανε τα μαγαζιά δυο φορές, δεν αντέδρασε και το θέμα έληξε.
Τα επόμενα χρόνια ο Γιάννης είχε μια σταθερότητα εκνευριστική, το προσωπικό ποτέ δεν έκανε απεργίες επειδή δεν είχε λόγους. Επέτρεπε σε διαφόρους κατά καιρούς συνδικαλιστές να κάνουν ομιλίες στα μαγαζιά και στους υπαλλήλους του χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη για την σχέση τους με την εργοδοσία τους. Δεν έκανε προσλήψεις με αγγελίες αλλά κάθε ένας που έπαιρνε σύνταξη έφερνε ή ακόμα έφερνε τον αντικαταστάτη του. Μια αναλαμπή γνώρισε μετά την Αλλαγή, αυτή ήταν και η τελευταία πριν αρχίσει η τελική κατάρρευση. Οι δουλειές λιγόστεψαν, το κέντρο της Αθήνας άλλαζε, δεν προσλάβαινε πλέον προσωπικό στην θέση εκείνων που συνταξιοδοτούνταν. Μάζεψε τους υπαλλήλους και τους εξήγησε πως η επιχείρηση δεν πάει καλά, αν θέλουν κάποιοι να την αναλάβουν για λογαριασμό όλων δεν θα είχε αντίρρηση, αρκεί να τον προσλαβαίνανε και αυτόν υπάλληλο, κανείς δεν ήθελε να το ακούσει, του δήλωσαν την πλήρη υποστήριξη τους όλοι. Αυτό με καινούργιο κουράγιο άρχισε να διαχειρίζεται το τελείωμα των μαγαζιών χωρίς να αδικήσει κανέναν. Όσοι δήλωναν πως θέλουν να φύγουν τους αποζημίωνε και ας μην είχε υποχρέωση. Τα εμπορεύματα λιγόστευαν μαζί με τους υπαλλήλους. Έκλισε το μαγαζί της Αθηνάς και συγχωνεύτηκε στην Ερμού, πουλήθηκε το σπίτι στην πλατεία του Ψειρί, νοίκιασε μια γκαρσονιέρα στα κάτω Πατήσια ο Γιάννης.
Περνώντας τα χρόνια το τετραώροφο μαγαζί κατέληξε να είναι μόνο το ισόγειο, το κρατούσε με πολύ κόπο επειδή χρειάζονταν δύο χρόνια για να συνταξιοδοτηθεί και έκανε κάνει το πωλητή. Το προσωπικό του όλο είχε απολυθεί, είχε αποζημιωθεί χωρίς κανένας να έχει παράπονο, χωρίς κανένας να έχει αδικηθεί. Κάθε μέρα εναλλάξ ερχόντουσαν οι παλιοί του υπάλληλοι και τον βοηθούσαν να κρατήσει το κατάστημα ανοικτό μέχρι να πάρει την σύνταξη του. Εκείνος τους ευγνωμονούσε γι αυτό, του φέρνανε και φαγητό μαγειρεμένο και έκανε κολατσιό. Στο σπίτι του δεν μαγείρευε, δεν ήξερε. Το τελευταίο περιουσιακό στοιχείο ήταν το μισό από το ισόγειο κατάστημα, το πούλησε κι αυτό όταν μια πολυεθνική αγόρασε το όλο το κτήριο. Με τα χρήματα που πήρε εξαγόρασε τα ελλείποντα ένσημα και πήρε την πολυπόθητη σύνταξη. Δεν φανταζότανε πως τότε θα αρχίζανε τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Στα 1995 ήταν συνταξιούχος και υγιής, δεν είχε πάει ποτέ σε γιατρό, δεν φορούσε ούτε γυαλιά, ήταν όμως κουρασμένος και μόνος. Οι παλιοί του υπάλληλοι το δεχόντουσαν στα σπίτια τους συγκαταβατικά και αυτός δεν πήγαινε ποτέ με αδειανά τα χέρια, αλλά η σύνταξη δεν επαρκούσε και σιγά-σιγά μα σταθερά άρχισε να περιορίζει τις επαφές του. Άρχισε να πηγαίνει στην Εκκλησία της γειτονιάς του αλλά πολύ σύντομα σταμάτησε, δεν μπορούσε να προσαρμοστεί και δεν καταλάβαινε τι γινόταν, δικαιολογιόταν. Η αλήθεια είναι πως δεν του περίσσευε χαρτονόμισμα να ρίξει στον δίσκο και τα κέρματα του φαινόντουσαν λίγα. Πήρε την απόφαση να βρει ένα γηροκομείο να τελειώσει εκεί την ζωή του, σκεφτότανε πως έχει την σύνταξη του και την υγεία του άρα μένει μόνο η επιλογή, νόμιζε πως είναι εύκολη υπόθεση.
Πάντα αξιοπρεπής ο Γιάννης επέλεξε ένα ίδρυμα φροντίδας και βοηθείας ηλικιωμένων που είδε να διαφημίζεται και πήγε να ρωτήσει την διαδικασία. Ήταν το πρώτο από πολλά που ακολούθησαν. Έπαιρνε από παντού τις ίδιες ευγενικές απαντήσεις χωρίς να γίνεται δεκτός. Είχε μόνο την σύνταξη του και αυτή δεν ήταν αρκετή για να τον φροντίσουν, στις ενστάσεις του πως είχε πλήρη διαύγεια σκέψεως και υγείας του απαντούσαν, πως είναι προσωρινή και οι γεροί οργανισμοί όταν αρρωστήσουν κάνουν πολύ στο καιρό στο κρεβάτι. Τα έξοδα της κηδείας ήταν ένας άλλος αρνητικός παράγοντας, δεν υπήρχαν συγγενείς ποιός αναλάμβανε μετά τον θάνατο όλες τις διαδικασίες.  Όλα αυτά μέχρι εκείνο το πρωινό που τηλεφώνησαν από το οίκο που βρισκόταν τώρα, χωρίς να τον γνωρίζει και χωρίς να το ζητήσει.
Ήρθε και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν η φωτογραφία του πατέρα του, την οποία και τώρα έβλεπε απέναντι του απορημένος.
Με αυτές τις αναμνήσεις στο μυαλό του σηκώθηκε και αργά άρχισε να ντύνεται, είχε έρθει το μεσημέρι και το στομάχι του διαμαρτυρόταν. Μόλις φόρεσε και το σακάκι κτύπησε την πόρτα Χαρά να του αναγγείλει πως το φαγητό είναι σερβιρισμένο και τον περιμένει η κυρία Μαίρη να φάνε, την ακολούθησε. Στον ίδιο όροφο ήταν μια τραπεζαρία, ένα μεγάλο οβάλ τραπέζι και στην μια άκρη είχε τρία σερβίτσια. Τον υποδέχθηκε η κυρία Μαίρη και τον οδήγησε στην καρέκλα στην κορυφή του τραπεζιού. Πριν καθίσουν έκανε του σύστησε τον Μάρκο «-Είναι ο γιατρός μας, με αυτόν θα πούμε λίγα πράγματα». Κατά την διάρκεια του φαγητού ο γιατρός εξήγησε πως και λόγω ηλικίας ήταν επιβεβλημένες κάποιες εξετάσεις να γίνουν και να φτιαχτεί ο ιατρικός φάκελος του Γιάννη, εκείνος ισχυρίστηκε πως δεν είχε πάει ποτέ σε γιατρό επειδή δεν χρειάζονταν, και ο Μάρκος τον διαβεβαίωσε πως ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να φτιαχτεί αυτός ο φάκελος. Μετά το γεύμα ο γιατρός έφυγε λέγοντας πως την επομένη θα ξεκινούσαν, μείνανε ο Γιάννης με την κυρία Μαίρη να κοιτιούνται ερευνητικά. Πρώτη εκείνη έσπασε την σιωπή
-Γιάννη είμαι πολύ ευτυχισμένη που σε βρήκα, είσαι ο μόνος μου συγγενής και τελείως αναπάντεχα έμαθα για σένα.
-Πως με βρήκες και γιατί με αναζήτησες, το Παύλο έχω να τον δώ πολλά χρόνια. Πως τον γνώρισες; Τι έκανε στη ζωή του;
-Σε μια συνέλευση πριν από λίγες ημέρες έμαθα πως ψάχνεις χρόνια έναν οίκο ευγηρίας και δεν σε δέχονται επειδή είσαι ασύμφορος. Όταν έμαθα πως είσαι ο αδελφός του μακαρίτη του άνδρα μου, δεν δίστασα στιγμή να σε καλέσω, εδώ θα ζήσης όσα χρόνια σου απομένουν χωρίς κανένα πρόβλημα χωρίς καμία ανησυχία, πρέπει να θεωρείς όλο το συγκρότημα δικό σου.
-Μα πως; Την διέκοψε ο Γιάννης
-Δεν έχεις κανέναν δικό σου, δεν έχω και εγώ κανέναν δικό μου, γιατί να μην ζούμε εδώ; Θα σου πω και για τον Παύλο αλλά πάμε να κάτσουμε στο σαλόνι. Αφού έφτασαν στο σαλόνι και κάθισαν η κυρία Μαίρη παρακάλεσε τον Γιάννη να της διηγηθεί μερικά από τα κατορθώματα του πατέρα του στον πόλεμο, εκείνος δάκρυσε από ντροπή, εκείνη το εξέλαβε σαν δάκρυ συγκινήσεως. Ο Γιάννης σκούπισε τα μάτια του και παρακάλεσε την κυρία Μαίρη να αφήσουν για την επομένη το θέμα αυτό και να του πει τι ξέρει για το Παύλο και εκείνη άρχισε να αφηγείται.
-Όταν ο Παύλος πήρε τις λίρες που του άφησε κληρονομιά ο πατέρας σας, ξεκίνησε για την Κρήτη, με προορισμό τα Μάταλλα, δεν έφτασε ποτέ όμως επειδή στο καράβι γνώρισε τον αδελφό μου. Εκείνος ήταν χίπις και τον πλησίασε ο Παύλος για να τον ρωτήσει πως θα ενταχθεί στην κοινότητα των παιδιών των λουλουδιών. Κουβέντα στην κουβέντα έμαθε για τις λίρες ο αδελφός μου και αντί για να ζήσουν ανέμελη ζωή κατέληξαν στο συμπέρασμα να κάνουν Μπίζνες. Με το ίδιο καράβι γύρισαν στον Πειραιά το άλλο πρωί και από εκεί πέρασα μέσω Πάτρας στη Ιταλία, όταν προσπάθησαν να εξαργυρώσουν τις λίρες, ανακάλυψαν πως παραπάνω από τις μισές ήταν κάλπικες. Τους κατεδίωξε η ιταλική αστυνομία και από τότε άρχισαν οι περιπέτειες τους, ο Μάικ ο αδελφός μου και ο Πώλ ο αδελφός σου εξελίχθησαν σε μαφίες. Κονγκό, Μοζαμβίκη, Νότια Αφρική ήταν οι χώρες που πέρασαν πριν έρθουν στην Καλιφόρνια καταζητούμενοι για λαθρεμπόριο διαμαντιών, εκεί άλλαξε το όνομα του κα το έκανε Καρτζών.
Στο σπίτι μας το δέχθηκε η μάνα μου, ο πατέρας μου μας είχε εγκαταλείψει όταν ήμασταν μωρά, έλεγε η μάνα μου, εγώ δεν την πίστευα επειδή συχνά πυκνά κυκλοφορούσε με διαφορετικούς άνδρες. Δεν μου άρεσαν οι δουλειές που σκαρώνανε με το αδελφό μου, μου άρεσε όμως ο Πωλ και γρήγορα έμεινα έγκυος με αυτόν. Χωρίς δισταγμό έκανα έκτρωση σκεπτόμενη πως ήμουν πολύ νέα για να σκλαβωθώ στα καθήκοντα της μάνας. Το μετάνιωσα πολλές φορές αργότερα, όταν μετά τον γάμο με τον Πώλ, είχα τέσσαρες αποβολές.
Πολλές βρωμοδουλειές είχανε ο Μάικ και ο Πώλ, εγώ έπαιρνα λεφτά και τα αποταμίευα κρυφά από αυτούς, ήμουν πεισμένη πως κάποτε θα είχαν δυσκολίες με κακά ξεμπερδέματα. Μια από τις δουλειές του Πώλ εκτός από την διακίνηση χόρτου, ήταν να στήνει και αγώνες πυγμαχίας. Κάποτε τον ανακάλυψαν και το τέλος ήρθε με αυτοκινητικό δυστύχημα. Κυνηγούσαν και μένα κα κατέφυγα στην Ελλάδα και έφτιαξα αυτόν το μαγαζί σκεφτόμενη περισσότερο τα γεράματα μου, εδώ μέσα θεωρώ πως θα είναι αξιοπρεπή και εξασφαλισμένα.
Μιλούσε ο κυρία Μαίρη και δάκρυζε, απέφευγε να δει τον Γιάννη στα μάτια, εκείνος ακουμπισμένος στο μπαστούνι του άκουγε σιωπηλός. Εκείνη συνέχισε:
-Θα θέλεις άραγε να μείνεις εδώ μετά από όσα άκουσες; Εγώ θέλω δεν έχω άλλο άνθρωπο στον κόσμο, μείνε σε παρακαλώ.
-Μαίρη, είπε και σηκώθηκε, -Είμαι κουρασμένος και πολύ συγκινημένος μου χρειάζεται λίγο ανάπαυση να συνεχίσουμε το βραδάκι σε παρακαλώ;
-Ναι Γιάννη θα συνεχίσουμε, θα συνεχίσουμε χαμογέλασε πικρά εκείνη.
Ο Γιάννης κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του, το είχε επισημάνει βγαίνοντας, η Χαρά πάλι παρουσιάστηκε μπροστά του «-Να βοηθήσω σε κάτι;» «-Όχι παιδάκι μου, πως ξεφυτρώνεις όμως παντού; Μπράβο σου». Φόρεσε την πιζάμα του και ξάπλωσε στο κρεβάτι, ένοιωθε κουρασμένος, απογοητευμένος και μετά από όσα άκουσε αηδιασμένος, η φωτογραφία του πατέρα του φαινότανε πάνω από το τραπέζι. Αναστέναξε «-Αχ, τι σπορά έκανες καημένε πατέρα» τον πήρε ο ύπνος.

Έφθασε η ώρα του βραδινού, άλλαξε η βάρδια έφυγε η Χαρά ανέλαβε η Αγάπη, και ο Γιάννης δεν είχε φανεί ακόμα. Διστακτικά κτύπησε την πόρτα η Αγάπη και είδε τον Γιάννη να κοιμάται γαλήνια, πλησίασε να τον ξυπνήσει αλλά αυτός δεν ξυπνούσε, είχε κοιμηθεί για πάντα, άφησε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι χωρίς να ταλαιπωρήσει κανέναν, όπως σε όλη του την ζωή δεν είχε αδικήσει κανέναν.  

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Σε λίγες ημέρες

Σε λίγες ημέρες έρχεται
Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου

Δικαιολογίες


Η σημερινή ανάρτηση είναι η πρώτη που ανεβαίνει από ξένο υπολογιστή. Από την Πέμπτη που πέρασε είμαι αποκλεισμένος διαδικτυακά με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η Ελλιπής ενημέρωση σημαίνει και έλλειψη ερεθισμάτων που απαιτούνται για να δουλεύει ο εγκέφαλος. Ήρθε όμως στην κατάλληλη στιγμή, στην αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής, περίοδο προσευχής, νηστείας, περισυλλογής και μετανοίας. Πέρα από τα καρναβάλια που είναι ειδωλολατρικά κατάλοιπα, στα οποία και εστιάζει ο πολύς κόσμος τα ενδιαφέροντα του, υπάρχει και η Εκκλησία που αυτήν ακριβώς την περίοδο ξεκινά με τον κατανυχτικό εσπερινό της Τυρινής, τον εσπερινό της συγνώμης όλων από όλους, την ετοιμασία για την εβδομάδα των Θείων Παθών και της Αναστάσεως.
Διερωτώμαι, πόσοι πλησιάζουν αυτήν την ημέρα στον Ναό του Κυρίου μας, που σήμερα ντύνεται τα μαύρα; Δυστυχώς ελάχιστοι, ενώ κάποιοι άλλοι πάνε μέχρι το προαύλιο και χαζεύουν τα άρματα που προκλητικά περνούνε και ρυπαίνουν ουσιαστικά και ηχητικά το σύμπαν. Περιμένουν την Μεγάλη Εβδομάδα, για να πάνε στην Εκκλησία, και τότε ακόμα (καθηκόντως), όχι για προσευχηθούν, όχι για να ζήσουν το Θείο δράμα, αλλά γιατί έτσι έμαθαν. Αυτοί είναι χριστιανοί από συνήθεια, είναι ο όχλος εκείνος που εύκολα μεταστρέφει το «Ωσαννά» σε «στραυρωθήτω». Από αυτό το πλήθος υπάρχουν κάποιοι που δεν γνωρίζουν γιατί νηστεύουν, αλλά νηστεύουν, και δικαιολογούνται πως έτσι πρέπει γιατί έτσι έκανε η μάνα τους και η γιαγιά τους, είναι δε και ευκαιρία να χάσουν κανένα κιλό, άλλοι πάλι δεν νηστεύουν δικαιολογούνται πως δεν καταλαβαίνουν γιατί το λάδι δεν τρώγεται ενώ τρώγεται η ελιά. Δεν μπορούν οι αφελείς να καταλάβουν και δεν θέλουν να καταλάβουν το νόημα της νηστείας γι αυτό και δικαιολογούνται έτσι. Άλλοι πάλι θεωρούν πως η Μεγάλη Σαρακοστή ξεκινά με το πέταγμα του αετού και τα κούλουμα και καταναλώνουν τόσα θαλασσινά που καταλήγουν στα νοσοκομεία, άλλοι πάλι νομίζουν πως Μεγάλη Σαρακοστή λέγεται επειδή διαβάζονται οι Χαιρετισμοί στην Παναγία, αγνοούν πως αυτοί οι 24 οίκοι όσα και τα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου διαβάζονται όλο το χρόνο στο απόδειπνο. Θα μπορούσα να γράφω όρες για το θέμα αλλά δεν είναι το κατάλληλο βήμα εδώ και σταματώ.


Κύριε, καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῶς.

Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοὶ τῶ σῶ δούλω.

Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Υποδουλώνεται η Ελλάδα

Οι χαρές που προσφέρει η ζωή είναι ποικίλες. Ένα είδος από αυτές τις χαρές είναι και η αντάμωση φίλων και γνωστών που έχει να δει κανείς αρκετά χρόνια. Η επικοινωνία που επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο κατέχει ένα σημαντικό μερίδιο στην επανασύνδεση και στην αναθέρμανση των ανθρωπίνων σχέσεων. Έχουμε για παράδειγμα τις συναντήσεις που πραγματοποιούν οι συμπατριώτες μου εξ Αιγύπτου στην Αθήνα στις, οποίες και εγώ νοητά συμμετέχω, αλλά ακόμα και στην μακρινή Αυστραλία.

Μια τέτοια συνάντηση είχα εδώ στις Απεζανές πάνω στα Αστερούσια όροι με δύο αγαπητούς φίλους από τα παλιά που ντρέπομαι να το πω, δεν τους αναγνώρισα. Βέβαια τότε ήταν παιδιά και σήμερα ολόκληροι άνδρες που πιάνουν την πέτρα και την στύβουν (που λέει ο λόγος), δεν είναι Αιγυπτιώτες μην τους αναζητήσετε.
Προσπάθησα ανεπιτυχώς να δικαιολογηθώ για όλη την γενιά μας, την λεγόμενη του πολυτεχνείου, για όσα κακά βιώνουμε σήμερα.
Πότε θα μάθουμε επιτέλους να αφήσουμε τόπο στους νεώτερους;
Πότε θα έχουν την ευκαιρία να δράσουν;
Μέχρι πότε θα μας ανέχονται;
Θα αναλογιστούμε άραγε πως δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε αυτές τις ταχύτητες με τις οποίες αλλάζει ο κόσμος;
Σπρώχνοντας τους νέους μας στο εξωτερικό, παραδίνουμε το εσωτερικό (την Ελλάδα μας) σε ξένους και μην βιαστούν κάποιοι να ονομάσουν όλη την Ευρώπη Εσωτερικό.
Ερωτήματα που βασανίζουν χρόνια και τα συζητάω πολλές φορές, ας ελπίσουμε κάποτε να αλλάξουν κάποιες καταστάσεις γιατί αυτές που εγώ γνωρίζω δεν είναι ενθαρρυντικές. Μαθαίνω πως στο κέντρο της Αθήνας γκετοποιείται, επικρατούν πληθυσμιακά και φτάσανε πανελλήνια τα δύο εκατομμύρια άτομα οι λαθραίοι μετανάστες, (άλλο είναι ο οικονομικός πρόσφυγας), και μοιάζει με ανατολίτικη πόλη στην βρωμιά την φτώχια και την εγκληματικότητα. Αυτό που έχω προσωπική αντίληψη είναι πως και σε πολλά χωριά εγκαταβιώνουν περισσότεροι ξένοι από Έλληνες και αυτό είναι το ανησυχητικό.
Υποδουλώνεται η Ελλάδα και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι επειδή τα μεγάλα κάστρα πέφτουν πάντα από μέσα.

λέει ο Manoli Dimitri Sporgitas

Αντιγράφω απο τον φίλο μου:
Manoli Dimitri Sporgitas


Μην φοβάσαι τους εχθρούς σου, στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να σε σκοτώσουν. Μην φοβάσαι τους φίλους σου, στην χειρότερη περίπτωση μπορεί να σε προδώσουν. Να φοβάσαι τους Αδιάφορους. Αυτοί δεν σκοτώνουν, ούτε προδίδουν... όμως, με την σιωπηρή συμφωνία τους, κάθε μέρα γίνονται στον κόσμο και Προδοσίες και Εγκλήματα.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Ο Άνθιμος και ο Χασάν


Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται για την Κρητική σημαία και για ανεξαρτησία της Κρήτης, και γράφονται ανοησίες που μοναδικό σκοπό έχουν να χωρίσουν για άλλη μια φορά τους Ρωμιούς και να τους βάλουν να τσακώνονται μεταξύ τους, κυκλοφορεί και η σημαία της ανεξαρτησίας και οι υπάρχουν και αφελείς που την υποστηρίζουν χωρίς να αντιλαμβάνονται πως ο σχεδιασμός της παραδίδει το ένα τέταρτο του νησιού στους Τούρκους και τα υπόλοιπα τρία στη ευρωπαίους σταυροφόρους.
Έβλεπα χθες μια γνωστή ταινία μιούζικαλ του Δαλιανίδη, «Οι θαλασσιές οι χάντρες», από την εποχή του ενδόξου θα έλεγα Ελληνικού κινηματογράφου, υπερπαραγωγή για την εποχή της. Στους χαρακτήρες που παρελαύνουν είναι και ο Αμερικάνος μπίζνεσμαν που αφού δεν μπορεί να αγοράσει την Ακρόπολη, βρίσκει τρόπο να οικονομάει βάζοντας τους λαϊκούς ήρωες να κτυπιούνται και να φιλιώνουν. Αυτό γίνεται σήμερα πραγματικότητα, το έχει ξαναζήσει ο τόπος μας πολλές φορές αλλά μυαλό δεν έβαλε. (και ούτε πρόκειται). Αφελείς και καλοπροαίρετοι οι Έλληνες διαθέτουν  φιλότιμο μια λέξη που όμοια της δεν υπάρχει σε καμιά γλώσσα στον κόσμο. Η ιστορία που θα διαβάστε παρακάτω είναι πέρα για πέρα αληθινή, και αποδεικνύει πως μπορεί να μην υπάρχει στο λεξιλόγιο άλλων γλωσσών υπάρχει όμως στην καρδιά κάποιων απλοϊκών ανθρώπων και είναι ανεξάρτητη από φυλή και θρησκεία. Ο αφηγητής έχει ταξιδέψει για τον άλλο κόσμο πριν από δεκαπέντε χρόνια και ήταν ηλικιωμένος.
Η εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας είναι στα τέλη του δεκάτου ενάτου αρχές του εικοστού αιώνα, μια εποχή ανακατατάξεων και βαλκανικών πολέμων και λίγο πριν την Μικρασιατική εκστρατεία. Στην Κρήτη υπήρχαν και χωριά αμιγώς τούρκικα, τα κατοικούσαν οι λεγόμενοι τουρκοκρητικοί, κατάλοιπο της τουρκοκρατίας. Γνώρισα απογόνους τέτοιων όταν ταξίδευα στην Πόλη, που με νοσταλγία θέλανε να επισκεφτούν τα σπίτια των πατέρων τους, ανάλογη με αυτή των Μικρασιατών που θέλουν να κάνουν προσκύνημα στις αλησμόνητες πατρίδες στην άλλη άκρη του Αιγαίου.
Ένα τέτοιο χωριό ήταν δίπλα στο μεγάλο μοναστήρι, που ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να είναι ένα από τα μεγαλύτερα του νησιού. Το μοναστήρι είχε και μετόχια στο Αϊδίνη   και οι καλόγηροι στέλνανε επιστάτες και διαχειριστές με ετήσια θητεία. Ένας από τους μοναχούς που πήγαινε και ερχότανε στο Μετόχι ήταν και ο Παπά Άνθιμος. Νεαρός ιερωμένος ορεξάτος και δυνατός ήταν το καμάρι της Μονής, διαλεκτικός και ευπροσήγορος συνάμα και διπλωμάτης. Η Οθωμανική αυτοκρατορία  ο μεγάλος ασθενής όπως την λέγανε τελείωνε και οι υπήκοοι της όπου βρισκόταν υπέφεραν. Έτσι και στο τουρκοχώρι της ιστορίας μας, οι μουσουλμάνοι γινόντουσαν συχνά στόχος επιθέσεων από τους γείτονες τους. Πάλευαν να γυρίσουν στη πατρίδα τους, αλλά δεν το κατάφερναν πάντα. Βρίσκανε καταφύγιο και προστασία στο γειτονικό μοναστήρι, εκεί περίσσευε πάντα ένα κομμάτι ψωμί και πολλές φορές και μεροκάματο για τους ταλαίπωρους τουρκοκρητικούς. (κάνω μια παρένθεση εδώ, για να παρομοιάσω, όσο ο λόγος το επιτρέπει, με την σημερινή Κύπρο, που ζούσαν αρμονικά Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, μέχρι που αποφάσισαν κάποιοι να τους σώσουν, κλείνω την παρένθεση). 
Μια φορά από τις πολλές ήρθε στο Μοναστήρι, κλαίγοντας καβάλα στο άλογο και τραβώντας δυο βόδια ο Χασάν, ένα παλικάρι γύρω στα είκοσι, ο ηγούμενος έλειπε και ο Παπάνθιμος υπηρετούσε κελαρίτης,  υπεύθυνος για το μαγειρείο και φαγώσιμα, τον δέχθηκε και τον έκρυψε. Σε λίγο κατέφθασαν από το άλλο χωριό καμιά δεκαριά οπλισμένοι άνθρωποι με τον δραγάτη, (αστυνομικό όργανο της εποχής). Ψύχραιμα ο Παπάνθιμος τους δέχθηκε και τους κέρασε, ζητώντας να μάθει το λόγο που ήρθαν οπλισμένοι και με τον Δραγάτη μέσα στο Μοναστήρι, ο ηγούμενος έλειπε και αυτός τον εκπροσωπούσε. Του είπαν πως ένας τουρκόσπορος έκλεψε ένα ζευγάρι βόδια και ερχόταν κατά εδώ και εάν περάσει να έχει το νου του να τον παραδώσει. Ο καλόγερος υποσχέθηκε πως θα το κάνει και όταν έφυγαν βρήκε τον Χασάν να εξηγηθεί.
Ο Μουσουλμάνος του είπε πως τα βόδια ήταν του πατέρα του, και του τα πήραν και αυτός πήγε και τα πήρε πίσω. Ήταν τόσο πειστικός φαίνεται, που ο Άνθιμος τον πίστεψε και επειδή δεν ήταν δυνατόν να τον κρύβει για πολύ και ακόμα δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε ερχόμενος ο ηγούμενος, αγόρασε τα βόδια για λογαριασμό του Μοναστηριού και παρήγγειλε του Χασάν να φύγει από την περιοχή το ίδιο βράδυ, του έδωσε και όσα εφόδια μπορούσε και εκείνος ευγνώμων έσκυψε να του φυλήσει το χέρι όπως εκφράζουν οι μουσουλμάνοι την ευγνωμοσύνη τους. από τότε χάθηκε ο Χασάν από την περιοχή, πέρασε στην Μικρά Ασία και πήγε να καταταγεί στον τούρκικο στρατό του Κεμάλ που τότε δημιουργούταν. Οι γονείς του δεν μπόρεσαν αν ζήσουν μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών και πεθάνανε στην Κρήτη.
Όταν έγινε η Μικρασιατική εκστρατεία ο Παπά Άνθιμος κλήθηκε να καταταγεί ως στρατιωτικός Ιερέας και εκείνος πρόθυμα παρουσιάστηκε. Γνώστης της γλώσσας και της περιοχής θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος. Τι έτρεξε και πως κατέληξε αιχμάλωτος ο Παπά Άνθιμος δεν γνωρίζω, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πως κατέληξε δέσμιος σε μια φυλακή στα Άδανα.
Είναι γνωστό πως οι φυλακές δεν είναι τόπος παραθερισμού, πόσο μάλλον οι τούρκικες που έχουν και κακό όνομα, σκέτα κολαστήρια. Μαζί με άλλους επτά ήταν δεμένος στην ίδια αλυσίδα ο Άνθιμος. Σωματικά ταλαιπωρημένος πνευματικά νηφάλιος περίμενε το τέλος του, και την συνάντηση με τον Θεό τον Δημιουργό του κόσμου. Έψελνε με όση δύναμη διέθετε το τροπάριο που σε λίγες ημέρες θα επαναλαμβάνουμε συνεχώς όλοι οι Χριστιανοί, «Κύριε των δυνάμεων, μεθ ημών γενού». Οι φύλακες όποτε αυτός άρχιζε να ψάλει άρχιζαν να τον κτυπούν. Μετά από δεκαπέντε ημέρες στην φυλακή αυτή, ήρθε για επιθεώρηση ένας τούρκος αξιωματικός. Μόλις κατέβηκε στα υπόγεια που ήταν τα κελιά, ο παπά Άνθιμος άρχισε να ψάλει «Κύριε των Δυνάμεων», ο αξιωματικός κατευθύνθηκε προς τα εκεί, ο φύλακας του προμήθευσε ένα κουρμπάτσι (μαστίγιο), εκείνος το πήρε και το πέταξε μακριά.
-Άνοιξε την πόρτα. Διέταξε. Βγάλε τον παπά και φέρε τον ήσυχα στο γραφείο. Ο φύλακας έκανε ότι τον διέταξε ο αξιωματικός. Τραβώντας έφερε μέχρι το γραφείο  και παρουσίασε τον παπάΆνθιμο. Εκείνος ταλαίπωρος από την αιχμαλωσία και από το ξύλο τόσων ημερών με το ζόρι κρατιόταν μα μην σωριαστεί κάτω. Μόλις μπήκε ο αξιωματικός του έδειξε μια καρέκλα και του είπε να κάτσει, αμέσως μετά διέταξε τον φύλακα να φέρει νερό και καλό φαγητό για τον κρατούμενο.
Ο Παπάνθιμος κοιτούσε απορημένος και ο αξιωματικός του μίλησε ελληνικά.
-Δεν με θυμάσαι φαίνεται; ή δεν με γνώρισες; Είμαι ο Χασάν. Εγώ σε γνώρισα.
-Ναι είσαι εσύ ο Χασάν; Δεν νομίζω εκείνος ήταν καλό παιδί.
-Και εξακολουθεί να είναι, άσχετα αν ο πόλεμος μας κάνει απάνθρωπους, σήμερα θα φάς και θα σε ελευθερώσω αμέσως μετά. Στο χρωστάω γιατί και εσύ κάποτε έκανες το ίδιο για μένα.
-Δεν ζήτησα κάτι τέτοιο, θέλω η τύχη μου να είναι ίδια με τους άλλους επτά που είμαστε δεμένοι στην ίδια αλυσίδα.
-Ναι παπά, θα είναι ίδια, θα ελευθερώσω και εκείνους, δεν είμαι αχάριστος, δεν ξεχνώ πως είμαι κρητικός, μουσουλμάνος είμαι αλλά είμαι και κρητικός, μόνο μην λές τίποτα μέχρι το βράδυ.
Αφού έφαγε και ήπιε το νερό που του έδωσε ο φύλακας επέστρεψε στο κελί μαζί με τους άλλους. Ο αξιωματικός Χασάν παρήγγειλε να πλυθούν οι κρατούμενοι αυτού του κελιού γιατί το βράδυ θα τους έπαιρνε από εκεί για αλλού. Και πράγματι προτού νυχτώσει ήρθε ένα κάρο και τους φόρτωσε, πλυμένους όπως αρμόζει σε εκείνους που πηγαίνανε για εκτέλεση. Ο Χασάν ήταν έφιππος δίπλα στο κάρο. Δύο μέρες πορεία χρειάστηκαν για να δούνε θάλασσα, και όταν φτάσανε τους έλυσε τις αλυσίδες, έσκυψε και φύλησε το χέρι του Παπά και πλήρωσε τον καϊκτσή για να τους περάσει στην Κύπρο.
Στα 1925 Παρασκευή της διακαινησίμου, έφτασε ο Παπά Άνθιμος στο μοναστήρι του, ήταν αγνώριστος. Τον είχε σωματικά καταβάλει η αιχμαλωσία, πνευματικά ήταν ακμαίος, μόλις μπήκε στην Εκκλησία άρχισε να ψάλει «Κύριε των δυνάμεων» και τον αποπήραν οι άλλοι καλόγηροι.
-Πάσχα έχομε Χριστός Ανέστη να λές.
Εκείνος απτόητος συνέχισε να ψάλει Κύριε των δυνάμεων, και σε κάθε ευκαιρία το επαναλάμβανε. Έζησε πολλά χρόνια ακόμα, έγινε και ηγούμενος της Μονής κοιμήθηκε λίγο πριν την δικτατορία του Μεταξά.       
      

Οι απαιτήσεις


Είμαι παλιός χρήστης των υπολογιστών και θυμάμαι όταν παίρναμε ένα πρόγραμμα ή ένα παιχνίδι, η πρώτη δουλειά ήταν να κοιτάξουμε τις ελάχιστες απαιτήσεις του. τότε γράφανε υποχρεωτικά όλα τα ψηφιακά προϊόντα τις ελάχιστες απαιτήσεις, σήμερα αναγράφουν με τι είναι συμβατά, λαμβάνοντας ως δεδομένο πως όλοι οι υπολογιστές έχουν τις ίδιες δυνατότητες.
Αυτά σαν πρόλογος για συνεχίσω την χθεσινή ανάρτηση με αφορμή τα σχόλια για τις αποστάσεις. Αν σκεφτούμε το θέμα ρεαλιστικά θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχουν μακριά και κοντά. Αν η απόσταση από την άσφαλτο είναι 4,5 χιλιόμετρα και το χωριό από εκεί επτά, συνολικά μέχρι το νοσοκομείο που μας ενδιαφέρει είναι 60 περίπου ή μιας ώρας ταξίδι με το αυτοκίνητο. Στην Σάμο που από την πόρτα του Κουρουντερέ είναι η άσφαλτος η απόσταση από το συγκεκριμένο νοσοκομείο είναι τουλάχιστον μιας ημέρας ταξίδι με προγραμματισμό αν έχει πτήση το αεροπλάνο, γιατί εάν μιλήσουμε για καράβι, χρειάζονταν τρείς ημέρες. Άρα πότε ήμουν μακριά και πότε κοντά. Έτσι και εδώ αν το αναγάγουμε στην ψηφιακή ορολογία δεν ζητάμε ελάχιστες απαιτήσεις αλλά πόσο συμβατοί «συμβιβαστικοί» μπορούμε να γίνουμε. Θυμάμαι κάποιο πρωινό μετά το πότισμα χάζευα στην θάλασσα και αναρωτήθηκα, «-Άρα που βρίσκομαι;» και μόνος μου έδωσα την απάντηση «-Στην μέση του πουθενά;».
Όλοι οι άνθρωποι όπου και αν βρίσκονται ή κατοικούν είναι κοντά και μακριά από κάτι. Το ζητούμενο στην ουσία είναι που είναι το κέντρο. Εάν έχουμε για κέντρο τον Χριστό μας, και εμείς βρισκόμαστε στις ακτίνες Του, είμαστε όλοι κοντά. Εάν έχουμε άλλα κέντρα, πελαγοδρομούμε.
Ο απαιτητικός άνθρωπος είναι δύσκολος και ενοχλητικός. Πως καταντάει κανείς απαιτητικός; Είναι ένα θέμα που χρειάζεται να ασχοληθούμε μαζί του.
Η απαιτητικότητα είναι ένα ελάττωμα για το οποίο την κυρία ευθύνη φέρουν οι γονείς. Κάνοντας τα χατίρια στα παιδιά τους, τους διαμορφώνουν έτσι τον χαρακτήρα που να θεωρούν δεδομένο ότι μπορούν να έχουν ότι θελήσουν. Αυτό ξεκινά ακόμα από την βρεφική ηλικία. Μιλούν σιγά να μην ξυπνήσει το μωρό και το μωρό μαθαίνει να απαιτεί ησυχία για να κοιμηθεί, είναι ένα μεγάλο λάθος ανατροφής. Πρέπει να μάθει κοιμάται με τους συνηθισμένους ήχους και θορύβους του σπιτιού. Μόλις το παιδί κλάψει τρέχει η μάνα του ενώ διακρίνεται άνετα πιο κλάμα είναι αληθινό και ποιο είναι για να μας τραβήξει την προσοχή, έχει απαίτηση το μωρό και ο μεγάλος συμβιβάζεται.
Λίγο αργότερα δεν του αρέσει κάποιο φαγητό και αγωνιά η μάνα. Μην αγωνιάς μόλις πεινάσει θα φάει ό,τι βρεθεί. Μεγαλώνοντας μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις του για τσάντα, για μολύβια, για φροντιστήρια για εκδρομές και εξόδους με τους φίλους και ο γονιός έχει υποταγεί στο θέλημα του παιδιού κάνοντας του τα χατίρια και χαλώντας του τον χαρακτήρα. Κάποια στιγμή που απαιτεί από την κοινωνία τα χατίρια «τρώει την μούρη του» κατά το δη λεγόμενο και τον απομονώνουν οι άλλοι μέχρι να συμβιβαστεί.
Ἐκ τοῦ ὡρὰν τὸ ἐρᾶν καί τοῦ ἐρᾶν τὸ ἐπιθυμεῖν
λέγανε οι πατέρες της ερήμου.
Αν δεν δεις κάτι δεν το αγαπάς και άμα δεν το αγαπάς δεν το επιθυμείς. Αυτό έπαθα και εγώ με το διαδίκτυο. Είχα στην Σάμο δυνατότητες λόγο της καλής συνδέσεως που διέθετα και απλώθηκα και άπλωσα και το δίκτυο μου, εδώ που δεν έχω αυτές τις δυνατότητες πρέπει να μαζέψω το δίκτυο στις υπάρχουσες δυνατότητες, δεν είναι παράπονο είναι προσαρμογή σε μια νέα πραγματικότητα. Αν δεν το είχα δει, δεν θα το επιθυμούσα. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι οι άνθρωποι πως δεν υπάρχει  στην ζωή μας τίποτα δεδομένο και αυτονόητα πραγματοποιήσιμο, όλα έχουν το τίμημα τους. 

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Μήπως βιάζομαι;





Όχι δεν βιάζομαι, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ για μας κάθε μέρα, αυτός πρέπει να είναι ο χαιρετισμός των Χριστιανών όταν συναντιούνται.   


Περιορισμός απαιτήσεων.


Είναι λίγος καιρός που ο Πυθαγόρας υπολειτουργεί, ζητώ συγνώμη από τους αναγνώστες του κα θα εξηγήσω τους λόγους.
Πρώτα όμως θα ευχαριστήσω όλους εκείνους που ανησυχούν για την υγεία μου και επικοινωνούν τηλεφωνικά όποτε δεν βλέπουν νέα ανάρτηση και να τους βεβαιώσω πως τα αισθήματα αγάπης είναι αμοιβαία προς τον καθέναν χωριστά.
Εδώ που κατοικώ δεν υπάρχει εύκολη ή οικονομική δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο, χαρακτηριστικά αναφέρω πως ο ασφαλτόδρομος απέχει 4,5 χιλιόμετρα και από εκεί επτά το επόμενο χωριό. Πειραματίστηκα με την ασύρματη σύνδεση, αλλά είχε συχνές διακοπές στο σήμα και ανεξέλεγκτες αυξομειώσεις στην ταχύτητα και την εγκατέλειψα. Ως μοναδική εναλλακτική λύση κατέληξα στην δορυφορική σύνδεση. Επέλεξα ένα πρόγραμμα σύνδεσης με ογκοχρέωση 9GB, αξίας 50 Ευρώ μηνιαίως. Πίστευα πως είναι αρκετά τα 9 GB, αλλά δεν είναι. Η πολιτική της εταιρίας είναι η ακόλουθη, μοιράζει το όγκο σε εβδομαδιαία μερίδια και μόλις τον υπερβεί ο καταναλωτής, διακόπτει την παροχή για μία εβδομάδα. Με την δικαιολογία  πως η παραπάνω κατανάλωση επιβραδύνει τους άλλους συνδεδεμένους στον δορυφόρο. Δεν μπόρεσα να αντιληφθώ την επιβράδυνση, αφού το σήμα εκπέμπεται στον αέρα και η σύλληψη γίνεται από χωριστές κεραίες συλλέκτες, πως επηρεάζεται η μία από την άλλη. Επικοινώνησα με την εταιρία για διευκρινήσεις, έτσι έμαθα για την πολιτική της, έμαθα επίσης πως αν χρεωθώ 12 ευρώ θα μου παραχωρήσουν μισό GB ακόμα το δέχθηκα φυσικά και δεν επιβραδύνονται τώρα οι άλλοι χρήστες. (που λέει ο λόγος). Γρήγορα τελείωσαν και αυτά και δεν σκέφτηκα καθόλου να δώσω άλλα 12 Ευρώ, για να μην επιβραδύνονται οι άλλοι χρήστες, συλλογίστηκα όμως τρόπους για να ανταπεξέλθω στο πρόβλημα αυτό.
Διέγραψα ένα αριθμό φίλων από το FaceBook, αποκλειστικά κρητικούς οι οποίοι μπορούν να έρθουν να με επισκεφτούν, θα διαγράψω ενδεχομένως και άλλους αφήνοντας μόνον τους συμπατριώτες από την Αίγυπτο με τους οποίους είναι και ο μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας μετά από σαράντα και βάλε χρόνια. Ο όγκος της κατανάλωσης θα το δείξει. Λυπάμαι γι αυτό αλλά είναι επιβεβλημένο.
Δεύτερο μέτρο Θα περιοριστούν οι συνδέσεις του Blog με το FaceBook και με τον καιρό θα καταργηθούν τελείως, οι αγαπητοί αναγνώστες ας επισκέπτονται τον Πυθαγόρα στην βάση του. 
Τρίτον θα περιορίσω τις αναρτήσεις, επειδή δεν μπορώ να περιορίσω την περιήγηση μου σε όλους του ιστότοπους και ιστόχωρους που έχω επαφές.
Τέταρτον και τελευταίον, δεν πρόκειται να βάλω στον Πυθαγόρα διαφημίσεις, αυτό είναι απόφαση τελεσίδικη.
Λυπάμαι που θα στεναχωρηθούν κάποιοι αλλά είναι ένας τρόπος να μην κλείσει τελείως άδοξα αυτό το βήμα που ξεκίνησε χάριν αστειότητας, θα κλείσει κάποτε, είναι βέβαιο, αλλά καλό θα είναι κλείσει χαμογελώντας και όχι εξαναγκαστικά.