Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Πνευματικά απολιθώματα και η σεκτοποίηση της Εκκλησίας


Πνευματικά απολιθώματα και η σεκτοποίηση της Εκκλησίας (άλλως: αγιοπνευματική μεταμόρφωση ή ψυχότροπη μετάλλαξη;)
Του θεολόγου – φιλολόγου Α.Π.Θ. Κώστα Νούση
           
Μερικές φορές ο θεολογικός λόγος φαίνεται σκληρός υπέρ το δέον, ίσως και αντικείμενος στο πνεύμα της αγάπης και της διάκρισης που κομίζει. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται έτσι, διότι πρόκειται για μια θεραπευτικής χρήσης φαινομενολογία, εφόσον η βαθιά του ουσία είναι η ιαματική οντολογία στο πλαίσιο της Χάριτι εγχειρητικής κάθαρσης του κακού.
            Ο ίδιος ο Χριστός, αν και στα περισσότερα ευαγγελικά περιστατικά ήταν ιδιαίτερα γλυκύς, συγχωρητικός και επιεικής, σε ορισμένες περιπτώσεις η αφόρητη πνευματική σήψη των δημιουργημάτων του τον ωθούσε τρόπον τινά σε μια σκληρότητα (ενδεικτικά βλ. Μαρκ. 11:15-18, Ματθ. 23:13-36, Ιω. 6:60-68 ) και αυστηρότητα που μας εκπλήσσει. Και επειδή κατά τη θουκυδίδεια ιστορική διαπίστωση τα (πνευματικά) γεγονότα επαναλαμβάνονται και η αντίστοιχη φύση των ανθρώπων δεν αλλάζει, τότε μπορούμε να εισέλθουμε εύκολα στην παραδοχή της ύπαρξης των δυσάρεστων αυτών καταστάσεων και στον κατεξοχήν χώρο της Χάριτος, στην Εκκλησία του Θεού, σε καμιά όμως περίπτωση στην αποδοχή της.
            Ο Χριστός είναι ξεκάθαρος: «αμήν λέγω υμίν ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 21:31). Οι εκπλήξεις στην άλλη ζωή θα είναι σίγουρα πλεονάζουσες ποιοτικά και ποσοτικά από τις αναμενόμενες. Και τούτο, διότι ο Χριστός κοιτάει μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και κρίνει βάσει των αόρατων εμφωλευόντων πνευματικών ασθενειών και αμαρτημάτων μας, των οποίων η πεμπτουσία και η πηγαία διαστροφή είναι η υπερηφάνεια, την οποία βδελύσσεται ο Θεός και την χαρακτηρίζει ακαθαρσία, κάτι ας πούμε που δε συμβαίνει με την ιδιαζόντως μισητή στον ηθικισμό μας πορνεία. Η θρησκευτική ‘ιεροβλάβεια’ που απαντάται κατά κόρον στις έσχατες μέρες μας (Β΄ Τιμ. 3:5) ανέτρεψε τα ίδια τα ευαγγελικά δεδομένα, όπου οι μεν φορείς των σαρκικών και λοιπών αμαρτημάτων αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη στοργή και συμπάθεια από τον ίδιο τον Θεό, οι δε Φαρισαίοι και οι φέροντες τις πολυποίκιλες αντίστοιχες πνευματικές αμαρτίες είναι οι αποδέκτες της θείας οργής και καταδίκης.
            Το εκκλησιαστικό γίγνεσθαι, από πλέγμα αγαπητικών χαρισματικών σχέσεων υπερβαινόντων τους φυσικούς δεσμούς και τις ομόλογες έλξεις, μεταβάλλεται σε καταθλιπτική  διαδικασία απρόσωπου συνωστισμού - με σκοπό την αυτοϊκανοποιούσα τον παθολογικό εγωτικό ψυχισμό εκάστου καθηκοντική εκπλήρωση θρησκευτικών αναγκών - κεχωρισμένων στην εξατομικευτική τους απομονωτική ξένωση και αλλοτρίωση υπανθρώπινων οντοτήτων.
O άνθρωπος ως ανεπανάληπτο και μεγίστης αυταξίας πρόσωπο χάνεται από τα μάτια μας, και ιδία των κληρικών, των πνευματικών μας ‘πατέρων’ - ποιος άραγε πατέρας δε γνωρίζει κατ’ όνομα τα παιδιά του και δεν τους συμπεριφέρεται με στοργή; - και μεταβάλλεται η εκκλησιαστική σύναξη σε αγελαία θρησκευτική συνάθροιση, στην οποία επαναπαυόμαστε έχοντας σε ψιλό θεωρητικό επίπεδο υπόψη πως αποτελούμε την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ούτε λόγος φυσικά πως το αυτό θα πιστεύαμε γεννηθέντες φυσικώς και ανατραφέντες θρησκευτικώς σε αλλόδοξη ή αλλόθρησκη επικράτεια.
            Και για να μη φαντάζουν όλα τούτα έπεα αλαλάζοντα εις κενόν και εντυπωσιασμόν, θυμάμαι προ ημερών, εκκλησιαζόμενος σε ορθόδοξη, εννοείται, ενορία, τον παπά να ηδονίζεται εκπληρών περισσά – κατά το εκείνου δοκούν πάντοτε – τα ιερατικά του καθήκοντα (τουτέστιν με ιεροπρεπή, ει και υπερβαλλόντως κακόφωνη και παράφωνη εκφώνηση των ευχών, ακαλαίσθητο κήρυγμα του θείου λόγου, άκομψη διδακτική συστατική επιβολή ευταξίας στον αμόρφωτο και απαίδευτο κατηχητικώς παριστάμενο λαό, προτροπή προς δανεισμό και ανάγνωση πνευματικών βιβλίων από την ενοριακή βιβλιοθήκη) και παίζων προκλητικά με την άλογη και άδικη παράταση της ορθοστασίας και την υπομονή των αγαθών τη διαθέσει και ευγενέστατων ακροατών του. Οδεύοντας ο γράφων στο τέλος της ευχαριστιακής σύναξης προς λήψη αντιδώρου από την πλευρά των αρρένων πιστών, διαισθάνθηκε το αναπόδραστο – ως απεδείχθη, πιθανότατα λόγω του υπερχειλίζοντος σε κληρικούς παρατηρούμενου εμμονικού κρετινισμού, του βεβαπτισμένου ωσεί ένθεου ζηλωτισμού - τραγελαφικό γεγονός που θα επακολουθούσε. Μια γηραιά κυρία μπροστά μου, ημιπαράλυτη, υποβασταζόμενη από τον επίσης πολιό σύζυγό της, έφτασε ενώπιον του ιερέα ο οποίος, μόλις την είδε, σταμάτησε σχεδόν έντρομος τη διανομή του αντιδώρου και εκφώνως ενώπιον όλων προέβη στην ευσεβιστικώς ψυχαναγκαστική του προς τη γιαγιούλα παρατήρηση (άραγε ίνα μη σκανδαλισθή το άρρεν πλήρωμα;!). Η μετ’ ολίγον συνειδητοποίηση της γκάφας του δεν ήταν αρκετή να αναχαιτίσει τη θλιβερή αποκάλυψη (στους προσεχτικούς παρατηρητές του εν λόγω δρωμένου) της απλά και μόνον επί τρίωρο φυσικής παράστασης του εν λόγω ιερέως ενώπιον του θυσιαστηρίου και της ουσιαστικής αμεθεξίας του στο ευχαριστιακό κοινωνικό γεγονός της αγάπης μετά του Χριστού και των ελαχίστων αδελφών του. Είναι, νομίζω, περιττό να σημειωθεί πως ο δοκησιευλαβής (δι’ εαυτόν και πολλούς έτερους ‘ευλαβείς βλαμμένους’) αυτός λειτουργός του Υψίστου αποχώρησε  για την οικία του «δικαιώσας εαυτόν» (Λουκ. 18:14, Ματθ. 11:19)!
            Η ‘αγιοπνευματική’ αυτή περιρρέουσα φρενοβλάβεια μπορεί να πλεονάζει στους ρασοφόρους, αλλά δεν είναι άγνωστη και στα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, οι οποίοι είθισται αρεσκόμενοι να παρέχουν στον εαυτό τους και στους γύρω τους το άρωμα της μοναστικής πνευματικότητας. Εκεί όπου κυριολεκτικά απογοητεύεσαι, είναι όταν έρχεται η σταδιακή συνειδητοποίηση της απώλειας της φυσικής ανθρωπιάς και φιλικότητας και η μετάλλαξη των ως άνω περιγραφομένων εν Χριστώ ‘αδελφών’ στο γνωστό σε όλους μας και μη καταχωρημένο είδος των ‘πνευματέμφορων ζόμπι’, των ανασυρόμενων μέσα από αναγνώσματα παλιών ασκητικών κειμένων και σαρκωμένων σε γκρίζες φιγούρες, ου πόρρω απέχουσες από τις οργανωσιακές τοιαύτες, απολιθώματα αρχαίων συναξαριστών και πολιστών της ερήμου. Η εμπειρική αφόρμηση του παρόντος μού επιβάλλει και εδώ να αναφερθώ σε λίαν προσφάτως σε κάποιον σύλλογο καθηγητών συνάντησή μου με έναν παλιό ‘φίλο’, πνευματικοπαίδι παγκοσμίου φήμης γέροντος, ιεροψάλτη και έχοντα πάσα προσακτέα περγαμηνή αγιότητας. Το θαυμαστό και εδώ ήταν πως επί δύο ώρες ομού, το μόνο που μου απηύθυνε ήταν έναν απλό, σχεδόν στρατιωτικό χαιρετισμό. Στο παρελθόν ευεργετηθείς ο κύριος αυτός από τον γράφοντα έστω δι’ απλής φιλοξενίας σε δικό μου επαγγελματικό χώρο, τώρα δεν είχε όχι μόνο το στοιχειώδες ενδιαφέρον εκμάθησης προσωπικών μου δεδομένων, αλλά ούτε καν την προσχηματική υποκριτική ευγένεια απεύθυνσης σύντομων σχετικών ερωτήσεων. Περιττό, επίσης, να σημειωθεί ότι αυτός ο λεγάμενος, εισερχόμενος πάντοτε με ευλάβεια ‘μανιάς’- της κληθείσης συνωνύμως και ως ‘βαβάς’ κατά τις διαλεκτικές ποικιλίες, ίσως μάλιστα επί το ορθότερον κατά την ουσιαστική εδώ σύγκλιση και  την ορολογική παρωνυμική συγγένεια αβάδων και βαβάδων - στον ναό, σταυροκοπιέται από την κορυφή της κεκλιμένης του κεφαλής μέχρι τους ποδώνυχες και όλοι ανέκαθεν θαυμάζουν την του νέου ιεροπρεπή σεμνότητα!
            Ο Κύριος έδωσε το διακριτικό στίγμα των μαθητών του (Ιω. 13:35). Είναι αυτό ακριβώς που θα αποτελέσει και το κριτήριο της φοβερής ώρας της Δευτέρας Παρουσίας (Ματθ. 25:31-46). Εκείνο που σε καμιά περίπτωση δεν μπορείς να ερμηνεύσεις (και να χωνέψεις) είναι το τι εστί εν τέλει ορθόδοξη πνευματικότητα, όταν βλέπεις να απουσιάζει η απλή καθημερινή ανθρωπιά και η αγαθή προαίρεση που τις συναντάς σχεδόν νομοτελειακά σε ‘κοσμικούς’ ανθρώπους, συνήθως του ενός εκκλησιασμού το βράδυ της Ανάστασης και του αθέατου στην ευσεβιστική μας επικρότηση ανάμματος ταπεινών κερακίων σε ξωκλήσια. Δεν μπορείς παρά να αρχίσεις να υποψιάζεσαι μια από τις πολλές αιτίες της κατακλύζουσας αθεΐας μέσα από αυτήν την ορατή διάσταση της υπεσχημένης εκ της εκκλησιαστικής μυστηριακής μετοχής αγιότητας και της απώλειας βασικών ανθρώπειων χαρακτηριστικών από τους σε αυτόν τον τρόπο κοινωνούντες.
            Η πνευματική ζωή των χριστιανών δεν είναι ένα μουσειακό είδος και οι φορείς της δεν αποτελούν αντίστοιχα εκθέματα που ξεσηκώθηκαν κακεκτύπως από τα διάφορα μνημεία της πίστεως. Καταντήσαμε τη χαρισματική αυτή ζωή μια προτεσταντικοειδή κατά γράμμα ερμηνεία ορθοδόξων βιβλίων του παρελθόντος – συνήθως γεροντικών και ιεροκανονικών διατάξεων - και μια παράδοξη αναπαραγωγή παρωχημένων σχημάτων και φαντασιοκοπική αναστήλωση μορφών, θεσμών  και χαρακτήρων του εκκλησιαστικού σώματος ανεπίστρεπτων εποχών. Δε βλέπουμε τον άνθρωπο μέσα από την εν Χριστώ – συνήθως ούτε καν τη φυσική – αγάπη, αλλά μέσα από γράμματα και τις αρεστές μας ερμηνείες τους.
            Ο Κύριος μάς εγκαλεί για τη μη απόκτηση της χαρισματικής αγάπης του, ενώ φαίνεται πλέον να μας λείπει και αυτήν που κάποτε είχαν οι αμαρτωλοί τελώνες (Mατθ. 5:46-48). Και ενώ ο Χριστός καλεί στην εν Πνεύματι μεταμόρφωση, η πλειοψηφία των χριστιανών τουναντίον κατορθώνει να επιτύχει – ανοησία, φαρισαϊσμώ, γεροντολατρία, αγνωσία, ημιμαθεία και πάση υπερηφανεία – την ψυχοσωματική μετάλλαξή τους σε άχρωμες, άγευστες, το πολύ ασπρόμαυρες ή σκοτεινές καταθλιπτικές φιγούρες, απόκοσμες και αλλόκοτες, σκιές αναδυόμενες από το άσαρκο χθες, άλογες ή παράλογες, αγέλαστες και μίζερες, που διανέμουν συναμεταξύ τους τα φωτοστέφανα της αγιότητας προεξάρχοντος συνηθέστατα κάποιου γέροντος, στον οποίο ανήκει η μερίδα του λέοντος στη χαρισματικότητα και στην αποκλειστικότητα σε αυτήν και του οποίου η μίμηση αγγίζει τα όρια της ειδωλοποιητικής λατρείας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται μικρές παράλληλες σέχτες που κατακερματίζουν την εν Χριστώ ομόκεντρη ενότητα της Εκκλησίας και κατατέμνουν το Σώμα, οδηγώντας διχαστικά τα μέλη τους σε μια αυτοπεριχαρακωτική οπ(μ)αδοποίηση και επιθετικότητα εναντίον απάντων των υπολοίπων ‘εχθρών’ και ‘ανταγωνιστών’ και σε φονταμενταλιστικές και δαιμονιώδεις ακρότητες συμπεριφορών έναντι ομοδόξων ‘οικουμενιστών’, αλλοδόξων, αιρετικών και των συναφών πεπτωκυιών στο μυαλό τους ομάδων.
            Η ad extra εικόνα τους, μια αποκρουστική προβολή της γνήσιας εκκλησιαστικής βιοτής, απωθεί τους εχέφρονες ανθρώπους, τρομάζει την πλειοψηφία των αδιάφορων και ελάχιστα ενασχολούμενων περί τα πνευματικά και ενισχύει τις στρατιές των αθέων σε επιχειρήματα και στις εσωτερικές τους επιλογές. Οι θεοποιημένοι ηγήτορες των πολύμορφων και πολύτροπων ‘υπερορθόδοξων γκέτο’ έχουν συνηθίσει σε μονολόγους άνευ κριτικής, κάτι που φαίνεται περίτρανα στις αντιδράσεις των ίδιων και των οπαδών τους στην αντίθετη περίπτωση. Οι μεταλλαγμένοι αυτοί, ρασοφόροι και μη, σχεδόν εξωγήινοι όντες, κατά το έθος δεν συνδυάζουν απλά την ανοησία, ημιμάθεια και φαιδρότητα, αλλά, όπερ και χείρον, τον φαρισαϊσμό και μια κακότητα μέσω ύπουλης και αηδιαστικής κουτοπονηρίας – ιδιαζόντως ενοχλητικής στην ψυχική φιλοκαλία και προσβλητικής στη νοημοσύνη μας, όπως επί παραδείγματι με την προσφάτως νέα διανοιγείσα προσωπική μου κόντρα με τον Ταλεβάντο (εκ του τάλας, υπενθυμίζω), ο οποίος όχι μόνο δεν έχει απαντήσει στον μακρύ κατάλογο επιχειρημάτων που του παρέθεσα, αλλά με απίστευτη θρασύτητα και μικρότητα, ρίχνοντας προπέτασμα συγκάλυψης της άγνοιας και αδυναμίας ανταπόκρισής του στον διενεργούμενο διάλογο, με μια ταυτόχρονη μεθόδευση σχηματισμού ψευδών εντυπώσεων κατοχής του θέματος και λήψης κέρδους χρόνου δια μεθόδων ανήθικης αναστολής πάνω σε ένα ντελίριο ανυπόστατης παροχολογίας θυμηδικών υποσχέσεων μιας πάντη αόριστης μελλοντικής μου κατατρόπωσης, παρακάμπτει την ουσιαστική αντιπαράθεση προσποιούμενος συγχρόνως μια αυθαδέστατη υποκριτική πραότητα, πνευματικότητα και ανωτερότητα εν αντιπαραβολή με την ημετέρα υπονοούμενη αντίστοιχη ελλειμματικότητα, φτάνοντας μάλιστα στο ειδεχθές σημείο να μου συνιστά να ηρεμήσω και να προσευχηθώ να καταλαγιάσουν τα πάθη μου, ενώ την ίδια ώρα συνεχίζει να ψεύδεται εις βάρος μου ξεδιάντροπα, να με συκοφαντεί κατάφωρα και να με καθυβρίζει ‘γιανναρικό και νεορθόδοξο’ (ο εστί εκ της λαϊκής θυμοσοφίας μεθερμηνευόμενον, να σε κάψω Γιάννη μ’, να σ’ αλείψω λάδι)! Εδώ έχουμε σαφέστατα μια καθαρή περίπτωση μεταλλαγμένου πνευματικού προϊόντος της Ορθοδοξίας με περισσά στοιχεία ιταμής γελοιότητας, τα οποία όμως στην όλη συνάφεια του εκκλησιολογικού γεγονότος μάλλον προκαλούν δυσθυμία και κλαυσίγελω για το κατάντημά μας.
            Είναι, όμως, αυτή η όλη πραγματικότητα του σύγχρονου εκκλησιαστικού βίου; Υπάρχει ελπίδα και σήμερα, στις μεταμοντέρνες ανατροπές του παντός, να αναβιώσουμε όντως και καινοτρόπως τις ιστορίες και τις προσωπικότητες που συναντάμε στα συναξάρια και στα πατερικά κείμενα; Φυσικότατα, διότι ο Χριστός  και το Πνεύμα Του είναι αεί παρόντες στην Εκκλησία του Πατρός (Εβρ. 13:8, Ματθ. 28:20). Οι ουκ ολίγοι μεγάλοι Άγιοι των ημερών μας αποδεικνύουν του προκείμενου λόγου το αληθές, γι’ αυτό και γινόμαστε φορτικοί ενίοτε στην παραπομπή μας σε αυτούς. Τα βιβλία της Εκκλησίας καταγράφουν μαρτυρίες του Πνεύματος γραμμένες σε πραγματικές καρδιές και αληθινές υποστάσεις μεταμορφωμένες από τον Παράκλητο. Οι Άγιοι πάντα κοιτάζουν (σ)το πρόσωπο πρώτιστα και όχι (ή εκ των υστέρων) (σ)τα χαρτιά τους. Όταν, όμως, προσπαθείς να αναπαράγεις χωρίς Πνεύμα αυτά που διάβασες ή νομίζεις ότι κατάλαβες, τότε είναι προφανές πως το θέαμα είναι μάλλον αποκαρδιωτικό και οι αναπαραστατικές νεκραναστάσεις εκτρωματικές. Εδώ ακριβώς έγκειται και η ταπεινή προσπάθειά μας: στην άρθρωση λόγου ορθόδοξης θεολογίας και στην εξ αυτής καθαίρεση πάσης ορθοδοξώνυμης παλαιοντολογίας.
Εν είδει επιλογικού υστερογράφου θα κάνω μια εκκλητική παρατήρηση στα διάφορα σημεία του εκκλησιαστικού μας ορίζοντα – πλην εις μάτην, κάτι προεγνωσμένο μεν για τον γράφοντα, ουχί δε  και για τους φαντασιολάγνους εραστές, αναζητητές και κατασκευαστές ειδώλων: όταν επέχεις θέση τιμητού της ορθοδοξίας, ομολογητού της πίστεως και κατόχου συνώνυμης ταυτότητας, τότε δεν σιωπάς ελεγχόμενος, ενώ είσαι ήδη λαλίστατος στην αυτόκλητη και αυθαίρετη διασπορά ποικίλων επιτιμίων και εγκλήσεων (έως επί αιρέσει) προς πάσα κατεύθυνση, και μάλιστα μη εξαιρουμένων ορθοδόξων Επισκόπων και Συνόδων. Στην αντίθετη περίπτωση, η δικαία κρίση, που ενυπάρχει και λειτουργεί αυτοματικά σε κάποιο βαθμό ακόμα και στους πλέον τυφλωμένους, πωρωμένους, προκατειλημμένους, φανατισμένους και πολυτρόπως εμπαθείς ανθρώπους, είναι εξάπαντος αμείλικτη και η σώρευση της απογοήτευσης και της απομύθευσης δυσκόλως έως ουδόλως αναστρέψιμη.

Κ.Ν.
3/9/2012
Λάρισα

Δεν υπάρχουν σχόλια: