Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Χειραφέτηση στα χρόνια τα φοιτητικά




Χειραφέτηση
Με την πάροδο του χρόνου η αυλή αρχίζει να γίνεται ελκυστική, εξελίσσεται σε κήπο και περβολάκι, την θέα του οποίου απολαμβάνω πίνοντας τον απογευματινό καφέ, δεν συγκρίνεται καθόλου με το μπαλκονάκι της Σάμου αλλά έχει την δική της χάρη. Αυτά σκεπτόμουνα σε συνδυασμό με το κυρίαρχο θέμα της ημέρας, την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ανωτάτων σχολών, αφαιρέθηκα, όταν ο κτύπος του τηλεφώνου με προσγείωσε απότομα.
Πληροφορήθηκα πως η Σάμος έχει την στην πτώση των βάσεων με 3600 μόρια και βάλε. Δεν τα καλοκαταλαβαίνω αυτές τις μετρήσεις, ούτε τις πολλαπλές επιλογές των υποψηφίων φοιτητών, απλά όμως αναλογίζομαι κάποιες καταστάσεις πρόσφατες.
Στο μπαλκονάκι του Κουρουντερέ είχε έρθει κάποιος να τον κεράσω επειδή τότε είχε χρόνο, μέχρι να φύγει το καράβι που θα τον μετέφερε στην Θεσσαλονίκη για να πάει από εκεί στη Δράμα, είχε έρθει με αυτοκίνητο. Μου ανέφερε πως ήρθε μέχρι την Σάμο να γράψει το παιδί του στο πανεπιστήμιο και στην σχολή που είχε περάσει, όταν το ρώτησα γιατί δεν ήρθε ο ίδιος ο φοιτητής να γραφτεί και να κανονίσει τα της διαμονής του στο νησί, μου απήντησε πως είναι ακόμα παιδί. Βέβαια  είναι περιττή κάθε σοβαρή συζήτηση μετά από αυτήν την αντίληψη. Αυτήν την χρόνιά εδώ πάνω στα Αστερούσια όρη δεν θα κάνω τέτοιου είδους συζητήσεις και έτσι σκέφτηκα να γράψω λίγα πράγματα εδώ.
Στην υπέρ προστασία θα αναφερθώ άλλη μια φορά, απευθυνόμενους στους γονείς, αφού κυρίως αυτοί είναι οι αναγνώστες μου, αλλά και σε όσους νέους έχουν το κουράγιο να δουν κατάματα την αλήθεια.
Ο νέος ή η νέα που πέρασε στην ανώτατη σχολή, έχει οπωσδήποτε τελειώσει το Λύκειο και άρα είναι δεκαοκτώ χρονών, με δικαίωμα ψήφου. Είναι δηλαδή ώριμο και υπεύθυνο άτομο, γι αυτό και η Πολιτεία τον ονόμασε ακαδημαϊκό πολίτη.  Η είσοδος του στο πανεπιστήμιο του δίνει ίσως για πρώτη φορά την δυνατότητα αλλά και την ευκαιρία να ζήσει μακριά από την πατρική στέγη. Οι φοιτητικές εστίες δεν επαρκούν για όλους, έτσι στήνεται μια μεγάλη επιχείρηση για την στέγαση των παιδιών. Και αρχίζουν οι αγωνίες των γονέων, τρέχουν να βρουν που θα στεγαστεί το παιδί τους και να του εξασφαλίσουν το καλλίτερο δυνατόν, στερώντας του άλλη μια φορά το δικαίωμα να διαχειριστεί την ζωή του. Αναλαμβάνουν τα έξοδα και την συντήρηση του νέου νοικοκυριού που προστίθεται στον οικογενειακό προγραμματισμό αρκούμενοι μόνο να φέρνει καλούς βαθμούς. Είναι λάθος.
Το παιδί σε αυτήν την ηλικία έχει πάψει να είναι παιδί. Είναι ενήλικο άτομο με ολοκληρωμένη προσωπικότητα που πρέπει να αντιλαμβάνεται τις υποχρεώσεις του. Πολλά παιδιά βρίσκουν την ευκαιρία να χειραφετηθούν (όπως νομίζουν), αλλά απατώνται. Χειραφέτηση δεν σημαίνει πως επειδή είμαι μακριά από το πατρικό σπίτι κάνω ότι θέλω. Δεν μπορεί κανείς να είναι χειραφετημένος και οικονομικά εξαρτώμενος από τους γονιούς του. Ο φοιτητής ή φοιτήτρια πρέπει να αρχίσει να οργανώνει την ζωή του μεθοδικά, κοιτάζοντας παράλληλα με τις σπουδές και την οικονομική τους αυτοτέλεια. Σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, δίνονται και υποτροφίες στους καλούς φοιτητές, αλλά και ευκαιρίες για δουλειά μέσα στα ίδια τα ιδρύματα, εδώ στερούμε ακόμα αλλά με το νέο πανεπιστήμιο που εξαγγέλθηκε και υπερψηφίστηκε αισιοδοξώ. Ακόμα δεν επιτρέπεται σε μια σχολή τετραετούς φοιτήσεως να υπάρχουν φοιτητές δέκα χρονών και βάλε. Αυτό δείχνει την ανωριμότητα του ανθρώπου.
Εγείρεται το ερώτημα, «-Να το αφήσω το παιδί μου έτσι;» και η απάντηση είναι τόσο απλή για όσους θέλουν να την καταλάβουν. «-Όταν το παιδί είναι μικρό ο γονιός πάει μπροστά και το παιδί ακολουθεί, όταν μεγαλώσει στέκεται πλάι του και βοηθάει όποτε του ζητηθεί».
Μια άλλη παράμετρος είναι αυτή της ποικιλίας των σχολών. Άκουσα παράπονο στο τηλέφωνο, «-πέσανε οι βάσεις εφέτος ενώ πέρυσι η εγγονή  μου πέρασε με την αξία της».  Καμαρώνει η γιαγιά για το βλαστάρι της και θεωρείται περίπου αυτονόητο. Δεν εξετάζουμε σε ποια σχολή και με ποια επιλογή πέρασε αρκεί που πέρασε το παιδί στο πανεπιστήμιο. Πρέπει να αναρωτηθούμε κάποια φορά, πόσες σχολές και τμήματα γίνανε για ψηφοθηρικούς λόγους, ή ακόμα για να ενισχύσουν οικονομικά κάποιες επαρχίες. Παραπονιόμαστε ακόμα και για κάποια στρατόπεδα που κλείνουν αφού δεν έχουν λόγο ύπαρξης και αυτά γίνανε για τον ίδιο λόγο, να δώσει τι κράτος οικονομικά οφέλη σε συγκεκριμένες περιοχές. Άραγε οι απόφοιτοι αυτών των σχολών θα βρουν εργασία; Πόσοι από αυτούς θα προστεθούν στους καταλόγους των πτυχιούχων ανέργων; Ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς δεν θα δουλέψουν καθόλου για όσο καιρό θα ζει ο γονιός τους, επειδή και ως φοιτητές δεν δούλεψαν.
Μοιάζει να είναι απαισιόδοξο το μήνυμα δεν έχω αυτήν την πρόθεση, καλά τα πτυχία αλλά δεν εξασφαλίζουν την προκοπή. Ας θυμηθούμε τη κινέζικη παροιμία που λέει «πως αντί να σου δώσω το ψάρι να φάς θα σε μάθω να ψαρεύεις».
    

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Ο Βλάσσης ο φονιάς


Αυτές τις ημέρες με αφορμή το φονικό που έγινε στην Νορβηγία, διάβασα για το κελί που θα φιλοξενήσει τον αίτιο θανάτου παραπάνω από ογδόντα ανθρώπων. Προσέχω με πόση προσοχή είναι διατυπωμένος ο λόγος σε αυτό το θέμα. Το κελί του λοιπόν θα έχει άσπρους και κίτρινους τοίχους, θα διαθέτει εκτός από το κρεβάτι γραφείο ψυγείο και τηλεόραση, ακόμα από το παράθυρο, που δεν θα έχει κάγκελα, δεν θα φαίνεται ο μαντρότοιχος ύψους τεσσάρων μέτρων, αλλά μόνο ουρανός για να μην ταραχθεί, λέει, ο ψυχικός κόσμος του φονιά, ο οποίος θα επιστρέψει στη κοινωνία το αργότερο σε είκοσι ένα χρόνια.
Πόσο διαφορετική νοοτροπία και αντιμετώπιση του εγκληματία από μια κοινωνία σε άλλη, αν ήταν στο Αφγανιστάν στο Ιράν θα τον αποκεφάλιζαν, αν ήταν όμως εδώ στην Ελλάδα τι θα γινόταν; Ασφαλώς δεν μπορώ να δώσω απάντηση, αλλά είναι η ευκαιρία να θυμηθούμε πως και γιατί έκλεισε η φυλακή των Τρικάλων.
Στην εποχή μας ονομάσαμε τις φυλακές Σωφρονιστικά καταστήματα, αν θέλει κάποιος να είναι ακριβολόγος, φυλακή θα ονόμαζε την διάρκεια υπηρεσίας του φύλακα (την βάρδια στην σκοπιά του), αυτό επεκράτησε να λέμε φυλακή είναι το δεσμωτήριο ή το κάτεργο στα καράβια, το γνωστό ως (Μπαλαούρο). Εδώ όμως δεν θα κάνουμε ανάλυση της ετυμολογίας ή της ουσίας θα αναφερόμαστε στην φυλακή με την έννοια που έχει επικρατήσει. Οι φυλακές λοιπόν είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας από παλιά μέχρι σήμερα, είναι ταξινομημένες σε κατηγορίες για να δέχονται τους παραβάτες των νόμων ανάλογα με την ποινή τους αλλά και την συμπεριφορά τους ως κρατούμενοι. Η φυλακή των Τρικάλων ήταν από τις παλαιότερες, από την εποχή της τουρκοκρατίας. Ήταν ίσως η πιο ελκυστική φυλακή, δεν διέθετε κελιά, ήταν χωρισμένη σε δυο πτέρυγες με έναν ψηλό φράκτη με πλέγμα, στην κάθε πλευρά υπήρχε ένας θάλαμος με 50 στρατιωτικά διώροφα κρεβάτια, δεν γέμιζαν ποτέ οι θάλαμοι, επειδή γινόταν προσεκτική επιλογή των κρατουμένων.
Στον δεξιό θάλαμο ερχόντουσαν μικροκακοποιοί συνήθως χαφιέδες της αστυνομίας, όσοι αστυνομικοί τιμωρούνταν πειθαρχικά, όποιοι χρειάζονταν προστασία της αστυνομίας, και γενικά οι δικής της άνθρωποι. Στον αριστερό θάλαμο μένανε οι ποιο φιλήσυχοι παραβάτες των νόμων, συνήθως δυστυχισμένοι οικογενειάρχες δουλευταράδες που στον χρόνο της κράτησης εκμεταλλευόταν  όσες ευκαιρίες έδινε η πολιτεία, για δουλειά και επανένταξη. Εδώ υπήρχαν εργαστήρια λογιών-λογιών, ζωγραφικής, ξυλογλυπτικής, ραπτικής, βιβλιοδεσίας ακόμα και τυπογραφείο, ενώ δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο να βγαίνουν ομαδικά στις γεωργικές εργασίες του κάμπου και να επιστρέφουν το σούρουπο σαν το σπίτι τους. Ουδέποτε είχε δραπετεύσει κρατούμενος από τα Τρίκαλα, τόσο προσεκτικά γινότανε η επιλογή. Μεταξύ των κρατουμένων σε αυτήν την πτέρυγα ήταν και ο Βλάσσης ο φονιάς.
Ο Βλάσσης ήταν καταδικασμένος δυο φορές «εις θάνατον» που είχε μετατραπεί σε δυο φορές ισόβια. Ήταν υπόδειγμα κρατουμένου, εργατικός και υπάκουος όσο κανένας άλλος, αγαπητός τόσο στους δεσμοφύλακες όσο και ανάμεσα στους συγκρατούμενους του. Απορούσαν πως είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να ήταν φονιάς. Βρισκόταν εκεί επειδή είχε σκοτώσει τη γυναίκα του και τον γαμπρό του.
Στο δεύτερο αντάρτικο στα 1947 αποφάσισε πως ο πόλεμος γι αυτόν είχε τελειώσει, σε αυτό συνέτεινε και  γνωριμία με την Δέσπω, συναγωνίστρια στο βουνό κόρη του Καπετάν Φωτιά στην ομάδα του οποίου ανήκε. Φρόντιζε τον πατέρας της η Δέσπω, παράλληλα φρόντιζε και όλη την ομάδα μαζί και με άλλες γυναίκες που είχαν ανέβει στο βουνό για βοηθούν τους αντάρτες. Ο Καπετάν Φωτιάς έβλεπε πως το τέλος που ερχόταν δεν θα είναι νικηφόρο και σκόπευε να φύγει για το παραπέτασμα, ο Βλάσσης όμως δεν ήθελε να ακολουθήσει. Στον κάμπο της Καρδίτσας η αδελφή του τον περίμενε. Ήταν παντρεμένη και είχε δύο αγόρια, ο άνδρας της περίμενε τον διορισμό στην αγροφυλακή και του μήνυε πως αν κάνει δήλωση μετανοίας υπήρχε τρόπος να ξαναγίνει νοικοκύρης, έπεισε την Δέσπω να τον ακολουθήσει, πήρε την άδεια από τον πατέρα της και παραδόθηκαν.
Γύρισε στο χωριό του παντρεύτηκε την Δέσπω με παπά και με κουμπάρο όπως λέει ο λαός, και ξεκίνησε την ζωή του ως οικογενειάρχης. Χωράφια είχε από τον πατέρα του, μαζί με την αδελφή του την Κριστάλλω και τον άνδρα της τον Μεμά, που ακόμα περίμενε τον διορισμό, άρχισαν να καλλιεργούν βαμβάκι και καπνά. Δεν φανταζότανε πως δεν θα ερχότανε ποτέ αυτός ο διορισμός, αφού είχε συγγένεια με δηλωμένους κουμουνιστές, έστω και είχαν υπογράψει δήλωση μετανοίας. Ο Μεμάς με την Κρυστάλλω είχαν δύο παιδιά, το μεγάλο το λέγανε Σοφοκλή και το φωνάζανε Σοφό επειδή ήταν μελετηρός και το μικρό Αντώνη. Δύο αγόρια δίδυμα έκανε η Δέσπω του Βλάσση τον Μιχάλη και τον Γαβριήλ, τα ονομάσανε επειδή γεννήθηκαν την ημέρα των αρχαγγέλων.
Χρόνια δύσκολα τότε, ο Βλάσσης δούλευε στα χωράφια περισσότερο από τον Μεμά, αλλά δεν παραπονιότανε ποτέ, του χρωστούσε ευγνωμοσύνη που τον βοήθησε να κατέβει από το βουνό και την παρανομία και να γίνει ξανά  νοικοκύρης. Ο Μεμάς από την άλλη έκανε τον καμπόσο στο χωριό με τον προσδοκώμενο διορισμό του, κυκλοφορούσε με το δίκαννο πάντα στον ώμο του, ρουφιάνευε τους συγχωριανούς του, πείραζε τις γυναίκες ειδικά τις χήρες με υπονοούμενα που τα νόμιζε ευφυή. Κατά καιρούς πέταγε κουβέντες και στη Δέσπω, εκείνη όμως δεν άφηνε τίποτα αναπάντητο, είχε μάθε από το βουνό πώς να κουλαντρίζει τους άνδρες αυτού του είδους.
Ο Βλάσσης γκρίνιαζε στην γυναίκα του για αυτό το θέμα, προτιμούσε να μην του απαντά, εκείνη δεν συμμορφωνόταν. Ένα αίσθημα ζήλειας άρχισε να κυριεύει τον Βλάσση που με την πάροδο του καιρού δυνάμωνε και τον έπνιγε. Η ζήλεια είναι αρρώστια πολλές φορές αθεράπευτη και φαίνεται πως βρήκε στην καρδιά του Βλάσση γόνιμο χώρο να εγκατασταθεί και τον κυρίεψε.
Ήταν Μάρτης του 1953, κάποιο πρωινό σηκώθηκε ο Βλάσσης χαράματα να πάει στην αποθήκη για γυρίσει τα φύλλα του καπνού και δεν είδε την Δέσπω στο κρεβάτι τους, στην άλλη γωνιά του δωματίου τα δίδυμα κοιμόντουσαν ανέμελα, ενστικτωδώς πήρα το δίκαννο από τον τοίχο και βγήκε προς την αποθήκη, εκεί είδε τα λουξ αναμμένα προχώρησε σιγά-σιγά και αναγνώρισε το δίκαννο του Μεμμά στο έδαφος, φώναξε δυνατά:
-Αϊ στο κόρακα Χαφιέ, και πυροβόλησε δύο φορές.
Αμέσως μετά έζεψε το μουλάρι και το όπλο ακόμα ζεστό ξεκίνησε να πάει στην Καρδίτσα να παραδοθεί. Δεν πίστευε ο Διοικητής πως ήταν δυνατόν να έχει κάνει το διπλό φονικό που περιέγραφε ο Βλάσσης, δεν του πέρασε χειροπέδες αλλά τον άφησε στο γραφείο να περιμένει την επιστροφή του, πήγε στο χωριό και γύρισε και απλά ρώτησε
-Καλά τα παιδιά σου δεν τα σκέφτηκες;
-Θα τα μεγαλώσει η Κρυστάλλω μαζί με τα δικά της.
Ειδοποιήθηκε η Κρυστάλλω να έρθει στο τμήμα, δεν είχε ακόμα καταλάβει το λόγο και όταν στο γραφείο του διοικητή είδε τον αδελφό της τρόμαξε, εκείνος με τα μάτια βουρκωμένα την παρακάλεσε να φροντίσει τα δίδυμα, να μην τα πάρουν σε ιδρύματα και χάσουν κάθε έννοια της οικογένειας και αυτός από την φυλακή θα εργαζότανε για όλους τους.
Στην αίθουσα του δικαστηρίου αντάμωσαν τελευταία φορά τα αδέλφια, η Κρυστάλλω μετά την πρώτη ταραχή δήλωσε στο δικαστήριο πως θα αναθρέψει τα παιδιά του αδελφού της μαζί με τα δικά της αλλά εκείνον δεν θέλει να τον ξαναδεί ποτέ και να εξαντλήσει όση αυστηρότητα παρέχει η ανθρώπινη δικαιοσύνη για τους φονιάδες. Το μεγάλο αγόρι του Μεμά ο Σοφός, τελείωνε τότε το δημοτικό, φώναζε σε όλη την διάρκεια της δίκης πως θα τον σκοτώσει να πάρει πίσω το αίμα του πατέρα του, μάταια προσπαθούσε να τον καλμάρει  η μάνα του, ώσπου τον βγάλανε έξω από την αίθουσα. Καταδικάστηκε ο Βλάσσης για τους φόνους (Δυς εις θάνατον) και έξι μήνες αργότερα, μετατράπηκε σε (Δυς ισόβια)  και μεταφέρθηκε στην φυλακή των Τρικάλων.
Στην φυλακή ο Βλάσσης ο φονιάς, ήταν ο καλλίτερος κρατούμενος που είχε περάσει ποτέ. Δουλευταράς και πειθαρχημένος έβγαζε χρήματα από τα εργόχειρα του, κυρίως από τις ξυλοτεχνικές του δημιουργίες, που πουλιόντουσαν σε κυρίες της αριστοκρατίας στην Αθήνα, που μάθαιναν η μια από την άλλη το λόγο του εγκλεισμού του καλλιτέχνη στις φυλακές και ενίσχυαν με αυτόν τον τρόπο τα ορφανά να σπουδάσουν. Εκτός από τα υλικά δεν ξόδευε απολύτως τίποτα, αρκούμενος σε όσα του παρείχε η φυλακή. Τα χρήματα μπαίνανε αυτόματα στην τράπεζα από όπου η αδελφή του τα εισέπραττε και μεγάλωνε τα τέσσερα ορφανά αγόρια.
Ο μεγάλος ο Σοφοκλής είχε μετά το δημοτικό εγκατασταθεί στα Ιωάννινα σε εκκλησιαστική σχολή με οικοτροφείο. Ερχότανε κάθε καλοκαίρι στο χωριό, σταμάτησε να μιλά για εκδίκηση και αίματα, ρωτούσε όμως κάθε φορά αν ακόμα είναι στα Τρίκαλα ο φονιάς ή τον πήγαν αλλού. Ο δεύτερος ο Αντώνης μετά το σχολειό γύρναγε στα χωράφια με τα βαμβάκια αλλά δεν φαινόταν να έχει διάθεση να δουλέψει, τα δίδυμα ήταν ακόμα μικρά και εξαιρετικά υπάκουα.
Αριστούχος ο Σοφοκλής μπήκε στην θεολογική της Θεσσαλονίκη το 1961 για να αποφοιτήσει πάλι αριστούχος τέσσερα χρόνια αργότερα. Του πρόσφερε η σχολή υποτροφία να συνεχίσει σπουδές στο εξωτερικό, εκείνος αρνήθηκε λέγοντας πως όσα έμαθε φτάνουν, τώρα ήρθε η ώρα των έργων. Αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις της μάνας του αποφάσισε να καλογερέψει στα Μετέωρα. Τότε δεν ήταν ακόμα τόσο ανεπτυγμένα τουριστικά, οι καλόγεροι ήταν λιγοστοί και τα περισσότερα ερείπια, από τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια λειτουργούσαν τα πέντε. Σε ένα από αυτά πήγε ο Σοφοκλής, βρήκε δυο ηλικιωμένους μοναχούς οι οποίοι τον δέχθηκαν με αγάπη, εκτίμησαν τα προσόντα του και ζήτησαν από τον Δεσπότη στα Τρίκαλα να τον χειροτονήσει παπά για να τους λειτουργά. Αυτός δεν έφερε αντιρρήσεις,  ήθελε να επανδρώσει τα μοναστήρια του, έκειρε το Σοφοκλή μοναχό τον μετονόμασε Αβραάμ και τον χειροτόνησε διάκο και πρεσβύτερο. Κύλησαν δυο χρόνια ήσυχα στα οποία ο Αντώνης υπηρέτησε την θητεία του, και τα δίδυμα άρχισαν να δουλεύουν στα χωράφια του πατέρα τους. Με την επικράτηση της στρατοκρατίας απολύθηκε ο Αντώνης, δοκίμασε να καταταγεί στην χωροφυλακή δεν τον πήραν, δοκίμασε στην ΣΜΥ δεν είχε τα τυπικά προσόντα, στην Αγροφυλακή δεν πήγε να ρωτήσει καν, επειδή ακόμα δεν είχαν εκπληρώσει την υπόσχεση προς το πατέρα του. Ήταν τεμπέλης και λόγω του ότι χρειαζόντανε χαρτζιλίκι το αναζήτησε πρώτα στα καφενεία. Φυλούσε τσίλιες όταν έπαιζαν θανάση ή μπαρμπούτι. Άνοιγε περίπτερα την νύχτα να προμηθευτεί τα τσιγάρα του, έκλεβε πορτοφόλια στο λεωφορείο και εξελισσόταν σε κακοποιό στοιχείο, δεν έκανε όμως μεγάλες δουλειές. Μπήκε μερικές φορές στα κρατητήρια και έπιασε «φιλίες» με την χωροφυλακή, δέχθηκε να γίνει χαφιές και το απολάμβανε, δούλευε με σχέδιο. Τελικός στόχος η φυλακή στα Τρίκαλα, να βρει το Βλάσση τον φονιά, να πάρει πίσω το αίμα του πατέρα του, δεν το είχε εκμυστηρευτεί σε κανέναν, εκτός από τον αδελφό του, τον πατέρα Αβραάμ, που συχνά πυκνά τον αντάμωνε στο μοναστήρι.
Με την χούντα έγιναν και στην εκκλησία ανακατατάξεις, πρότειναν στον π. Αβραάμ να γίνει ηγούμενος στο μοναστήρι αλλά εκείνος αρνήθηκε, ισχυριζότανε πως δεν είχε τα προσόντα και έτσι φαινότανε, αφού εκτός από τις ατέλειωτες συζητήσεις που έκανε με τους επισκέπτες της Μονής δεν έκανε τίποτα άλλο και οι επισκέπτες μετά την χειροτονία του είχαν αυξηθεί κατακόρυφα, φημιζόταν για την ευστροφία και την καλλιέργεια του χαρακτήρα του.
Τον Αύγουστο του 1970 πέρασε στην φυλακή των Τρικάλων, πρώτη φορά την πύλη ο Αντώνης, αλλά οδηγήθηκε στην δεξιά πτέρυγα. Από το πλέγμα είδε το Βλάσση τον φονιά, τον Μπάρμπα του και απόρησε, είναι δυνατόν αυτό το ανθρωπάκι που έβλεπε να είχε κάνει δυο φονικά; Παρά τα χρόνια που είχαν περάσει δεν σταμάτησε ο Βλάσσης να δουλεύει εντατικά, κρατούμενοι έρχονταν και φεύγανε, αυτός ήταν μόνιμος. Είχε μάθει να ψέλνει και όποτε ερχότανε παπάς στην φυλακή, μαζί με άλλους δυο φρόντιζαν την εκκλησία και κάνανε χορωδία να τον ξελειτουργήσουν.
Τρείς μήνες έκανε στην φυλακή ο Αντώνης και παρά τις εκκλήσεις του δεν του αλλάζανε πτέρυγα. Το επόμενο χρόνο ξαναμπήκε πάλι στην ίδια πτέρυγα, άρχισε να απογοητεύεται. Την Τρίτη φορά που πέρασε την πύλη ήταν για την ασφάλεια του, είχε καρφώσει κάποιους που τον κατάλαβαν και τον κυνηγούσαν, η ασφάλεια τον έβαλε μέσα για να τον γλυτώσει. Μια Κυριακή ακουμπισμένος στο πλέγμα σκεφτότανε με ποιο τρόπο θα κατόρθωνε να περάσει στη άλλη πλευρά του πλέγματος. Έβλεπε από μακριά τον ναΐσκο και τους κρατούμενους να περιμένουν τον παπά να έρθει. Ένοιωσε έκπληξη όταν είδε πως ο παπάς αυτό ήταν ο αδελφός του. Μετά την απόλυση ο παπάς έκατσε στην αυλή και έπιασε κουβέντα με το ιδιόμορφο πλήρωμα. Πρώτη φορά λειτούργησε σε φυλακή. Συσταθήκανε σχεδόν όλοι ανάμεσα τους και ο Βλάσσης, όταν έσκυψε να φιλήσει το χέρι του παπά και είπε το όνομα του, εκείνος το τράβηξε απότομα πίσω και τον κοίταξε για λίγο στα μάτια. Αμέσως μετά έδωσε τέλος στην συνάντηση και κατευθύνθηκε προς τα κτίρια για να φύγει.
Την επόμενη μέρα ο Βλάσσης ζήτησε πρώτη φορά απαλλαγή εργασίας. Ο γιατρός την έδωσε αμέσως και τον κράτησε στο αναρρωτήριο. Ήρθε ο διοικητής της φυλακής να τον δει.
-Βλάσση δεν είσαι άρρωστος, αυτό φαίνεται, τι συμβαίνει λοιπόν;
-Κύριε Διοικητά, άρρωστος δεν είμαι αλλά μελλοθάνατος.
-Φουκαρά Βλάσση, τα πολλά χρόνια εδώ μέσα σε λώλαναν, θέλεις να σε στείλω αλλού; Είσαι καλός άνθρωπος, είσαι εδώ για ένα έγκλημα τιμής, δεν το ξεχνά κανείς αυτό, δεν σου φέρονται όλοι εντάξει;
-Δεν με καταλαβαίνεις Κύριε διοικητά, δεν με καταλαβαίνεις, θα πάω στην δουλειά μου μην ανησυχείς. Σηκώθηκε από το κρεβάτι να πάει να ετοιμαστεί, τον κράτησε από τον ώμο ο Διοικητής.
-Πάρε ρεπό σήμερα μην βγει ψεύτης ο γιατρός και αύριο βλέπουμε, αλλά μην διστάσεις να μου ζητήσεις ό,τι θέλεις.
Την άλλη μέρα εκτάκτως ήρθε ο παπάς στην φυλακή, είπε πως είχε ορισμένη διατεταγμένη υπηρεσία και να του στείλουν την ομάδα ευπρέπειας του ναού. Η ομάδα αυτή δεν ήταν άλλη από τους ψαλτάδες. Περπατούσε νευρικά από έξω από το ναΐσκο ο πάτερ Αβραάμ με σταυρωμένα τα χέρια,  όταν η ομάδα πλησίασε πήγε προς το μέρος της, αστραπιαία έβγαλε ένα μαχαίρι το κάρφωσε στην καρδιά του Βλάσση του φονιά, έπεσαν οι άλλοι δύο πάνω στον Παπά, αλλά ήταν αργά, έτρεξαν και άλλοι από μακριά και πέσανε όλοι απάνω στον πάτερ Αβραάμ και τον λυντσάρανε. Ήταν το πρώτο βίαιο επεισόδιο σε αυτήν την φυλακή από τον καιρό της τουρκοκρατίας. Τον κλάψανε πολύ τον Βλάσση τον φονιά όλοι οι φυλακισμένοι, η κηδεία διαβάστηκε σε εκείνον τον ναό και ήταν ο μοναδικός κρατούμενος που θάφτηκε μέσα στην φυλακή, πίσω από το ιερό του ναού. Τότε άρχισαν οι σκέψεις και τα σχέδια για το κλείσιμο της φυλακής στα Τρίκαλα, πίεζαν την κυβέρνηση τότε να δείξει φιλελεύθερη διαγωγή, αλλά δεν το κατάφερε, η μεταπολίτευση ήρθε και άλλαξε τα σχέδια, χρησιμοποιήθηκε η φυλακή για λίγο καιρό ακόμα φιλοξενώντας τα περίφημα σταγονίδια.
Η Κρυστάλλω ξαναφόρεσε τα μαύρα και βρήκε αποκούμπι στα ανίψια της,  που τα ανέθρεψε χωρίς να τα ξεχωρίσει από παιδιά της και εκείνα την γηροκόμησαν. 

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Η ψυχολογία της μάζας


Όλος ο μήνας Αύγουστος είναι αφιερωμένος στην Κυρία Θεοτόκο, ειδικά το πρώτο δεκαπενθήμερο με τις συνεχείς παρακλήσεις προς το Πρόσωπο Της. Προσπαθώ να δημιουργήσω κήπο και περβόλι εκ του μηδενός και παρά ταύτα περισσεύει χρόνος, επειδή εδώ δεν είναι το Κουρουντερέ. Κάνω την σύγκριση με αφορμή τον αέρα που φυσά από χθες ασταμάτητα, τα λουλούδια σφάκες, γεράνια και αγγελικές γέρνουν και ταπεινώνονται μπροστά του αλλά δεν σπάνε, αγωνιώ και περιμένω χαλάσουν αλλά δεν χαλούν επειδή εδώ δεν είναι η θάλασσα δίπλα και δεν έχει αλμύρα να τα καταστρέψει. Στον χρόνο που περισσεύει ασχολούμαι με το προσφιλές μου σπόρ (το διάβασμα). Αυτές τις ημέρες λοιπόν διαβάζω ένα βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη, του γνωστού θεωρητικού Κουμουνιστή με τίτλο «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Έθνους 1830-1974» του 1993. Όγδοη ανατύπωση του 2001, πιστεύω πως μέχρι σήμερα θα έχει κι άλλες ανατυπώσεις.
Ένα ενδιαφέρων και με πολλές αλήθειες για την αληλοφαγωμάρα του Ρωμιού στο πέρασμα των χρόνων και την συνήθεια του να ζει με δανικά. Δεν θα ασχοληθώ με το περιεχόμενο του παρά σε ένα θέμα, κι αυτό επουσιώδες. Γράφει κάπου για την ψυχολογία της μάζας, πόσο καλά την χειρίζονται κάποιοι επιτήδειοι και η οποία δεν διδάσκεται στα Ελληνικά πανεπιστήμια.
Η ψυχολογία της μάζας ενδεχομένως να μην διδάσκεται σε πανεπιστήμιο στις στρατιωτικές σχολές διδάσκεται ως πρωτεύων μάθημα και αυτές οι σχολές είναι ανώτατες. (υποτίθεται). Με τη χρήση αυτής της επιστήμης μπορείς να μετατρέπεις το λαό σε όχλο και το αντίθετο, να του δίνεις την ευκαιρία να εκτονώνεται και να κάνεις την δουλειά σου. Κοινωνικό ον ο άνθρωπος δεν αντέχει την μοναξιά ούτε στις ιδέες του, ψάχνει απεγνωσμένα για το ομοϊδεάτη του και προσκολλάται και το φέρνω στα καθ’υμάς.
Με την χρήση της τηλεοράσεως πέρασαν στον πολύ κόσμο ως πρότυπο, έναν φανταστικό τρόπο ζωής. Καλοπέραση και οικονομική ευμάρεια δικαιούται ο κάθε άνθρωπος, αν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα του την προσφέρει η τράπεζα με δάνεια. Οι διοικούντες τις τράπεζες είναι απόλυτοι γνώστες αυτής της επιστήμης, δεν διοικούν μόνο τις τράπεζες αλλά και τα κράτη που τις φιλοξενούν και μέσω των κυβερνήσεων των κρατών ελέγχουν τα πλήθη. Δίνουν για να πάρουν πολλαπλάσια, αυτός είναι ο κανόνας, το παραπάνω είναι όταν σε κάνουν να νοιώθεις και υποχρεωμένος που σου κάνουν κανονική αφαίμαξη. Ήρθε ο καιρός σαν κράτος αλλά και σαν ιδιώτες, ο κάθε ένας από εμάς που χρωστά να εξοφλήσει, υπάρχει όμως η δυνατότητα να εξοφλήσουμε ποτέ;
Αρχίζει εδώ μια άλλη παράγραφος, αυτήν των εισπρακτικών εταιριών. Σαν τον παλιό κοτζαμπάση προσπαθούν να μαζέψουν τα χρωστούμενα να τα αποδώσουν στο κεχαγιά (την τράπεζα). Δεν τα καταφέρνουν πάντα, όπως και ο κοτζαμπάσης δεν τα κατάφερνε πάντα, ποντάρουν και αυτοί στην ψυχολογία της μάζας, που θέλει αυτή την στιγμή τους οφειλέτες όλους με σκυμμένο κεφάλι, να μιλούν για κρίση για αναδουλειά και οικονομικές δυσκολίες, αλλά να οργανώνουν ταυτόχρονα τις καλοκαιρινές διακοπές.
Οι ειδήσεις και τα ΜΜΕ, είναι το ισχυρότερο εργαλείο για αυτήν την επιστήμη, κατευθύνουν το άνθρωπο να σκέπτεται όπως θέλουν ορισμένοι και διερωτώμαι πόσοι από εμάς έχουν την δύναμη να κλείσουν τη τηλεόραση; Μου είπε κάποιος προχθές: «-Εγώ βλέπω μόνο ειδήσεις» και χαμογέλασα, αυτός νομίζει πως είναι ενημερωμένος, είναι δυστυχής και δεν το ξέρει. Απλά επαναλαμβάνει όσα του σερβίρουν, δικαιολογεί την κατάντια του, την κατάντια της πατρίδας μας σαν γενικό φαινόμενο. Μοιάζει με εκείνον που επειδή έχει φίλο παπά, νομίζει πως κέρδισε τον παράδεισο. Αγώνα θέλει ο παράδεισος και ο επίγειος (ο πρόσκαιρος) και ο Ουράνιος.
Αύγουστος, είναι γεμάτες οι παραλίες κόσμο, ελάχιστα γεμάτες οι Εκκλησίες κι όμως σε κάθε περίσταση «Παναγία βόηθα» φωνάζουμε.   

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Ο George Carlin λέει για τα γηρατειά! (εγώ συμφωνώ)


Ο George Carlin λέει για τα γηρατειά!

ΕΑΝ ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΕΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΘΑ ΕΧΕΤΕ ΧΑΣΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΠ'ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ. ΚΙ ΟΤΑΝ ΘΑ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕΤΕ, ΚΑΝΤΕ Ο,ΤΙ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΤΕ ΤΟ.

Οι απόψεις του George Carlin's για τα γηρατειά
 Έχετε αντιληφθεί ότι η μόνη περίοδος της ζωής μας που μας αρέσει να μεγαλώνουμε είναι όταν είμαστε παιδιά; Εάν είσαι κάτω των 10 ετών, είσαι τόσο ενθουσιασμένος που μεγαλώνεις που σκέφτεσαι τμηματικά..
 «Πόσων ετών είσαι;», «Είμαι τέσσερα και μισό!» Ποτέ δεν είσαι τριάντα έξι και μισό. Είσαι τέσσερα και μισό, και περπατάς στα πέντε! Αυτό είναι το κλειδί.
 Μπαίνεις στην εφηβεία, και τώρα κανείς δεν μπορεί να σε συγκρατήσει. Πηδάς στον επόμενο αριθμό, ή ακόμη και μερικούς αριθμούς μπροστά.
 «Πόσων ετών είσαι;» «Θα γίνω 16!» Μπορεί να είσαι 13, αλλά έ, θα γίνεις 16! Και τότε έρχεται η καλύτερη μέρα της ζωής σου! Γίνεσαι 21. Ακόμα και οι λέξεις ακούγονται σαν ιεροτελεστία. ΓΙΝΕΣΑΙ 21.. ΝΑΙΙΙΙΙΙΙ !!!
 Αλλά τότε περνάς στα 30. Ωωωω, τί έγινε εδώ; Ακούγεσαι σαν χαλασμένο γάλα! Αυτός ΠΕΡΑΣΕ, έπρεπε να τον πετάξουμε. Δεν έχει πλάκα πια, είσαι απλά ένας ξινισμένος λουκουμάς. Τι πάει στραβά; Τί άλλαξε;
 ΓΙΝΕΣΑΙ 21, ΠΕΡΝΑΣ στα 30, και τότε ΠΕΡΠΑΤΑΣ στα 40. Ουάου! Πάτα φρένο, όλα σου ξεγλυστρούν. Πριν να το καταλάβεις,ΦΘΑΝΕΙΣ τα 50 και τα όνειρά σου χάνονται...
 Αλλά! για περίμενε!!! ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙΣ ΩΣ τα 60. Δεν πίστευες ότι θα τα έφθανες!
 Οπότε ΓΙΝΕΣΑΙ 21, ΠΕΡΝΑΣ στα 30,ΠΕΡΠΑΤΑΣ στα 40, ΦΘΑΝΕΙΣ τα 50 και ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙΣ ΩΣ τα 60.
 Έχεις αναπτύξει τόσο μεγάλη ταχύτητα που ΧΤΥΠΑΣ τα 70! Μετά απ'αυτό, η κατάσταση είναι μέρα με τη μέρα. ΧΤΥΠΑΣ την Τετάρτη!
Μπαίνεις ! στα 80 και κάθε μέρα είναι ένας πλήρης κύκλος. ΧΤΥΠΑΣ το γεύμα. ΠΕΡΝΑΣ στις 4:30.. ΦΘΑΝΕΙΣ την ώρα του ύπνου. Και δεν τελειώνει εκεί. Στα 90 σου, αρχίζεις να οπισθοδρομείς. «Ήμουν ΜΟΛΙΣ 92».
Και τότε κάτι παράξενο συμβαίνει. Εάν καταφέρεις να ξεπεράσεις τα 90, ξαναγίνεσαι μικρό παιδί. «Είμαι 92 και μισό!».
Μακάρι να φθάσετε όλοι στα υγιής 100 και μισό!!
ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΝΕΟΙ
1. Πετάξτε τους ασήμαντους αριθμούς.. Αυτό συμπεριλαμβάνει την ηλικία, το βάρος και το ύψος. Αφήστε τους γιατρούς να νοιάζονται γι' αυτά. Γι' αυτό τους πληρώνετε άλλωστε.
2. Κρατήστε μόνον τους ευχάριστους φίλους. Οι γκρινιάρηδες σας ρίχνουν.
3. Να μαθαίνετε συνεχώς! Μάθετε περισσότερα για τους υπολογιστές, τις τέχνες, την κηπουρική, οτιδήποτε, ακόμη και για το ραδιόφωνο. Να μην αφήνετε ποτέ τον εγκέφαλο ανενεργό. «Ένα ανενεργό μυαλό είναι το εργαστήρι του Διαβόλου». Και το επίθετο του διαβόλου είναι Αλτζχάιμερ.
4.Απολαύστε τα απλά πράγματα.
5.Γελάτε συχνά, διαρκώς και δυνατά. Γελάστε μέχρι να σας κοπεί η ανάσα.
6.Τα δάκρυα τυχαίνουν... Υπομείνετε, πενθήστε, και προχωρήστε παραπέρα. Το μόνο άτομο, που μένει μαζί μας για ολόκληρη τη ζωή μας είναι ο εαυτός μας. Να είστε ΖΩΝΤΑΝΟΙ ενόσω είστε εν ζωή.
7.Περιβάλλετε τον εαυτό σας με ό,τι αγαπάτε, είτε είναι η οικογένεια, τα κατοικίδια, η μουσική, τα φυτά, τα ενδιαφέροντά σας, οτιδήποτε. Το σπίτι σας είναι το καταφύγιό σας.
8.Να τιμάτε την υγεία σας: Εάν είναι καλή, διατηρήστε την. Εάν είναι ασταθής, βελτιώστε την. Εάν είναι πέραν της βελτιώσεως, ζητήστε βοήθεια.
9.Μην κάνετε βόλτες στην ενοχή. Κάντε μία βόλτα στην εξοχή, ακόμη και στον διπλανό νομό ή σε μια ξένη χώρα αλλά ΜΗΝ πηγαίνετε εκεί που βρίσκεται η ενοχή.
10. Πείτε στους ανθρώπους που αγαπάτε ότι τους αγαπάτε, σε κάθε ευκαιρία.
ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ:
> Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά από τις στιγμές που μας κόβουν την ανάσα
> Κι αν δεν στείλετε το παρόν σε τουλάχιστον 8 άτομα - ποιος νοιάζεται; Αλλά μοιραστείτε το με κάποιον. Όλοι χρειαζόμαστε να ζούμε τη ζωή μας στο έπακρο κάθε μέρα!!

Το ταξίδι της ζωής δεν είναι για να φθάσουμε στον τάφο με ασφάλεια σ'ένα καλοδιατηρημένο σώμα, αλλά κυρίως για να ξεγλιστρούμε προς όλες τις πλευρές, πλήρως εξαντλημένοι, φωνάζοντας «...ρε γαμώτο.....τί βόλτα!».